(Πρόκειται, για χρονογράφημα σχετικό με το πέρασμά του απ’ την Τρίπολη -πριν το 1965- με την πρώτη γυναίκα του με την οποία κι έκανε τη Ναταλία…).

 

Στην Τρίπολη στα δυο στενά…   Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έκανε τόση εντύπωση στην Πελοπόννησο η περίπτωση μας: Θέλω να πω ότι σε όλο το ταξίδι οδηγούσε η γυναίκα μου και εγώ δίπλα έλυνα σταυρόλεξα.

Στο κάτω κάτω αν το καλοεξετάσεις αυτό είναι ένα έθιμο που έρχεται κατ’ ευθείαν από την ελληνική ύπαιθρο. Συνήθως ο άντρας είναι καβάλλα στο άλογο και η γυναίκα έρχεται με τα πόδια, σέρνοντας το ζώο από το χαλινάρι. Η δική μας περίπτωση ήταν πάνω κάτω η ίδια. Μόνο που εμείς αντί ένα άλογο, είχαμε τέσσερα. Τόσα τουλάχιστον έγραφε η μηχανή μας…

Παρ’ όλο αυτά η Πελοπόννησος πήρε το ζήτημα εντελώς στραβά. Αυτό άρχισα να το καταλαβαίνω όταν σταματήσαμε στην Τρίπολη για να πάρουμε τσιγάρα.

–   Πώς τα κατάφερες; με ρώτησε ο περιπτεράς της πλατείας, ένας κοντός ανθρωπάκος με κατσαρά μαλλιά.
– Τι πράγμα;
– Για το κορίτσι λέω. Είναι ξένη;
– Όχι, δε νομίζω.
– Μπράβο, έχει και αυτοκίνητο. Πού την ψάρεψες βρε θηρίο;
– Φοβάμαι ότι κάνεις λάθος, είπα.

Δεν μου έδωσε, βέβαια, σημασία.

– Και δεν θα ‘ναι ούτε τριάντα χρονών. Ψέματα;
– Είκοσι δύο, είπα, θέλοντας να αποκαταστήσω τουλάχιστον ένα ακριβές γεγονός σε όλη την συνομιλία.
– Μπράβο, είσαι θηρίο. Και δεν σου φαίνεται, μωρέ παιδί μου. Σκέφθηκε μισό λεπτό και μετά πρόσθεσε:
– Θα μου πεις, όμως, πως ούτε στον Γκούντερ Σαξ φαίνεται!
– Αυτό ακριβώς θα σου έλεγα τώρα, είπα.

Η υπόλοιπη διαδρομή με έπεισε ότι την ίδια πάνω κάτω εντύπωση προξενούσε σε όλους όσους συναντούσαμε στον δρόμο μας.

Ήταν φανερό ότι κανένας δεν μας θεωρούσε παντρεμένους. (Αν ήμασταν παντρεμένοι, τότε πώς την άφηνα να οδηγεί εκείνη;) Η γενική εντύπωση που κυκλοφορούσε για το άτομό μου από Άργους μέχρι Καλαμάτας ήταν πως ήμουν ο πλέυ-μπόυ των ελληνικών βουνών που είχε ψαρέψει το πλούσιο κορίτσι με το αυτοκίνητο. Δε μου φαινόταν, βέβαια, αλλά τι σημασία έχει; Ούτε στον Γκούντερ Σαξ φαίνεται.

Πέρασαν τρεις μέρες και ξαναβρεθήκαμε στην Τρίπολη, πηγαίνοντας στην Ολυμπία. Αυτή τη φορά η γυναίκα μου με άφησε στο περίπτερο της πλατείας να πάρω τσιγάρα και προχώρησε διπλά να βάλει βενζίνη.

Ο ανθρωπάκος με γνώρισε αμέσως.

– Α, εσύ είσαι; Καλά το κατάλαβα. Σε παράτησε το κορίτσι;
– Όχι, βάζει βενζίνη.

Ο ανθρωπάκος έβγαλε σιγά σιγά το κεφάλι του σαν να φοβόταν να κοιτάξει. Εκείνη την ώρα η γυναίκα μου πλήρωνε την βενζίνη.

– Μωρέ, τι είσαι συ, φώναξε απελπισμένος. Ούτε την βενζίνη δεν της πληρώνεις…
– Εκείνη έχει τα λεπτά, είπα λέγοντας απλώς την ωμή αλήθεια.

Τον άφησα πάλι πτώμα.
Είδα την υπόλοιπη Πελοπόννησο με ανανεωμένο ηθικό. Ποτέ ο αέρας της δε μου φάνηκε τόσο ελαφρός, ποτέ η φύση της τόσο πράσινη. Λίγο ακόμα και θα άρχιζα να γράφω σονέτα.

Στην Ολυμπία περάσαμε πολύ διασκεδαστικά, αν εξαιρέσεις το ότι μια από τις 5.000 ιερές ελιές παρ’ ολίγο να βγάλει το μάτι της γυναίκας μου. Πάντα συμβαίνουν κάτι τέτοια στις επικίνδυνες περιηγήσεις. Μείναμε δύο μέρες και μετά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα -μέσω Τριπόλεως.

Αυτή τη φορά ο ανθρωπάκος, μόλις με είδε, άρχισε να βογγά.

– Τι είναι αυτό το σημάδι κάτω από το μάτι της; Μωρέ, συ δεν υποφέρεσαι. Τώρα την δέρνεις κιόλας;
– Μόνο κάθε Σάββατο  απόγευμα είπα λυπημένα.

Ήταν τόσο τσακισμένος από το νέο χτύπημα, που δεν είπαμε τίποτε άλλο. Πήρα τα τσιγάρα και ετοιμάστηκα να πληρώσω .

– Όχι , αυτό δεν θα το κάνω, βόγγηξε.
– Τι πράγμα;
–  Χάρισμα σου, λεβέντη μου! Από άντρες σαν και σένα είναι αμαρτία να παίρνει κανένας λεπτά…

Και ήταν τα πρώτα λεπτά που έβγαλα από μια γυναίκα…

 

(176)