Το μικρό χωριουδάκι στα βόρεια των Αθηνών, που πνιγμένο στο πράσινο φιλοξενούσε τις εξορμήσεις των παλιών Αθηναίων.

Ας μεταφερθούμε αρκετά χρόνια πίσω. Η Αθήναδεν ήταν η μεγαλούπολη που είναι σήμερα και οι κάτοικοί της δεν είχαν τη δυνατότητα να αποδρούν συχνά, αφήνοντας πίσω τους το κλεινόν άστυ. Ένα μικρό χωριουδάκι όμως στα βόρεια της πόλης, πνιγμένο στο πράσινο και τα νερά, υπήρξε διαχρονικά ο προορισμός γι’ αυτές τις λιγοστές εξορμήσεις των παλιών Αθηναίων.

Το όνομα αυτού, Πατήσια. Και από εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα από πού προήλθε αυτό το όνομα. Κάποιοι λένε ότι είναι παραφθορά του επιρρηματικού τύπου «Βατήσι» από τον αρχαίο ελληνικό Δήμο Βατής, άλλοι ότι προέρχεται από τον Τούρκο αξιωματούχο της οθωμανικής περιόδου ονόματι Πατίς-Αγά ή ότι προέκυψε από τα «πατήχεια» κτήματα, δηλαδή τα κτήματα της οικογένειας Πατήχη. Τέλος, υπάρχει και η θεωρία ότι προήλθε από τη φράση «πάτε ίσια», που δινόταν εν είδει οδηγίας σε όποιον ήθελε να φτάσει στην περιοχή από την Αθήνα.

Ο δρόμος στον οποίο «πήγαινες ίσια» ήταν, φυσικά, η Πατησίων, ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους δρόμους της πρωτεύουσας. Κατασκευάστηκε το 1841 κατά τη διάρκεια της δημαρχίας Καλλιφρονά και ακολούθησε την αρχαία οδό προς τον Δήμο της Βατής. Αποτέλεσε εξαρχής τον αγαπημένο εξοχικό περίπατο των Αθηναίων, των οποίων η πόλη περιοριζόταν χονδρικά σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα «ιστορικό κέντρο».

Την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα το χωριουδάκι μεγαλώνει –στην απογραφή του 1879 τα Πατήσια μετρούν 847 μόνιμους κατοίκους– και γίνεται ουσιαστικά το πρώτο προάστιο της Αθήνας.

Ο περιηγητής Edmont About, που είδε την Αθήνα του 1854, μας λέει για την Πατησίων: «Όταν έχεις διασχίσει όλη την οδό Αιόλου, έχοντας πίσω σου την Ακρόπολη και τους Αέρηδες, βλέπεις μπροστά σου έναν σκονισμένο δρόμο μήκους ενός χιλιομέτρου, που καταλήγει σε ένα μικρό χωριό. Αυτό το χωριό ήταν στην Τουρκοκρατία η έδρα του πασά. Το όνομα “πασάς” ή “πατισάχ” τού έχει μείνει, κάπως παρεφθαρμένο είναι αλήθεια. Οι Αθηναίοι το ονομάζουν “Πατήσια”. Ο δρόμος των Πατησίων είναι ο αθηναϊκός ιππόδρομος. Αν έλεγα ότι είναι ένας τόπος ψυχαγωγίας, θα έλεγα ψέματα… Ο δρόμος είναι κακοσυντηρημένος και άσχημα θα κρατούσε τη θέση του ανάμεσα στους δικούς μας, κοινοτικούς δρόμους. Τα δέντρα με τα οποία επεχείρησαν να τον πλαισιώσουν ξεράθηκαν ή ξεραίνονται. Οι τέσσερις ή πέντε ταβέρνες που υψώνονται δεξιά και αριστερά δεν είναι Παρθενώνες. Τα κριθαροχώραφα ή οι ακαλλιέργητες εκτάσεις απ’ όπου περνά ο δρόμος δεν κάνουν έναν επίγειο παράδεισο. Ωστόσο, οι περιπατητές που μαζεύονται σ’ αυτόν το δρόμο μπορούν να βλέπουν, όταν το επιτρέπει η σκόνη, ένα από τα ωραία πανοράματα του κόσμου. Έχουν μπροστά τους την Πάρνηθα, κομμένη από μια χαίνουσα χαράδρα. Πίσω τους η Αθήνα και η Ακρόπολη. Δεξιά ο Λυκαβηττός. Αριστερά η θάλασσα, τα νησιά και τα βουνά του Μοριά. Ο κομψός κόσμος της Αθήνας έχει για κυριότερη ψυχαγωγία του, χειμώνα-καλοκαίρι, τον περίπατο στην οδό Πατησίων. Φθάνουν εκεί με τα πόδια, με αμάξι και κυρίως με άλογο. Κάθε Έλληνας που βρίσκει να δανεισθεί τριακόσιες δραχμές, βιάζεται να αγοράσει ένα άλογο. Κάθε Έλληνας που έχει τρεις δραχμές, τις διαθέτει νοικιάζοντας ένα άλογο».

Λίγα χρόνια μετά, τη δεκαετία του 1880, κάνει την εμφάνισή του το ιππήλατο τραμ, ένα βαγόνι τρένου, δηλαδή, που το έσερναν τρία κακόμοιρα άλογα. Με αυτό τον τρόπο η απόσταση Αθήνα-Πατήσια μειώθηκε στα 45 λεπτά και στοίχιζε μία δεκάρα της δραχμής, την ώρα που το μέσο μεροκάματο τότε ήταν 3 δραχμές περίπου. Εκείνη την εποχή, στο ύψος που αργότερα θα δημιουργούνταν το Πεδίον του Άρεως, συγκεντρώνονταν οι Αθηναίοι δύο φορές την εβδομάδα στις παραστάσεις της μπάντας του στρατού, που έπαιζε πάνω σε μια πολυγωνική εξέδρα – εξού και η κατοπινή ονομασία της συνοικίας του Πολύγωνου. Τότε, στους περιπάτους στην Πατησίων, λέγεται ότι η επιλογή του πεζοδρομίου ενείχε ταξικά κριτήρια: η αριστοκρατία προχωρούσε στα δεξιά και ο υπόλοιπος λαός στα αριστερά.

Είτε περπατώντας αριστερά ή δεξιά, είτε παίρνοντας τα πρώτα μέσα μαζικής μεταφοράς της Αθήνας (τα ιππήλατα τραμ), είτε νοικιάζοντας κάποια άμαξα, ο τελικός προορισμός ήταν τα περιβόλια και οι ταβέρνες των Πατησίων. Γράφει η εφημερίδα «Εμπρός» στο φύλλο της Πρωτομαγιάς του 1900, σε άρθρο για τους εορτασμούς των Αθηναίων: «Και πρώτον εις τα Πατήσια, τα πάνδροσα και βαθύσκια και μυριόχρωμα και αρωματισμένα Πατήσια, τα οποία έχουν τα πρωτεία προκειμένου περί Πρωτομαγιάς. Η αγαπημένη εξοχούλα, η δροσόλουστος και χαϊδεμένη, εδέχθη χθες όλας τας Αθήνας σχεδόν (…). Η μακροτάτη και ευρεία και κονιορτοβριθής οδός (σ.σ. η Πατησίων) είχε πνιγή εις την ανθρωποθάλασσαν». Εκείνη την ημέρα οι Αθηναίοι επέστρεφαν σπίτι με τα στεφάνια τους, τα οποία κρεμούσαν στην εξώπορτα για να τα ρίξουν στη φωτιά στις 23 Ιουνίου, στη γιορτή του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα.

Την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα το χωριουδάκι μεγαλώνει –στην απογραφή του 1879 τα Πατήσια μετρούν 847 μόνιμους κατοίκους– και γίνεται ουσιαστικά το πρώτο προάστιο της Αθήνας. Ο εξοχικός χαρακτήρας της περιοχής όμως παραμένει για αρκετές δεκαετίες και οι πλούσιοι Αθηναίοι επιλέγουν να φτιάχνουν εκεί τα εξοχικά τους. Κάποια από αυτά στέκουν ακόμα, έχοντας γλιτώσει από τη λαίλαπα της αντιπαροχής, να μας θυμίζουν εκείνη την εποχή. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO. Tweet Email

Πηγή: www.lifo.gr

(118)