Ας µη νοµίσουµε ότι, επειδή, από το 2016 και πηγαίνοντας πίσω µέχρι το τέλος του 1800, µεσολαβούν 216 χρόνια, έχει και µεγάλη διαφορά η Τριπολιτσά του τότε µε το σήµερα αν βγάλεις έξω τις σύγχρονες ανέσεις “φως-τηλέφωνο-πλαστικό-αυτοκίνητο….”. Όχι· αν, µάλιστα, αντί για 210 χρόνια, πούµε 150 –ήτοι µέχρι το 1950- τα πράγµατα είναι σχεδόν ίδια, αφού σε µουρχούτα έτρωγε ο Κολοκοτρώνης, σε µουρχούτα τρώγαµε, κι εµείς, το 1950· σε µουρχούτα πάνω σε στρογγυλό σοφρά µόλις 20 εκ. πάνω από το δάπεδο!

Ανάµεσα στις ασθένειες που εκείνα τα χρόνια –περί το 1800… νωρίτερα και µετά…– µάστιζαν την Τριπολιτσά, δυστυχώς, ήταν και αυτή που παρουσιάζει το σχετικό, σήµερα, µε τη µεγάλη τηλεθέαση αυτό τον καιρό, σήριαλ, δηλαδή η Λέπρα! Πρωτοπόροι, τότε, οι Τριπολιτσιώτες, είναι αυτοί που, σ’ αντιδιαστολή µε την περιρρέουσα αρνητική άποψη, δεν πίστευαν πως η Λέπρα ήταν µεταδοτική ασθένεια! Ούτε αηδίαζαν µε τον λεπρό αλλ’ ούτε ένιωθαν αποστροφή γι’ αυτόν! Οι ασθενείς, από λέπρα, συνέχιζαν να διαµένουν στο σπίτι και δεν τους “εξόριζαν” σ’ ερηµικές τοποθεσίες τύπου “Σπιναλόγγα”…! Οι Τριπολιτσιώτες, πίστευαν πως, ο Λεπρός συγγενής τους, είχε δεχθεί µάγια και γι’ αυτό και κατάντησε έτσι! Πίστευαν, πως µόνο µε τη συνουσία µπορούσε να µεταδοθεί η Λέπρα αν και ποιος είχε την όρεξη να συνουσιασθεί µ’ έναν λεπρό µε τα γνωστά εξωτερικά αποκρουστικά συµπτώµατα αλλά και µε τη δυσώδη αναπνοή του! Αυτό το πρωτοποριακό γεγονός των Τριπολιτσιωτών, της µη παραδοχής, της µεταδοτικότητας της Λέπρας, συµβαίνει την ίδια χρονική περίοδο που, στην Κρήτη, πίστευαν στην “εξορία” των Λεπρών! Λίγα άτοµα υπόφεραν, από Λέπρα, στην Τριπολιτσά, και τούτο, απ’ ό,τι επιστεύετο, οφειλόταν στην ανυπαρξία κυπρίνων στο διαιτολόγιό τους· κυπρίνων που ζούσαν σε λίµνες της λοιπής Αρκαδίας και στη Στυµφαλία και των οποίων, το κρέας, ευνοούσε τη Λέπρα, ως πολύ λιπαρό!

Μια άλλη ασθένεια –ευτυχώς µ’ ελάχιστα άτοµα να πάσχουν στην τότε Τριπολιτσά κι αυτά φερτά από ελώδη µέρη ή και από µέρη κοντά στον Αλφειό ή το Λάδωνα ή κοντά σε λίµνες (κατά Πουκεβίλ) – ήταν η Ελεφαντίαση και, µάλιστα, της αριστερής κνήµης! Ευτυχώς, δεν ήταν σοβαρής µορφής…

Όµως, µπροστά στη Λέπρα και την Ελεφαντίαση, η Σύφιλη δεν ήταν τίποτα µπροστά τους… Όπως µέχρι των ηµερών µας (1960-70) έτσι και τότε, τη σύφιλη, την αντιµετώπιζαν µε γιατροσόφια “πρακτικών γιατρών” των, σκωπτικά, επονοµαζόµενων, τσαρλατάνων… Συνήθως, τη Σύφιλη, καθ’ υπόδειξη των τσαρλατάνων, προσπαθούσαν να τη θεραπεύσουν µε συνδυασµό σιροπιού, κολοκύθας και όπιου!

Άλλες ασθένειες ήταν η Βλογιά και ακόµη η Επιληψία, η Υστερία, η Τρέλλα.

Οι Γιατροί που συναντούσες στην Τριπολιτσά, ήταν από Αρµένιοι µέχρι Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι….. νέοι ή γέροι. Ήταν ντυµένοι όπως στα δικά µας χρόνια –Μεσοπόλεµο και µετά…- δηλ. φορούσαν καλά ρούχα -ευρωπαϊκά… τα λεγόµενα φράγκικα- και, απαραιτήτως, ρεπούµπλικα! Είχαν ενστερνισθεί το “όπως σε βλέπει ο άλλος σε περνάει” και για να περάσεις ως γιατρός, έπρεπε να φορείς καπέλο! Κυρίως, όµως, στην Τριπολιτσά -της πριν και µετά εποχής του 1800- είχαµε Ιταλούς γιατρούς, τους λεγόµενους Καλογιατρούς! Όπως και σήµερα που, οι Γιατροί, κερδίζουν πολλά χρήµατα, έτσι και τότε, το ίδιο συνέβαινε… Ο Καλογιατρός ήταν και φαρµακοποιός· προπάντων φαρµακοποιός ή και “φαρµακοτρίφτης” δηλ. πρακτικός φαρµακοποιός που µε τα, παντός είδους, µαντζούνια του που έφτιαχνε και χορηγούσε, ως φάρµακα, καθιερωνόταν! Ο Ιταλός γιατρός στην Τριπολιτσά, ήτανε και “ο Πρώτος”! Εµφανιζότανε κάποιο πρωινό στην αγορά της πόλης –σηµερινή πλ. Κεντρική µε τα πέριξ αµπατζίδικα στενοσόκακα…- ντυµένος καθωσπρέπει κι έχοντας δίπλα του και σε δυο βήµατα πιο πίσω, τον διερµηνέα του που, συγχρόνως, ήταν και υπηρέτης, ντελάλης, ακόλουθος… µα περισσότερο ήτανε κλακαδόρος…. λέγοντας κάποια ψέµατα για τις σπουδές και τις ικανότητες τού περί ου ο λόγος, γιατρού… Κυρίως, αυτούς τους γιατρούς εµπιστεύονταν και καλοπλήρωναν οι Τούρκοι… Ήτανε ένα ανεύθυνο,  τότε, επάγγελµα διότι, και να πέθαινε ο ασθενής, οι συγγενείς του το απέδιδαν στο “το ‘γραφε η µοίρα”!

Αυτού του είδους, οι Γιατροί, έλεγαν ψέµατα “περί σπουδών” ότι δήθεν είχαν σπουδάσει στην Ιταλία ή στη Ζάκυνθο ή στην Κέρκυρα… Ήτανε αγύρτες. Οι  προαναφερόµενοι υπηρέτες τους, µαθαίνοντας «την τέχνη του γιατρού” κοντά τους για κάποιο καιρό, µια ωραία πρωία αποσκιρτούσαν       και αυτοπροβάλλονταν ως γιατροί! Είχαν τιµολόγιο… για την κάθε ασθένεια· όµως, εδώ, γινότανε αθέµιτος ανταγωνισµός αφού, για την ίδια ασθένεια, ο ένας γιατρός έπαιρνε 30 πιάστρα κι ο άλλος 5!

Ο υποτιθέµενος πρώτος Καλογιατρός της Τριπολιτσάς ήταν Έλληνας! Μάλιστα, θα τον φαντασθούµε σαν τον µακαρίτη, το Θάνο -χοντρός- ο οποίος, Θάνος, στο Παζάρι -Επάνω αγορά-, πουλούσε και τι δεν πουλούσε αφού ήτανε ένα κινητό περίπτερο! Έτσι, κι ο Έλληνας Καλογιατρός της Τριπολιτσάς, πουλούσε, στο Παζάρι -Κεντρική πλ….- καπνό! Η αλήθεια είναι, ότι ευρισκόµενος στο Μονπελιέ της Γαλλίας εκεί ήταν µάγειρας· εδώ, λοιπόν, για να γιατρεύει τους πόνους έδινε φυλαχτά ή λάδι από ευχέλαιο της εκκλησίας!

Γενικά, οι Καλογιατροί της Τριπολιτσάς έδιναν φάρµακα που, το βασικό συστατικό τους, ήταν η ζαλάπα -καθαρτικό φάρµακο Μεξικού! Ακόµη, έκαναν «µαντζούνια” µε µέλι, αλάτι, ρετσίνι… Ήταν πολύ κοµπορρήµονες όπως π.χ. ότι έκαναν αφαίµαξη χωρίς να ταλαιπωρείται ο ασθενής ή ότι βγάζουν δόντια, όχι µε τανάλια, αλλά µε τη µύτη σουγιά! Όπως και σήµερα, έτσι και τότε, υπήρχε ανταγωνισµός, µίσος µεταξύ τους, δυσφήµηση…! Όµως, ενώ στο Παζάρι ή στο πανδοχείο που δέχονταν επισκέψεις –συνήθως πήγαιναν στα σπίτια– συµπεριφέρονταν «περί πολλού”…, όταν έφθαναν µπροστά σ’ επιφανείς Τούρκους, προσκυνούσαν… για να λάβουν και παχυλή επίσκεψη…

Γνωρίζοντες κάποιοι Τριπολιτσιώτες την αγυρτοσύνη όλων αυτών πρόβαιναν µόνοι τους στη θεραπεία µε πρακτικής φύσεως φάρµακα, µείγµατα και χηµικές ενώσεις -κάτι που γίνεται ακόµη και σήµερα- που είχαν µάθει από τους προγόνους τους: π.χ. για να θεραπεύσουν τη Βλογιά –υπήρχε εµβόλιο στην Ευρώπη όµως, το 1800, δεν είχε φτάσει στην Τριπολιτσά- παρασκεύαζαν ένα σιρόπι µε την εξής αναλογία: καβουρντισµένο καφέ αξίας 6 δρχ. που τον έκοβαν –τον άλεθαν– στον χάλκινο µύλο µε δυο ουγγιές χυµό λεµονιού και τρεις ουγγιές νερό! Έπρεπε να καταπωθεί, από τον ασθενή, νηστικός καθ’ ον χρόνο δεν είχε πυρετό! Μάλιστα, αυτό το σιρόπι ήταν ένα διαδεδοµένο φάρµακο και γι’ άλλες ασθένειες….

Την Επιληψία, την Υστερία και την Τρέλα, δεν την  αντιµετώπιζαν µε φάρµακα αλλά µε ξόρκια! Ειδικά, τους Επιληπτικούς τους έκλειναν στον Ι.Ν. των Ταξιαρχών –ναό των Αγγέλων όπως αποκαλούσαν το Ναό τότε– επειδή πίστευαν πως, οι Παµµέγιστοι Ταξιάρχες, “είχαν ειδικότητα” στη θεραπεία των Επιληπτικών! Τους έκλειναν εκεί για µια ολόκληρη βραδιά δεµένους µε αλυσίδες!

Πολύ καλοί χειρουργοί Γιατροί στην Τριπολιτσά, για την εποχή, ήταν κάποιοι κατά καιρούς Αλβανοί που είχαν έλθει, πριν από χρόνια, από τη Β. Ήπειρο και τα βουνά της και είχαν εγκατασταθεί στην Τριπολιτσά υπηρετώντας στον Τουρκικό στρατό ή στο Σώµα των Αλβανών ή έχοντας θέση στο Σεράγι και οι οποίοι, νωρίτερα, είχαν πολεµήσει στα Αλβανικά και Ηπειρώτικα βουνά όπου, εκεί, έµαθαν γιατρεύοντας τις πληγές τους και τα κατάγµατά τους! Ήτανε χειροπράκτες και ως χειρουργικά εργαλεία χρησιµοποιούσαν ξυράφια για χειρουργικά µαχαίρια, µια µυτερή σιδερόβεργα για νυστέρι, µια τσιµπίδα σε σχήµα ράµφους κόρακα για ν’ αφαιρούν τ’ αποµεινάρια από τα σπασµένα κόκαλα, τσιµπίδα µε δακτύλιους ώστε να καθορίζουν το άνοιγµα… Γενικά, ήταν «εµπειροτέχνες της χειρουργικής” που χρησιµοποιούσαν εργαλεία δικής τους ευρεσιτεχνίας αλλά και τρόπους επίδεσης, νάρθηκες… κι αυτά δικής τους επινόησης… «Χαλκωµατάδες” τους αποκαλεί, ο Πουκεβίλ (Γάλλος γιατρός του Ναπολέοντα που έζησε στην Τριπολιτσά, ως αιχµάλωτος, για ένα 7µηνο), διότι χρησιµοποιούσαν λευκοσίδηρο, για νάρθηκες, αλλά και φλούδες δέντρου που, ενδιάµεσα οστού και νάρθηκα, το παραγέµιζαν µε µούσκλια ή µπαµπάκι…

Όµως, για την εποχή, πρέπει να ήταν «εξπέρ” στη χειρουργική επέµβαση της µη περισφιγµένης βουβωνοκήλης! Ας δούµε, πώς την εφάρµοσαν στο φίλο, του Πουκεβίλ, Φωβέλ, κατά δική του διήγηση:

Χειρουργήθηκα, έλεγε, από Αλβανούς χειρούργους στην Αθήνα, το Μάιο του 1798,για µια µη περισφιγµένη κήλη, η οποία µε ενοχλούσε επί εικοσιτέσσερα χρόνια. Έβγαινε σε µέγεθος αυγού κότας και γλιστρούσε µέσα στους όρχεις, προπάντων όταν ο καιρός ήταν κρύος, υγρός ή όταν φυσούσαν δυνατοί αέρηδες και η επίδεση που έκανα, δεν ήταν αρκετή για να τη συγκρατήσει.

Ακολουθώντας την πάγια µέθοδό τους, οι Αλβανοί χειρουργοί προχώρησαν στην εγχείριση σύµφωνα µε την πάρα κάτω διαδικασία: Με ξάπλωσαν επάνω σε µια σανίδα, µακρυά όσο το µπόι µου, και µε δέσανε σφιχτά, µε τα χέρια σταυρωµένα, και τον αριστερό αγκώνα να στηρίζεται στο δεξί χέρι, ενώ ο δεξιός στηριζόταν στο αριστερό, και µε τα πόδια τεντωµένα και ενωµένα. Έπειτα, µου κατέβασαν προς τα πίσω το κεφάλι, και ο χειρούργος, αφού κάθισε καβάλα επάνω µου, έκανε την τοµή µ’ ένα συνηθισµένο ξυράφι, από πάνω προς τα κάτω. Αφού η τοµή που έκανε ένα δάκτυλο πάνω από το βουβωνικό δακτύλιο, άνοιξε, ανέταξε τα έντερα. Μετά απ’ αυτό, οδήγησε µε το χέρι τον όρχι ακριβώς απέναντι από το δακτύλιο και τον έχωσε εκεί µέσα, µαζί µε τον σπερµατικό πόρο. Τράβηξε, έπειτα µε τα δάχτυλα τον κηλικό σάκο, προσέχοντας πάρα πολύ να γίνει καλά η ανάταξη των εντέρων. Σταθεροποίησε αυτό το σάκο µ’ ένα είδος διαβήτη που τον συγκρατούσε ένας δακτύλιος, για να µην υπάρχει φόβος να γλιστρήσει. Σε συνέχεια, έκανε από πάνω ένα σφιχτό δέσιµο µε κερωµένη κλωστή από λινάρι και άφησε να προεξέχουν οι δυο άκρες της κατά τρία δάχτυλα, για να υπάρχει η δυνατότητα να τον µετακινεί σε κάθε αλλαγή του τραύµατος, ή να τον βγάλει αν η διαπύηση τον είχε λύσει. Έκοψε έπειτα το σάκο κάτω από την απολίνωση, τα έβαλε όλα µέσα στο υπογάστριο συγκρατώντας τις άκρες της κλωστής, για την οποία µίλησα.

Εδώ τελείωσε η εγχείρηση. Με λύσανε και µε έβαλαν στο κρεβάτι µου, ξαπλωµένο ανάσκελα. Έπειτα µε έδεσαν, αφού σκούπισαν την πληγή, βάζοντας από πάνω µια κοµπρέσσα βουτηγµένη µέσα σε ασπράδι αυγού χτυπηµένο µε αλάτι, που τη συγκράτησαν µ’ έναν πάνινο επίδεσµο.

Ύστερα από µισή ώρα, έβγαλαν τον πρώτο επίδεσµο και ο χειρούργος έκανε γύρω από το τραύµα ένα στεφάνι µε λινάρι κι εκεί ακούµπησε τον κρόκο ενός αυγού. Τον άφησε σ’ αυτή τη θέση πολλές ώρες και ταυτόχρονα τον σκέπασε µε µια κοµπρέσσα από λινάρι βουτηγµένη σε ασπράδι αυγού, που το είχαν ραντίσει µε ζεστό κρασί. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο µε έδεσαν τρεις φορές. Την τρίτη ηµέρα η διαπύηση τακτοποιήθηκε χωρίς πυρετό. Την έκτη η κλωστή λύθηκε. Τότε έκαναν επίδεση µε ένα εµπυητικό υγρό που αποτελούνταν από κερί, λάδι και τερεβινθίνη. Τη δέκατη ηµέρα σηκώθηκα και τη δέκατη πέµπτη περπάτησα.

Αν είστε περίεργος, πρόσθεσε ο Φωβέλ στην αναφορά του, να µάθετε και τις µυστηριακές ενέργειες των Αλβανών, σας τις γράφω: Βάζουν, πίσω από το προσκέφαλο του αρρώστου, ένα δρεπάνι, κρεµούν από ένα σπάγγο, πάνω από το κεφάλι του, τον κηλικό σάκο που έκοψαν, αφού τον γεµίσουν µε βαµβάκι και µια σκελίδα σκόρδο. Βάζουν επίσης σκόρδο κάτω απ’ το προσκέφαλο, στα παράθυρα και σ’ όλες τις τρύπες του δωµατίου, εκτός από το τζάκι, όπου καίνε δυνατό λιβάνι. Είχαν φλοµώσει τόσο πολύ το δωµάτιό µου που κινδύνεψα να σκάσω. Όλοι όσοι βρίσκονται στο δωµάτιο, µένουν εκεί και δεν µπορούν να βγουν µε οποιαδήποτε δικαιολογία. Με την ανατολή του ήλιου, ανοίγουν τα πάντα –πόρτες και παράθυρα. Φροντίζουν να µην αφήνουν ποτέ µόνο τον άρρωστο, βάζοντας ακόµη κι ένα παιδί να ξενυχτάει κοντά του, τόσο φοβούνται µήπως ο ∆ιάβολος τους χαλάσει τη δουλειά τους, ακόµη και δέκα πέντε ηµέρες µετά την εγχείρηση.

Τον αγύρτη γιατρό έκαναν και οι µπαρµπέρηδες –δηλ. οι κουρείς…. Άλλωστε, µέχρι το 1960, δυο τρεις κουρείς της Τριπολιτσάς, είχαν σε µεγάλα γυάλινα βάζα µε νερό, βδέλλες! Τις έπαιρναν όσοι είχαν ανάγκη ν’ αφαιρέσουν «το σκοτωµένο αίµα” από χτυπήµατα! Τις εναπόθεταν επάνω στο δέρµα και αυτές, ως βεντούζες, κολλούσαν και το ρουφούσαν! Και τότε -περί το 1800- οι µπαρµπέρηδες παρίσταναν τον ψευτογιατρό! Κατείχαν την τέχνη της αφαίµαξης! Έδεναν το χέρι µε µεταξωτό κορδόνι κι έκλειναν τη φλέβα, στο άνοιγµα που έγινε, µε πολύ µπαµπάκι ενώ τύλιγαν το χέρι µε µεταξωτό µαντήλι! Οι ίδιοι, οι µπαρµπέρηδες, έκαναν και τον οδοντογιατρό! Είχαν µια τανάλια…

Όµως, οι γυναίκες γεννούσαν µόνες τους ή µε τη βοήθεια της µάνας ή άλλων συγγενισσών τους αλλά και της εµπειροµαµής… Σχεδόν ποτέ µε τη βοήθεια Μαιευτήρα διότι δεν ήθελαν να εµφανίσουν τ’ απόκρυφά τους και, κυρίως οι Τουρκάλες σε αντίθεση µε τις άλλες Ευρωπαίες…! Βέβαια, δεν έχαναν και τίποτα διότι οι ευκαιριακοί µαιευτήρες, στη Τριπολιτσά, ήταν άσχετοι!

Κάποιοι, απ’ αυτούς τους αγύρτες γιατρούς, ήταν επικίνδυνοι για το λαουτζίκο της Τριπολιτσάς -Έλληνες και Τούρκοι συζούσαν…- διότι, επειδή ήταν «γιατροί παρά τω πασά”… ο πασάς τους χρησιµοποιούσε για δόλιους σκοπούς… όπως να τιµωρήσει ή απαλλαγεί από τους «δυνατούς” αντιπάλους του! Εξυπηρετούσαν, µε άλλα λόγια, τα σατανικά σχέδια των Παλατιού!

Οι Γιατροί ήταν σεβαστοί, από τους Τούρκους, όταν, µάλιστα, µιλούσαν και τη γλώσσα τους… Είχαν την ελευθερία τους και το σεβασµό των Αξιωµατούχων… οι οποίοι για τους, πράγµατι, καλούς γιατρούς, εκφράζονταν µε το: «έχει τα λευκά χέρια του Μωυσή” δηλ. έχει θαυµατουργά χέρια που θεραπεύουν!

Όχι· δε διέθεταν ιατρεία οι κοµπογιαννίτες γιατροί της Τριπολιτσάς… αλλ’ επισκέπτονταν τον ασθενή «κατ’ οίκον” ενώ, όπως είπαµε, κάποιες φορές δέχονταν στην αυλή του κοιτώνα τους ή και εντός… Οι Ελληνίδες είχαν µια ελευθερία, από τους άντρες τους και τους γονείς τους, να επισκέπτονται τους γιατρούς ρωτώντας αν θα κάνουν παιδί ή µήπως είναι έγκυες ή αν θα πιάσουν παιδί ή για οτιδήποτε άλλο… κάτι που δεν έκαναν οι Τουρκάλες… Οι χανούµισσες του Σεραγιού της Τριπολιτσάς, αν αρρώσταιναν µόνο ο πασάς αποφάσιζε γι’ αυτές… Οπότε καλούσε τον γιατρό µέσα στο  Σαράι ο οποίος οδηγείτο στο “άβατο”… στους κοιτώνες του Χαρεµιού…! Οι Ελληνίδες και οι Τουρκάλες –οι Ελληνίδες περισσότερο- πίστευαν στο “κακό µάτι”…! Έτσι κι έλεγες «τι ωραίο µωρουδάκι είναι αυτό”, δεν έφευγες, αν δεν το ‘φτυνες µην το µατιάσεις… κάτι που, σε όλο του το µεγαλείο, επαναλαµβάνεται και σήµερα στην Τριπολιτσά του 2016!

Μια ασθένεια που καταλάµβανε κι ενοχλούσε τις Χανούµισσες του Παλατιού της Τριπολιτσάς ήταν η ζαλάδα που ένιωθαν όταν άνοιγαν τα παράθυρα του Σεραγιού κι οσφρήζονταν τη µυρωδιά της γαλατσίδας -είδος φυτού…- που ερχόταν από τον Άη-Ντίνη! Επηρεάζονταν οι χανούµισσες, ζαλίζονταν, νευρίαζαν… σε σηµείο που, ο πασάς, κάποια µέρα του κατακαλόκαιρου, ξεσήκωσε τους Τριπολιτσιώτες δίνοντας διαταγή… «σηκωθείτε και ανεβείτε στο βουνό και ξεριζώστε τη γαλατσίδα”!

Οι Τριπολιτσιώτες, αν και είχαν κάθε σπίτι και πηγάδι, δεν έπιναν νερό πηγαδίσιο διότι ήταν, όχι καλής ποιότητας, καθότι επιφανειακό… Όµως, καθόλο το χειµώνα έπιναν το κατηφορίζον, από το Μαίναλο, νερό το οποίο και αποθήκευαν σε στέρνες µέσα στα σπίτια τους… Κάποτε, όµως, τέλος καλοκαιριού, σωνόταν οπότε έπιναν, αναγκαστικά, πηγαδίσιο µε τα γνωστά κοιλιακά νοσήµατα… Τυχεροί ήταν οι κάτοικοι της Τεγέας (Επισκοπής και Πιαλί) των οποίων το νερό ήταν “και το πρώτο”! Από εκεί πήγαιναν και έφερναν νερό, για τον Πασά…

Οι γέροι υπόφεραν, όχι σε µεγάλο βαθµό, από αρθριτικά επειδή έτρωγαν διάφορα παρασκευάσµατα µ’ αλεύρι, κάστανα…ενώ, τα παιδιά, δεν υπόφεραν από αδενοπάθεια…

Το κρυολόγηµα, το συνάχι, ο βήχας… και τότε υπήρχαν. Η Τεγέα ήταν ό,τι έπρεπε για να µην αδιαθετήσει κάποιος από κρυολόγηµα αφού, απ’ ό,τι πίστευαν, είχε το πιο υγιεινό κλίµα στο Μωριά!

Στην Τριπολιτσά, δεν είχαµε υδροκήλες και οιδήµατα όρχεων, όπως στη Λακωνία· ούτε αποπλήξεις όπως στη λεκάνη της Μεγαλόπολης…· ούτε υδροκέφαλα νήπια… µα ούτε και έλκη… ∆εν είχαµε Πανώλη (Πανούκλα)…

Υ.Γ.: … Οι πληροφορίες, κατά βάση, ανήκουν  στον Πουκεβίλ… και όχι µόνο…

Α.ν.Γ.

 

(115)