Έρευνα – Μελέτη της Ρούλας Λιάσκου
από τις “Συλλογές”

 Ένα κομμάτι ξύλο έχω φυλαγμένο στο συρτάρι μου. Ένα κομμάτι απ’ την ξώπορτα του σπιτιού του Τριτσιμπίδα στην Μπαρμπάσαινα. Ξεβαμμένο απ’ τη βροχή, φαγωμένο απ’ τον άνεμο, γερασμένο απ’ τα χρόνια. Δεν μπόρεσα τίποτε άλλο να κρατήσω, να φυλάξω απ’ το σπίτι, που το τραγούδησε ο λαός και τώρα μένει μονάχα ο θρύλος του. Σαν το πρωτόδα, υψωνότανε ακόμα επιβλητικό, διώροφο, δίπλα στα χαμηλά φτωχόσπιτα με μια αρχοντιά που σε παραξένευε.

Ήταν παλιό, μα ζούσε! Ήταν βουβό κι έρημο, νικημένο απ’ τη μοναξιά, μα θριαμβευτικά γερό στα εκατό του χρόνια.

Το καλοκαίρι του 1949 ταξιδεύαμε για το Μοριά με τον πατέρα μου, τον εγγονό του Νικολού του Τριτσιμπίδα, Αριστείδη. Θάταν τότε στα εξηνταπέντε του χρόνια. Εκείνος πήγαινε ίσως για ν’ αποχαιρετήσει τη γη, που γεννήθηκε, εγώ για να γνωρίσω το σπίτι του πατέρα μου, που γίνηκε τραγούδι η ομορφιά του.  Η συγκίνηση θάμπωνε τις λεπτομέρειες, γιόμιζε το χώρο.

Περνούσες το μεγάλο άνοιγμα του τοίχου -η αυλόπορτα δεν υπήρχε πια- και το παλιό αρχοντόσπιτο δέσποζε μπροστά σου, στο βάθος μιας λιθόστρωτης χορταριασμένης αυλής. Ηταν κατάκλειστο κι ερειπωμένο. Από χρόνια ανήκε σε άλλους. Δύο – τρία ξύλα πάσχιζαν να κρατηθούν πάνω απ’ την καμάρα της μεγάλης ξώπορτας. Ό,τι είχε απομείνει απ’ τα «μπαλκονάκια τα πλεκτά».

Κόλλησα τα μάτια στη χαραμάδα της ξώπορτας. Μια ξυλένια σκάλα γυριστή ανέβαζε στο πάνω πάτωμα…

Ο πατέρας κοίταξε ψηλά συγκινημένος. «Εκεί γεννήθηκα» μούπε και μούδειξε το δεύτερο παραθύρι στ’ αριστερό μέρος του σπιτιού. Πάλευα να μικρύνω το χρόνο, να ξαναδώ το ξέγνοιαστο παιδί, πούπαιζε στη λουλουδιασμένη αυλή, που ανεβοκατέβαινε τη γυριστή σκάλα. Δυο ροδιές ζερβόδεξα στην πόρτα, συντρόφευαν τη σιωπή του. Το κοίταζα μ’ αγάπη και συμπόνοια. Να του δώσω λίγη ζωή, να μη βλέπω την ερημιά του, να μην ακούω τον πόνο του.

Στο νου μου ερχότανε το τραγούδι του. Πόσες χαρές και πόσες πίκρες, πόσες θύμησες νάφερνε στο γέρικο ασπρισμένο κεφάλι του πατέρα. Τώρα δεν είχε κανένα να σκεπάσει δικό του, απ’ τη βροχή, κανένα να φυλάξει απ’ τον άνεμο, να δροσίσει απ’ την κάψα του καλοκαιριού. Πριν προχωρήσουμε για την πλατεία, σταθήκαμε ακόμα λίγο, να τ’ αποχαιρετήσουμε.   Τότες δεν ήξερα πως ήταν για πάντα. Ανέβηκα ξανά τα λιγοστά σκαλιά. Στάθηκα στη ρημαγμένη ξώπορτα. Τράβηξα απαλά ένα κομμάτι ξύλο. Μούμεινε στο χέρι. Το κράτησα στη χούφτα μου και το πήρα μαζί μου.  Σαν ξαναπήγα πολύ αργότερα βρήκα μονάχα ασκήμια. Δεν το ξανάβρα, δεν το ξανάδα. Οι σεισμοί του ’64 τόχαν σωριάσει. Είχα φτάσει πολύ αργά. Μπροστά στο χώρο της αυλής, ένα χαμηλό καινούργιο σπιτάκι προβάλλει όμοιο με τ’ άλλα τριγύρω. Το κράτος είχε βοηθήσει τους  σεισμόπληκτους, τους είχε χτίσει καινούργια. Μα, τούτο το καινούργιο σπιτάκι, έκλεινε το χώρο, έσφιγγε την καρδιά.

Ζητούσα να ξαναβρώ το παλιό, το βουβό, το τραγουδισμένο.  Σε μια άκρη, μια γωνιά του, είχε απομείνει με τόνα παραθύρι, με τ’ άνοιγμα της παλιάς θαμμένης ξώπορτας.

Ένας χώρος, με πλάκα μπετόν σκεπασμένος, που τώρα τον είχαν για λάτρα. Μια γριά έπλενε σκυμμένη στη σκάφη, κι όλο μουρμούριζε πως ήταν δικό τους, πως παλιά είχε γίνει δημοτικό σχολειό, πως τόχαν φροντίσει, πως έπεσε, πως, πως.

Δεν άκουγα.

Έφυγα πριν χαλάσει η θύμηση, πριν χαθεί τ’ όραμα το παλιό. Ένα αγεράκι φύσηξε. Ήταν η πνοή του, το παράπονό του, το μοιρολόϊ και το τραγούδι του. Ήταν ο καημός του, που φτάνει ακόμα στα διάσελα του Μοριά, πούχαν χαρεί την ομορφιά του, πούχαν τραγουδήσει τη νιότη του.

Η επικρατέστερη άποψη
Την επικρατέστερη άποψη και την πιο αυθεντική σχετικά με τον Τριτσιμπίδα και το τραγούδι της Μαριωρής, θεωρώ την άποψη του πατέρα μου, έτσι όπως του την διηγήθηκε ο πατέρας του -πρωτότοκος γιος του Νικολού του Τριτσιμπίδα και δημιουργού του τραγουδιού κι όπως την βίωσε στο πατρικό σπίτι του στην Μπαρμπάσαινα.

Για το όνομα και το τραγούδι του Τριτσιμπίδα ο πατέρας μου καμάρωνε.

Μου άφησε σε ιδιόχειρο χειρόγραφό του όσα γνώριζε, όσα είχε ζήσει. Το έγραψε το 1965 κι ήτανε βέβαιος, πως εκείνος ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον την αληθινή ιστορία του τραγουδιού, που συνδέεται με τ’ όνομα της οικογένειάς του.  Νιώθω ακόμα στην παλάμη μου, τη δικιά του να τρέμει από συγκίνηση, όταν έπειτα από σαράντα χρόνια, αντίκρυσε ξανά την αγαπημένη του Μπαρμπάσαινα.
Παραθέτω εδώ την ιστορία του Τριτσιμπίδα, όπως την έγραψε ο πατέρας μου. Ένα κειμήλιο για μένα, πολύτιμο και ιερό.

«Τριτσιμπίδας»
«Η οικογένεια Τριτσιμπίδα κατάγεται από την ιστορικήν Μπαρμπάσαινα, κατέστη δε ιστορική, από το τραγούδι της οικογένειας Τριτσιμπιδαίων. Από παλαιοτάτης εποχής η οικογένεια Τριτσιμπίδα ήτο αρχοντική και γνωστή και εξήσκει μεγάλην επιρροήν καθ’ όλην την επαρχίαν Ηλείας. Ήτο δημοφιλής και αγαπητή τόσον, ώστε σχεδόν εις όλα τα χωρία της επαρχίας, είχε βαφτίσει εκατοντάδες παιδιών και έφθασε εις σημείον, ώστε όλοι να τον αποκαλούν Νονό.

Ο ιδρυτής της οικογενείας Νικόλαος Τριτσιμπίδας έλαβε μέρος εις την Επανάστασιν του 1821, άγων τότε ηλικίαν 21 ετών, ως αρχηγός ομάδος επαναστατών και διεκρίθη τιμηθείς δια διπλώματος εξαιρέτων υπηρεσιών. Καθ’ όλον τον μετέπειτα βίον του διήγε βοηθών τους πτωχούς και ευεργετών εν γένει τους έχοντας ανάγκην καταναλώσας το πλείστον της περιουσίας τους εις τοιαύτας αγαθοεργάς πράξεις.

Ο Νικόλαος Τριτσιμπίδας ήλθε εις γάμον δύο φοράς και εκ μεν του πρώτου γάμου του απέκτησε δύο υιούς τον Πάϊκον και τον Κωνσταντίνον εκ δε του δευτέρου τρεις θυγατέρας την Μαρίτσαν, Αικατερίνην και Αρετήν.

Προ του γάμου του (μάλλον) είχε γνωρίσει την πεντάμορφην πτωχή κόρη, του χωρίου Λάλα, Μαριωρή την οποία ερωτεύθη και μάλιστα την αραβωνιάσθηκε. Αλλά επειδή την εποχήν εκείνην υπήρχον αντιζηλίαι τοπικαί μεταξύ διαφόρων προυχόντων και εθεωρήθη ως πρόκλησις το αρεβώνιασμα του προύχοντος της Μπαρμπάσαινας Τριτσιμπίδα μετά της Μαριωρής από τους τοπικούς άρχοντας του χωρίου, Λάλα, ούτοι απεφάσισαν με πάντα τρόπον να διαλύσουν το συνοικέσιον αυτό.

Και προς τούτο εσκέφθησαν και απεφάσισαν να απαγάγουν τη Μαριωρή ίνα ούτω δήθεν δημιουργηθή προσβολή και διαλύθη το συνοικέσιον, όπερ και εγένετο ως εξής:
Οι προύχοντες του χωρίου Λάλα, Καραμεραίοι, οι οποίοι ήσαν αντίθετοι πολιτικώς προς την οικογένεια Τριτσιμπίδα, έβαλαν δύο γειτόνισες να πάνε δήθεν να φέρουν νερό από την Πηγή Λουκίσσα απ’ όπου υδρεύοντο οι Λαλαίοι και οι οποία απείχε από το χωριό Λάλα ημίσειαν περίπου ώραν, μαζί με την Μαριωρή, η οποία ανύποπτος εδέχθη θεωρήσασα τούτο φυσικόν να πάνε συντροφιά!

Εκεί όμως εις την Πηγήν και εις μέρος δασώδες είχαν τοποθετήση κρυμένον τον υπηρέτην τους ονόματι Ντούρον, άνδρα χειροδύναμον, με την εντολήν ν’ αρπάξη και απαγάγη την Μαριωρή χωρίς να την κακοποιήση, όπερ και εγένετο. Αυτό και μόνον το γεγονός (διότι μετά μίαν ημέραν από της απαγωγής αφήκαν ελευθέραν την Μαριωρή χωρίς να την κακοποιήσουν, απολύτως) ήρκεσαν να το θεωρήση ο Τριτσιμπίδας ως προσβολή όταν το έμαθε, και ευθύς αμέσως μετέβη εις το χωρίον Λάλα και εύρε την Μαριωρή και της είπε ότι κατόπιν των όσων συνέβησαν δεν δύναται να γίνη γυναίκα του, διέλυσε αμέσως και αφού της έδοσε αρκετά χρήματα ανεχώρησε χωρίς να την επανιδή πλέον.

Αυτή είναι η ιστορία του ειδυλίου.

Ο Νικόλαος όμως Τριτσιμπίδας ο οποίος ηγάπα υπερβολικά την Μαριωρή και από τον μεγάλο του πόνον και αγάπην του προς την Μαριωρή έκαμε το γνωστό τραγούδι, το οποίον έλαβε Παννελήνιον διάδοσιν χάρις εις ένα Τούρκον βαπτισθέντα εις Χριστιανόν ονόματι Σουλεϊμάν (Γεώργιον Χριστιανικώς) ο οποίος έπαιζε κλαρίνο και το μελοποίησε εις καλόν σκοπόν που ήρεσε εις τον λαόν. Αυτό δε το τραγούδι μόνο εξιστορεί όλην την ιστορίαν, αναφέρεται ότι έγινε γύρω στα 1840.

Το αρχοντικό ιστορικό σπίτι του Τριτσιμπίδα εις την Μπαρμπάσαινα σώζεται μέχρι σήμερα καίτοι παρήλθον πλέον των 100 ετών, παρουσιάζει με τον μέγα όγκον του και την μεγάλην μανδρωμένη έκτασιν του το μεγαλείον ακόμη εκείνο, το οποίον αναφέρεται εις το τραγούδι.  Εκ της οικογενείας του Νικολάου Τριτσιμπίδα του ιδρυτού αυτής επιζεί κατ’ ευθείαν έγγονος, υιός του πρωτοτόκου τέκνου του Πάϊκου, ο Αριστείδης Π. Τριτσιμπίδας.

Το τραγούδι όπως τραγουδιέται σήμερον έχει ως εξής:

«Έβγα ψηλά στα διάσελα κι ‘αγνάντια στην Μπαρμπάσαινα
για να δεις τον Τριτσιμπίδα πώχει αμπέλια και σταφίδα.
Πώχει τα σπίτια τα ψηλά τα μπαλκονάκια τα πλεκτά.
Στης Μπαρμπάσαινας το κάμπο Τριτσιμπίδας κάνει γάμο
και καλεί για συμπεθέρους όλους τους Μπαρμπασαιναίους.

Η Μαριωρή παντρεύεται και όλος ο κόσμος χαίρεται.
Ποιόνε θα πάρης Μαριωρή του Τριτσιμπίδα το παιδί
πουν παιδί και παλικάρι και βαρεί και το γιογκάρι».

Αναφορές, μαρτυρίες, παραλλαγές στο τραγούδι

Το ειδύλλιον Μαριωρής και Τριτσιμπίδα, αναφέρεται στο βιβλίο του Γεωργίου Χρυσανθακόπουλου, μελετητή της ιστορίας της Ηλείας, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας» Αθήνα 1950, σελ. 38 – 112. Το βιβλίο όπως γράφει στο εξώφυλλο, «αποτελεί μνημείο Επιστημονικής μελέτης και έρευνας με ιστορική ευθύνη».

Ο Νίκος Αναστόπουλος, εκπαιδευτικός, στις «Ιστορικές Σελίδες» του, έκδοση 1989, γράφει για την ιστορία της Μαριωρής: «Ανάμεσα στους ωραίους θρύλους και τις παραδόσεις, ξεχωριστή θέση έχει η ιδιόμορφη και παράξενη ιστορία της Μαριωρής του Τριτσιμπίδα».
Για την Μαριωρή, γράφει, πως ήταν Τουρκοπούλα την έλεγαν Μπεμιγέ, κόρη του Αβδάγα απ’ τους πλουσιώτερους Αγάδες της Τρίπολης.
Αυτό υποστηρίζει και ο Γεώργιος Χρυσανθακόπουλος. Ο Αβγάδας έμενε στην Μπαρμπάσαινα, αλλά για κτηματικές διαφορές το 1800 εγκαστάθηκε στην Τρίπολη. Τον Ιούνιο του 1821, οι τρομεροί Λαλαίοι, Τουρκαλβανοί, νικήθηκαν απ’ τους Έλληνες στο Πούσι. Εγκατέλειψαν το Λάλα βιαστικά, και στη βιασύνη τους, ξέχασαν την Μπεμιγέ που κρύφτηκε στους αχυρώνες του Σέϊντ – Αγά. Εκεί τη βρήκαν οι Λεντζέοι και την παράδωσαν στο Δημήτρη Καραμέρο.
Αυτός τη βάφτισε Χριστιανή και της έδωσε το όνομα Μαρία. Επειδή η ομορφιά της ήταν καταπληκτική, τη φώναζαν Μαριωρή, δηλαδή Μαρία – ωραία, Μαριωραία, Μαριωρή.
Η Μαριωρή, όταν μεγάλωσε, παντρεύτηκε τον Ιωάννη Αναγνωστόπουλο. Όταν πέθανε ο άντρας της, παντρεύτηκε τον Κουμπάτη. Διατηρούσε την υπέροχη ομορφιά της. Είχε απέραντη καλωσύνη και φημιζόταν για τα Χριστιανικά της έργα».

Ο Μωραΐτης ποιητής Πάνος Σπάλας, δέχεται τη μαρτυρία του Αριστείδη Τριτσιμπίδα και τονίζει: «πλάνες αθέλητες και καλοπροαίρετες γίνηκαν γύρω από τον χιλιοτραγουδισμένο Τριτσιμπίδα που ενώ είναι μία καθαρά ηλεγμένη ιστορική μορφή, ο λαός μας εν τούτοις, τον εγέμισε καταπώς το συνηθίζει με αβεβαιότητα και θρύλους».

Υπάρχουν παραλλαγές στο τραγούδι. Θα αναφέρω 6.

Την πρώτη παρουσιάζει ο Ανδρέας Χατζηγεωργίου στα «Μωραΐτικα τραγούδια» του (Περιοδικό Σφαίρα αριθμ. 25-15 Απριλίου). Στο τέλος του τραγουδιού υπάρχει η προσθήκη:

Π’ ώχει στον Πύργο κτήματα στην Πάτρα Καταστήματα.

Παραλλαγή 2η. Την αναφέρει ο Α. Τσακόπουλος στα «Λαϊκά Δημώδη» (ασπίς Άργους 12-7-1953)
Παραλλαγή 3η. Την αναφέρει ο Χρήστος Χασάπης στο άρθρο του «Η κατακαϋμένη Μπαρμπάσαινα και ο Λεβέντης Τριτσιμπίδας της».
Παραλλαγή 4η. Την αναφέρει ο Χρήστος Χασάπης. Λέει πως ο Τριτσιμπίδας είχε δύο όμορφες κοπέλες, που τις πάντρεψε και τις δύο σε μια μέρα, γιατί έτσι το θέλει το έθιμο.
Παραλλαγή 5η. Την αναφέρει ο Χρήστος Χασάπης με άσχετες προσθήκες στο τραγούδι.
Παραλλαγή 6η. Την διέσωσε ο Νικόλας Λάσκαρης, Λαογράφος και Εκπαιδευτικός απ’ τη Γορτυνία. Πέθανε στην Αμαλιάδα τον Δεκέμβρη του 1942.

Όλες οι παραλλαγές δείχνουν την απήχηση, που είχε στο λαό μας το τραγούδι. Μέχρι σήμερα το παίζουν και το τραγουδούν σε γάμους και σε πανηγύρια στον Μοριά.

Το όνομα «Τριτσιμπίδας»

Πολλές φορές αναρωτήθηκα για το παρατσούκλι του προπάππου μου «Τριτσιμπίδα» μια και το αληθινό όνομά του, όπως μου έλεγε ο πατέρας μου, ο Αριστείδης Τριτσιμπίδας εγγονός του Νικολού Τριτσιμπίδα, που έγραψε το τραγούδι, ήταν Νικολός Ζήσιμος.
Στο αρχείο των αγωνιστών του ’21, βρίσκουμε τα ονόματα Νικόλαος Τζιτζιμπίδης, Αθανάσιος Ζήσιμος και Ιωάννης Τριτζιμίδας. Το καλοκαίρι του ’93, άκουσα μια νέα εκδοχή για την ονομασία.

Η Κατερίνα Νταραδήμου, που κατάγεται από την Αμαλιάδα, δίνει τη δική της ερμηνεία, που την βρίσκω αξιοπρόσεκτη. «Στην πατρίδα μου» λέει «οι τρεις έλικες που κρατάνε το τσαμπί με τα σταφύλια σχηματίζουν τρία τρίγωνα και μοιάζουν με τρεις τσιμπίδες. Τις λένε «Τριτσιμπιδούλες».

Αυτό είναι γνωστό στην Ηλεία. Δεν αποκλείεται, ο Νικολός Ζήσιμος να πήρε αυτό το παραγκώμι, από τα πολλά αμπέλια που είχε, τα κτήματα και τη σταφίδα, όπως μας λέει το Δημοτικό του τραγούδι.

 

Το σπίτι του Τριτσιμπήδα

Το 1949 μαζί με τον πατέρα μου, ταξιδέψαμε για την Μπαρμπάσαινα. Είχε να πάει 40 χρόνια. Οι συγχωριανοί μάθαν τον ερχομό του, συμμαθητές του και φίλοι μαζεύτηκαν συγκινημένοι. Στο λιθόστρωτο της αυλής του σπιτιού, φιλήθηκαν αγκαλιασμένοι.

Το 1969 την Άνοιξη, κατηφόρησα ξανά για την Μπαρμπάσαινα. Το σπίτι δεν υπήρχε πια. Είχε πέσει απ’ τους σεισμούς του 1964. Είχαν όλα αλλάξει. Μια γωνιά του έμεινε μόνο, ένα χαμηλό παράθυρο, μια πλάκα από μπετόν, να το σκεπάζει.

Το 1989 είκοσι χρόνια αργότερα ξαναγύρισα στην Μπαρμπάσαινα, για ένα «μνημόσυνο» στον πατέρα. Γνωρίστηκα με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, τον Ανέστη Μιχόπουλο.

Μαγνητοφώνησα τη συζήτησή μας.

«Το σπίτι τόχε αγοράσει το 1919 και το 1920 εγκατασταθήκανε.

Μεταφέρω εδώ, όσα μου είπε ακριβώς:

– «Το σπίτι αυτό, τόχε φτιάσει ο γερο-Νικολός Τριτσιμπίδας το 1850-1860. Ήταν το πρώτο σπίτι, που φτιάχτηκε ψηλό στην Μπαρμπάσαινα και ένα που είναι το 4ο Γυμνάσιο. Ως μόνιμος κληρονόμος του σπιτιού είχε μείνει ένας απόγονός του Ιωάννης Τριτσιμπίδας (ο αδελφός του πατέρα μου) ο οποίος το πούλησε προ του 1910 κι έφυγε για την Αθήνα, σ’ ένα Δερβιτσιώτη Αθανάσιο, ιατρό. Κατόπιν το πήρε ο πατέρας μου Μιχόπουλος Χαράλαμπος, από τη χήρα του Δερβιτσιώτη. Έκτοτε έμενε στο σπίτι μέχρι σήμερα. Έγινε ο μεγάλος σεισμός του ’64, μας υποχρέωσε να κατέβουμε κάτω. Ήτανε πολύ παλαιό σπίτι, μήτε ο σεισμός ο μεγάλος δεν το πείραξε. Τί πέσανε;

Χάμω κάτι από τη μια γωνιά. Ήτανε δεμένο ανατολικά και νότια με σίδερα. Είχε ένα μπαλκόνι προς το Δυτικό μέρος. Έκανα τη μεγάλη κουταμάρα. Έπρεπε να το φτιάξει απάνω. Έκτοτε είναι, όπως είναι. Τα τείχη είναι τόσο γερά.

Το σπίτι ήταν Σχολή Θηλέων. Ήταν θεόρατο 16 μέτρα μάκρος, χώρια η κουζίνα η μεγάλη. Είχε τρία δωμάτια και κουζίνα και το σχολείο επάνω και κάτω νταβανωμένο. Το συγυρίσαμε και κάτσαμε στα δωμάτια κάτω».

Και πριν τελειώσουμε, ο λόγος για την Μαριωρή:

«Όχι, δεν την πήρε την Μαριωρή, να δεις τι έγινε. Η Μαριωρή πήρε τον τσοπάνο του πατέρα της. Τότε κλεβόντουσαν. Αυτόν που την έκλεψε, τον φέρανε στον Πύργο, φυλακή. Η Μαριωρή, ήρθε εδώ και λέει:

«Μου δείχνετε το σπίτι του Τριτσιμπίδα;» Τότες δεν ήτανε δρόμος. Συγκινήθηκε, επήγε, εγύρισε και πέθανε. Το τραγούδι έχει μείνει. Το ξέρω. Εξακολουθεί και τραγουδιέται το ίδιο. Το κτήμα τόχει από τότε ο Τάσης ο Τριτσιμπίδας, από κείνα τα χρόνια, τόχουν οι Τριτσιμπιδέοι…».
Για τους σεισμούς μου λέει: «απ’ τη δεξιά πτέρυγα, που στέγαζε το Δημοτικό σχολειό, μόλις λίγες πέτρες είχαν πέσει».
Επωφελήθηκαν το γεγονός να ρίξουν κι άλλα να πετύχουν την κατεδάφισή του και να πάρουν δάνειο. Φτιάξανε καινούργιο, αυτό πούχουν τώρα, ισόγειο με ταράτσα, δύο δωμάτια στην αυλή του παλιού αρχοντικού…

 

Ο Σουλεϋμάνης και το τραγούδι του Τριτσιμπίδα ως σήμερα
Η μελλοποίηση του τραγουδιού έγινε από τον ονομαστό κλαριτζή της εποχής, τον Σουλεϋμάν ή Σουλεϋμάνη. Με τη μελωδία του, τόκανε γνωστό, όχι μόνο στην Ηλεία, αλλά και στη Ρούμελη και σ’ όλη την Ελλάδα. Ο Νικόλαος Σουλεϋμάνης γεννήθηκε στο Λασκοβίκι στης Αλβανίας το 1848. Έζησε ως το 1921 και ήταν το μοναδικό κλαρίνο, «πρωτεύον όργανον της κομπανίας», όπως λέγανε. Έπαιζε βιολί, λαούτο, κλαρίνο, κιθάρα και σαντούρι. Είχαν με τον Κώστα τον Μόσχο, άξιους μαθητές, συνεχιστές της κομπανίας.

Η απήχηση του τραγουδιού
Στο βιβλίο του Κώστα Μπαρούτα «Η Μουσική ζωή στην Αθήνα του 19ου αιώνα», έκδοση 1992, στη σελ. 79 σημείωση 110. «Στη στήλη “θεάματα” η Ν. Εφημερίς της 30-8-1892 διαβάζουμε: «”Σταθμός Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραίως” Σαντούρι, βιολί, λαγούτο και σαντούρι. Ανατολική Μουσική. Αοιδός Σμυρναία καλλικέλαδη. Ο «Τριτσιμπίδας», το νέο τραγούδι χαλάει κόσμο». Πιο κάτω

«Καφενείον Μεταξά (Στυλοι Ολυμπίου Διός) Σαντούρι και βιολί Αμάν – Αμάν. Κι εδώ  ο «Τριτσιμπίδας».

Σύμφωνα με πληροφορίες του Γεωργίου Παπαδάκη συλλέκτη δίσκων φωνογράφου, το τραγούδι του Τριτσιμπίδα έχει 3 εκδόσεις γραμμοφώνου.
Η πρώτη το 1952 με τον Ρούκουνα και τον Αναστόπουλο, κλαρίνο.
Η δεύτερη το 1953 με τον Παπασιδέρη. Παίζει ο Κοκοντίνος. Είναι 78 στροφών.
Η τρίτη το 1960 του Δημοσθένη Βλαχοβαγγέλη. Είναι 33 στροφών. Επανέκδοση της Εταιρείας Μαργκώ.
Η παλαιότερη ηχογράφηση γραμμοφώνου είναι η Έκδοση της Αμερικής το 1918.
Στο πρόγραμμα των ηχογραφήσεων, που κυκλοφόρησε στην Αμερική, διαβάζουμε πως η Matika Papagika, σοπράνο, τον Δεκέμβρη 4-1918, τραγουδούσε σε δίσκο με αριθμό 85346-i τον Tritsimpidas – tsamico.
Υπάρχουν δίσκοι 45 στροφών και κασέτες ως σήμερα με την ονομασία «ο Τριτσιμπίδας ή η Μαριωρή παντρεύεται».

Επίλογος
Ένα κομμάτι ξύλο έχω φυλαγμένο στο συρτάρι μου. Ένα κομμάτι απ’ την ξώπορτα του σπιτιού του Τριτσιμπίδα στην Μπαρμπάσαινα.
Ξεβαμμένο απ’ τη βροχή, φαγωμένο απ’ τον άνεμο γερασμένο απ’ τα χρόνια. Ο καημός του προπάππου μου, του Νικολού Τριτσιμπίδα γίνηκε τραγούδι, για ένα γάμο, που δεν έγινε. Για μια αγάπη, που έκαιγε ως τα γεράματα στα σωθικά του. Ένα τραγούδι, που το θυμούνται και το τραγουδούν ως σήμερα, γέροι, νέοι, παιδιά.
Ένα τραγούδι που πέρασε στην ιστορία της Μπαρμπάσαινας.
Ζωντανεύει σε γάμους, χαρές και πανηγύρια. Συγκινεί την ψυχή του λαού μας, κι αποτελεί ευλογημένη προσφορά της Λαϊκής μας Παράδοσης.

 

Βιβλιογραφία

1. Γεωργίου Χρυσανθακόπουλου, «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Έκδοση 1950.

2. Νικ. Γ. Μπενάκη, «Ο Τριτσιμπίδας και η Μαριωρή». Το ωραιότερον ειδυλλιακόν ανάγνωσμα, Εν Αθήναις 1908.

3. Κώστα Μπαρούτα. Η Μουσική Ζωή στην Αθήνα του 19ου αιώνα.

4. Αριστείδη Τριτσιμπίδα, Ιδιόχειρο χειρόγραφο του 1965.

5. Νίκου Αναστόπουλου -εκπαιδευτικού, «Ιστορικές σελίδες», Η Μπαρμπάσαινα και η ιστορία θρύλος της Μαριωρής του Τριτσιμπίδα.

6. Ρ. Λιάσκου: Πινελιές 1973. «Έβγα ψηλά στα διάσελα».

7. «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Έκδοσις της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεωρήσεως «Ήλιος» Τόμος 17ος, σελ. 847 Αθήνα. 2 άρθρα του Ποιητή και Δημοσιογράφου Π. Σπάλα.

8. Περιοδικό Σφαίρα αρ. 25 (15 Απριλίου).

9. Περιοδικό «Ασπίς Άργους» 12-7-1953.

10. Οργανισμός Τουριστικών εκδόσεων Ο.Ε. Τουριστικός οδηγός για την Ελλάδα, Αθήναι.

 

Έρευνα – Μελέτη: Ρούλα Λιάσκου

από τις “Συλλογές”

 

(2598)