Παιδικές αναμνήσεις από τις κατασκηνώσεις της Βυτίνας.
Από τον Ηλία Γιαννικόπουλο, Νομικό, πρώην πρόεδρο της Παγγορτυνιακής Ένωσης.

Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον και μεγάλη συγκίνηση το πύρινο άρθρο του Προέδρου του Συλλόγου Βυτιναίων κ. Παν. Παπαδέλου για την οικτρή κατάσταση, στην οποία βρίσκονται οι εγκαταστάσεις των μαθητικών κατασκηνώσεων της Βυτίνας λόγω της γνωστής αδιαφορίας των κάθε είδους κρατικών αρχών.
Αλλά οι κατασκηνώσεις αυτές δεν είναι απλά κτήρια. Είναι κομμάτι της ψυχής πολλών ανθρώπων από όλα τα μέρη της Αρκαδίας. Χιλιάδες παιδιά από όλα τα αρκαδικά χωριά φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς σε αυτές και έζησαν εκεί αξέχαστες στιγμές και εμπειρίες. Ένας από αυτούς είμαι και εγώ, που έζησα εκεί μερικές από τις εντονότερες συγκινήσεις της παιδικής μου ζωής.
Δυστυχώς, ο πανδαμάτορας χρόνος ήρθε να σκεπάσει με το πέπλο της λήθης αρκετές από τις τότε εντυπώσεις μου, αλλά πολλά παραμένουν ακόμα ζωντανά στη μνήμη μου και συχνότατα έρχονται στο μυαλό μου, ιδιαίτερα όταν περνώ από τη Βυτίνα ή όταν στις στιγμές της ωριμότητας και του λυκόφωτος της ζωής μου νοσταλγώ με συγκίνηση το χαμένο παράδεισο των παιδικών χρόνων μου.

Έχει περάσει από τότε πάνω από μισός αιώνας! Ήταν τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Εγώ ήμουν δεκαετής στην ηλικία και μαθητής της Τρίτης τάξης του Β’ Δημοτικού Σχολείου Λαγκαδίων. Μαζί με μερικούς άλλους μαθητές των δύο δημοτικών της ιδιαίτερης πατρίδας μου είχα την τύχη να επιλεγώ για τις κατασκηνώσεις Βυτίνας. Εννοείται ότι όλοι οι επιλεγέντες ήμασταν από φτωχές οικογένειες και, από απόψεως σωματικής διάπλασης, πραγματικά «τσιροπούλια».
Την ορισμένη ημέρα λοιπόν μπήκαμε στο λεωφορείο της γραμμής και αναχωρήσαμε για την «εξωτική» Βυτίνας. Όλοι μπαίναμε για πρώτη φορά σε αυτοκίνητο, και έτσι το ταξίδι μάς φάνηκε πολύ μακρύ, σχεδόν ατελείωτο! Η ναυτία μας έκοψε τα πόδια, και ως εκ τούτου φτάσαμε στη Βυτίνα ζαλισμένοι και κατάκοποι, κυριολεκτικά ξεθεωμένοι.
Τακτοποιηθήκαμε στους ορισμένους θαλάμους μας και καθένας μας έπιασε από ένα κρεβάτι –ίσως να ήταν και ράντσο στρατιωτικό, δεν ενθυμούμαι ακριβώς– πράγμα πρωτοφανές για μας που είχαμε συνηθίσει να μοιραζόμαστε το κρεβάτι με ένα η περισσότερα αδέλφια μας.
Το βράδυ πέσαμε «ξεροί» για ύπνο. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι στο θάλαμο υπήρχε μια λάμπα κρεμασμένη από το ταβάνι, που με το πάτημα ενός διακόπτη άναβε και φώτιζε όλο το δωμάτιο. Εμείς στα Λαγκάδια, και φυσικά και στα άλλα χωριά, ξέραμε μόνο τις «τσιμπλούδες», ή έστω τις λάμπες πετρελαίου, ή ακόμα τις πιο φωτεινές λάμπες ασετιλίνης ΛΟΥΞ στα καφενεία και στα καταστήματα. Στη Βυτίνα είδαμε για πρώτη φορά ηλεκτρικό ρεύμα!

Κάθε πρωί κάναμε προσευχή και έπαρση της σημαίας. Σε τακτές ώρες πηγαίνανε στο εστιατόριο για το πρωινό, το γεύμα ή το δείπνο. Τρώγαμε φαγητά, που δεν είχαμε ξαναφάει συνοδευμένα σχεδόν πάντοτε με φρούτο και πολλές φορές με γλυκό. Γάλα, βούτυρο και μαρμελάδες, βραστά, ψητά κρέατα, λαχανικά και μακαρονάδες, όλα περιποιημένα και στην ώρα τους. Ήταν πράγμα πρωτόφαντο για μας, να τρώμε τόσες φορές την ημέρα και τόσο ποικίλα φαγητά, που πολλά από αυτά δεν τα είχαμε ιδεί ούτε στον ύπνο μας! Θυμάμαι ότι αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν το σταφιδόψωμο και η μαρμελάδα.

Την Κυριακή πηγαίναμε στον Άγιο Τρύφωνα για εκκλησιασμό. Θυμάμαι έναν σεβάσμιο ιερέα με άσπρα γένια και ένα νεαρό δεξιό ψάλτη, που έψελνε μελωδικά και μουσικά αλλά κούναγε πολύ τα χέρια. Ο Άγιος Τρύφωνας μου άρεσε σαν εκκλησία και ήμουν σίγουρος ότι τον είχαν χτίσει οι συμπατριώτες μου Λαγκαδινοί μαστόροι. (Αργότερα διαπίστωσα ότι μεταξύ των άλλων ονομάτων, που έχουν χαραχθεί σε διάφορα σημεία των τοίχων του, βρίσκεται και το όνομα κάποιου προγόνου μου).
Πολλές φορές πηγαίναμε βόλτα στο κοντινό αλσύλλιο, το ούτως καλούμενο «δασάκι», όπου παίζαμε κάτω απο τα πυκνά πεύκα. Αυτά που με εντυπωσίαζαν ήσαν τα άγνωστα σε μένα μέχρι τότε σπόρια, που έπεφταν από τα κουκουνάρια των πολυπληθών και πανύψηλων δέντρων, νοστιμότατα στη γεύση και «μήλον της έριδος» για μας τα παιδιά που συναγωνιζόμασταν ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα. Μια φορά πήγαμε βόλτα και στη Γεωργική Σχολή και θαυμάσαμε το πλήθος των φυτών και την τάξη με την οποία ήσαν φυτεμένα.

Η Βυτίνα μου άρεσε γιατί ήταν περίκλειστη από ψηλά βουνά και πανέμορφα ελατοδάση, και κυρίως γιατί ήταν επίπεδη. Σκεπτόμουν ότι όλες τις ανηφόρες και τις κατηφόρες ο Θεός τις είχε ρίξει στα Λαγκάδια… Ακόμα, μου έκανε εντύπωση, ότι ενώ τα Λαγκάδια απο τουριστικής πλευράς βρίσκονταν στα σπάργανα, η Βυτίνα είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο. Είχε πολλά ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Θυμάμαι τις βόλτες που κάναμε προς τη ΒΙΛΛΑ ΒΑΛΟΣ, που τότε στα μάτια μου φάνταζε σαν τη «Μεγάλη Βρετανία»…
Μου άρεσαν τα ωραία πέτρινα σπίτια της Βυτίνας με τα κόκκινα κεραμίδια -αυτά μοιάζανε με τα λαγκαδινά-, το ωραίο πέτρινο σχολείο της και η μαρμάρινη βρύση του κεντρικού δρόμου με το λιονταρίσιο κεφάλι. Μου άρεσαν ακόμα τα αγάλματα της κωμόπολης, όσο κι αν μου έμενε η άλυτη απορία, για το τι ακριβώς ήταν αυτό που κράταγε στο χέρι ο εικονιζόμενος στο μαρμάρινο άγαλμα Καθηγητής (Βασ. Οικονομίδης), και γιατί δεν κράταγε ένα βιβλίο αφού ήταν επιστήμονας! (Σήμερα βλέπω που κρατάει, τον πάπυρο και γελάω με την αφέλεια μου…).

Ένα μεσημέρι μετά το φαγητό ήρθε ένας καλοντυμένος και ενθουσιώδης κύριος, δε θυμάμαι το όνομα του ούτε την ιδιότητα του. Θυμάμαι μόνο ότι στάθηκε ανάμεσα στα δύο εστιατόρια, για να τον ακούνε όλοι και έβγαλε έναν καταπληκτικό λόγο χωρίς χειρόγραφο. Θα ήταν σίγουρα ή δικηγόρος ή Καθηγητής Πανεπιστημίου. Με τόση ρητορική δεινότητα μας μιλούσε επί πολύ ώρα. Φυσικά κανείς μας δεν κατάλαβε τίποτε! Εκείνο όμως που καρφώθηκε στο μυαλό μας ήταν η συχνά αναφερόμενη από τον ρήτορα λέξη «Σαβινύ», την οποία περιπαικτικά επαναλαμβάναμε κι εμείς επί πολύ καιρό μετά την αναχώρηση μας απο την κατασκήνωση.
Θα ήθελα να μάθαινα το όνομα του άγνωστου ομιλητή. Γιατί σίγουρα ήταν αξιόλογος, και όπως συμπέρανα αργότερα, μας μιλούσε για το εκλεκτό τέκνο της Βυτίνας, τον διαπρεπή νομοδιδάσκαλο Βασίλειο Οικονομίδη, που πολύ αργότερα τον έμαθα καλά, διάβασα τα συγγράμματα του και πολλές ώρες πέρασα ως φοιτητής της Νομικής στην αίθουσα που φέρει το όνομα του. Και ο «Σαβινύ» δεν ήταν άλλος παρά ο δάσκαλος του Οικονομίδη, διαπρεπής και αυτός μελετητής του Ρωμαϊκού Δικαίου.

Τα μεσημέρια ήταν υποχρεωτική η ανάπαυση. Εγώ συνηθισμένος τα μεσημέρια να πιάνω τον ίσκιο του πλατάνου της γειτονιάς μου ή να αναζητώ καταφύγιο στο πυκνό και δροσερό φύλλωμα μιας μουριάς, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Και επειδή ήμουν βιβλιόφιλος από τότε, είχα πάρει μαζί μου, ελλείψει βιβλίων, ένα τεύχος του περιοδικού «ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ», το έβγαζα κρυφά κάτω απο το μαξιλάρι μου και διάβαζα, προς μεγάλη απογοήτευση της ομαδάρχισσάς μας Ορσιάς, που μου το άρπαζε ξαφνικά και με επέπληττε, πως «εδώ ήρθαμε να ξεκουραστούμε, όχι να διαβάσουμε».
Πολλές φορές από τον δρόμο που περνούσε μπροστά από την κατασκήνωση πέρναγαν διάφορα αυτοκίνητα. Θυμάμαι τα γύφτικα φορτηγά που πωλούσαν καρπούζια και στα μεγάφωνα έπαιζαν συνεχώς το σουξέ της τότε εποχής «Γαρύφαλλο στ’ αυτί…». Ήταν μια ευχάριστη νότα και μια πειθαρχημένη ζωή της κατασκήνωσης.
Θυμάμαι επίσης ότι ασυνήθιστος καθώς ήμουν στην ξενιτιά, άρχισε να με καταλαμβάνει η νοσταλγία για τα Λαγκάδια. Ήθελα να έρθει η μάνα μου και να με πάρει ή τουλάχιστον να την ιδώ λίγο και μετά να φύγει πάλι. (Την ξενιτιά του πατέρα μου την είχα συνηθίσει, γιατί αυτός τον περισσότερο χρόνο έλειπε στα Καλαβρυτοχώρια για «μαστοριά»). Μάλιστα κάποια στιγμή της έγραψα ένα σύντομο γράμμα με αυτό το περιεχόμενο και το έδωσα στην ευγενώς προσφερθείσα ομαδάρχισσα μου,  για να το ταχυδρομήσει. Εννοείται ότι το γράμμα αυτό δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, γιατί απλούστατα δεν απεστάλη ποτέ… Έτσι και εγώ ξαναείδα τη μάνα μου μόνον όταν επέστρεψα στα Λαγκάδια…
Φίλους θα έκανα ασφαλώς πολλούς στην κατασκήνωση. Δεν θυμάμαι ονόματα. Θυμάμαι μόνον ένα παιδί από το Πυρί και ένα ευγενικότατο παιδί ονόματι Γιάννη από το Καστρί Κυνουρίας. Ποιοι να είναι άραγε και πού να βρίσκονται σήμερα;

Δεν θυμάμαι αν το τακτικό φαγητό μάς έκανε καλό, με την έννοια της πρόθεσης κάποιου βάρους. Αμφιβάλλω αν πήραμε κανένα κιλό, από το πολύ τρέξιμο. Εξάλλου τότε δεν είχαμε πρόχειρες ζυγαριές να ζυγιζόμαστε, για να κάνουμε συγκρίσεις. Σίγουρα όμως μας έκανε καλό η κατασκήνωση γενικότερα στη σωματική και ψυχική μας υγεία. Και ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο για να φτάσουμε ηλικιακά εδώ που φτάσαμε… Εξάλλου, μας έδωσε τότε την ευκαιρία να καυχιόμαστε στους άλλους συνομήλικους μας ότι είχαμε χορτάσει «αυτοκινητάδα» από τα Λαγκάδια μέχρι τη Βυτίνα, ενώ αυτοί δεν είχαν καν μπει σε αυτοκίνητο!

Την τελευταία ημέρα, θυμάμαι, ο Αρχηγός διοργάνωσε ειδική αποχαιρετιστήρια γιορτή. Εκλήθησαν οι μαθητές που μπορούσαν, να βοηθήσουν. Θυμάμαι ότι συμμετείχα κι εγώ στη γιορτή απαγγέλλοντας το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη «Τι είναι η Πατρίδα μας». Δεν  θυμάμαι καθόλου αν κατάφερα να δείξω τα πατριωτικά  μου αισθήματα ή να διεγείρω τα πατριωτικά αισθήματα των άλλων.
Ακόμα ενθυμούμαι, ότι την τελευταία ημέρα είχαμε όλοι  φτιάξει  έξω απο τους θαλάμους  μας διάφορα καλλιτεχνήματα, με χρωματιστές πετρούλες και βρύα. Η δική μας ομάδα είχε φτιάξει με αυτόν τον τρόπο μια ωραία παράσταση που είχαμε «ξεσηκώσει» από το  εξώφυλλο κάποιου Αναγνωστικού του Δημοτικού (με δάφνες, περικεφαλαίες, σπαθιά, κλπ).
Αν «στίψω» το μυαλό μου ενδεχομένως να θυμηθώ και άλλα περιστατικά. Αλλά σημασία δεν έχει πόσα πράγματα θυμάται κανείς. Το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό ή ποσοτικό. Το ζήτημα είναι ότι η εμπειρία της κατασκήνωσης έχει αποκρυσταλλωθεί στο ατομικό μας υποσυνείδητο, στο βάθος της ψυχής μας και αποτελεί έναν από τους κρυφούς πολύτιμους εσωτερικούς θησαυρούς μας. Όσοι βλέπουν τα κτίρια της κατασκήνωσης σαν απλά ντουβάρια, κάνουν πολύ μεγάλο λάθος, για να μην ειπώ έγκλημα.
Εγώ, τουλάχιστον, με την ευκαιρία της κατασκήνωσης, αγάπησα τη Βυτίνα! Αν τα Λαγκάδια είναι η «μάνα» που με γέννησε, η Βυτίνα είναι η πρώτη μου αγάπη, η παιδική, και γι’ αυτό παντοτινή!

(από τη “Βυτίνα”)

(176)