Η γιαγιά Βασιλική γεννήθηκε στο τέλος του ’19, στα Λαγκάδια της Αρκαδίας. Ήταν η τελευταία απ’ τα αδέλφια της. Ο πατέρας της πρόλαβε να κάνει και να αγκαλιάσει πέντε παιδιά. Μετά ήρθε ο πόλεμος της Μικρασίας. Όταν έσπασε το μέτωπο ξέμεινε πίσω και τον κράτησαν όμηρο. Προσπάθησε να κουβαλήσει ένα συγχωριανό του τραυματία και τον πρόλαβε ο εχθρός, είπαν άλλοι στρατιώτες απ’ τη μονάδα του. Μήτε που έμαθαν ποτέ κάτι.

Η Βασιλική παντρεύτηκε στα δεκαέξι της. Στα είκοσί της ήδη με τρία μωρά στην αγκαλιά ξενιτεύτηκαν στον Καναδά. Κι ας μη το ήθελε. Γονατιστή τον παρακάλαγε τον αφέντη της, τον Γιάννο της να αναβάλουν το φευγιό.

Δουλέψανε σκληρά στον Καναδά. Αποκτήσαν υπάρχοντα. Αυτή γεννοβολούσε συνέχεια. Στα οκτώ σταμάτησε γιατί δεν ήθελε άλλα ο θεός, όπως έλεγε η ίδια. Όσο το βιος μεγάλωνε τόσο πιο συχνά ο άντρας της τη ρώταγε. Κυρά Βάσω, καλά δεν έκανα και σας έφερα εδώ, είδες προκοπή που κάναμε; Ποτέ όμως δεν πήρε την απάντηση που ήθελε. Η Βασιλική κατέβαζε το κεφάλι και η σιωπή βασίλευε στο δωμάτιο. Ούτε μια φορά. Χαλάλιζε όλα τα πλούτη του κόσμου αρκεί να γύριζε στο χωριουδάκι της. Μόνο τότε τον στενοχωρούσε, όταν της έκανε τη συγκεκριμένη ερώτηση. Πάντα καλοσυνάτη απέναντί του, ναι Γιαννάκο μου έλεγε και ποτέ δεν του χάλαγε χατίρι. Και με τα χρόνια ο Γιάννος όλο και αραίωνε την ερώτηση. Είχε και τον ίδιο άλλωστε αρχίσει να τον βασανίζει η παντοτινή απώλεια της πατρίδας. Η νοσταλγία του χωριού του θέριευε και στη δική του ψυχή. Στα τραπεζώματα πάντα τραγουδάγανε. Ήταν και οι δυο τους καλλίφωνοι. Πιάνανε της τάβλας, τα κλέφτικα και οι μεγαλύτεροι νιώθανε ένα ρίγος να τους διαπερνά. «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα Λαγκάδια», τραγουδάγανε και όλοι οι παλιοί ένιωθαν την καρδιά τους, να σκιρτίζει και να χτυπά όπως τότε στα χρόνια της νιότης τους που έτρεχαν στις ραχούλες του Μαινάλου. Και στο τέλος, όταν η κυρά Βασιλική έπιανε της ξενιτιάς, τα λόγια σταματούσαν σε μικρούς και μεγάλους, «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο», ξεκίναγε το σκοπό και ο πόνος και το μεράκι που ‘βγαζαν τα λόγια, τους τάραζε συθέμελα.

Τα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα, όσο γρήγορα έρχεται και φεύγει το μπουρίνι του καλοκαιριού. Τα παιδιά τους σκορπίσανε σε όλες τις γωνιές τις Αμερικής. Στο Τορόντο τους έμεινε μόνο μια κόρη. Οι μαζώξεις αραίωσαν και τελικά σταμάτησαν. Άλλωστε, εκτός ότι η οικογένεια διαλύθηκε και οι παλιοί άρχισαν από ένας ένας να φεύγουν, η Ελληνική γλώσσα άρχισε να χάνεται απ’ την επόμενη γενιά. Παιδιά και εγγόνια μέσα στον κυκεώνα των ξένων μεγαλουπόλεων, αφομοιώθηκαν καθολικά και παντοτινά.

Ο κυρ Γιάννος μας, αρρώστησε βαριά και είχε δίπλα του τη Λαγκαδιανή του για να τον φροντίζει. Και τον πρόσεξε σαν μικρό παιδί. Μονάχη της, χωρίς την βοήθεια των παιδιών τους που δεν μπορούσαν από ό,τι φαίνεται να βοηθήσουν. Και τους τελευταίους μήνες το ερώτημα που έβαζε στην κυρά του άλλαξε. Κυρά μήπως κάναμε λάθος που ήρθαμε εδώ; Και την τελευταία του ημέρα το ερώτημά του μετατράπηκε σε κατάφαση. Κυρά της είπε. Έκανα λάθος που σας έφερα εδώ. Πού είναι η πατρίδα; Πού είναι το Μαίναλο με τα λουλουδάκια του και τα κρύα τα νερά του; Θυμάσαι τις πέτρινες βρύσες στην απάνω γειτονιά που ‘πιάναν οι γέροι τα τραγούδια; Πού είναι τα παιδιά μας;  Μακριά μας πολύ. Καλά μου ‘λεγες να μείνουμε στον τόπο μας. Για όλους υπάρχει Θεός. Καλά μου ‘λεγες όταν ο μεγάλος ήταν στα 16ακόμη, να γυρίσουμε πίσω. Θέλω να μου φέρεις τα παιδιά. Θα φύγω. Θέλω να τα αγκαλιάσω. Και άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδάκι. Μετά έπεσε πάλι στον λήθαργο του πυρετού. Λίγες ώρες μετά παρέδωσε την ψυχούλα του στον Άγγελο.

Λίγα χρόνια ακόμα έζησε η κυρά Βάσω. Όταν πια άρχισε να δυσκολεύεται να εξυπηρετηθεί, τα παιδιά της, όσα την έβλεπαν πού και πού, αποφάσισαν να την βάλουνε σε γηροκομείο. Όπως λέει και η παροιμία μια μάνα ανασταίνει δέκα παιδιά και δέκα παιδιά δεν μπορούν να γηροκομήσουν μια μάνα. Στις 23 του Μάρτη του 2009 η γιαγιά Βασιλική άφησε τα εγκόσμια. Κηδεύτηκε τρεις μέρες αργότερα στα Λαγκάδια Αρκαδίας. Στο αγαπημένο της χωριό. Στα χώματα που γεννήθηκε και έγινε κορίτσι 20 χρονών, εκεί θάφτηκε και το άψυχο κορμάκι της. Δίπλα της μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν τα οστά του Γιάννου της. Είχε προσθέσει ως απαραίτητο κανόνα για την εκτέλεση της διαθήκης της, τη μεταφορά τους στην Ελλάδα.

Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία της γιαγιάς Βασιλικής από τα Λαγκάδια. Που μας δείχνει τι πρέπει να νιώθει καθένας μας για την πατρίδα, από τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα της, ως τα βουνά και τα ποτάμια, τον ίδιο τον ουρανό και τους ανθρώπους της. Είτε βρίσκεται στα ξένα, είτε στη γη του.

Η ιστορία μας είναι πέρα για πέρα αληθινή. Μόνο τα ονόματα και τα τοπωνύμια είναι διαφορετικά. Αμέτρητοι Έλληνες μετανάστες πρώτης γενιάς, έχοντας ως τελευταία επιθυμία να ξαναβρεθούν στην πατρώα γη, ζήτησαν και θάφτηκαν στα χώματα της Ελλάδας μας.

Πολλοί καλοθελητές από το χώρο της τηλεόρασης και της «τέχνης», και άλλοι που δηλώνουν πνευματικοί άνθρωποι με πολλά πτυχία και περγαμηνές, επηρεάζουν αρνητικά τους νέους, απαξιώνοντας τον τόπο και εξυψώνοντας τις κοινωνίες των άλλων κρατών.

Σαν άλλες «Σειρήνες», έχουν δημιουργήσει ένα καινούργιο κύμα μετανάστευσης στερώντας την πατρίδα μας από τα παιδιά της. Απαξιώνουν τον τόπο μας και ωραιοποιούν τις δυτικές κοινωνίες των απρόσωπων μεγαλουπόλεων, της βίας, και της ανωνυμίας. Τις κοινωνίες όπου κάθε άνθρωπος είναι ένα απλό νούμερο, ένα απλό γρανάζι του παγκοσμιοποιημένου τρόπου ζωής. Τις κοινωνίες που καταστρέφουν και αφανίζουν τον αμέτρητο πλούτο που περικλείουν οι λέξεις παράδοση και πατρίδα.

Εκεί, όπου με το πρόσχημα ενός καλύτερου μισθού (με χρήματα κλεμμένα ουσιαστικά από την πατρίδα μας – βλέπε siemens και άλλα πολλά) αναγκάζουν τα Ελληνόπουλα να ζήσουν και να εργαστούν σε ξένη γη μακριά από οικεία και αγαπημένα πρόσωπα. Όλοι αυτοί λοιπόν, που τους αρέσει τόσο πολύ η δυτική Ευρώπη, γιατί δεν πάνε και οι ίδιοι να ζήσουν εκεί και να μας αφήσουν στην ησυχία μας; Άντε στο καλό, όλοι εσείς που ορέγεστε και επιδιώκετε τη λιποταξία, αντί τον αγώνα να αλλάξετε τα άσχημα που όντως υπάρχουν και δυστυχώς είναι πολλά στον τόπο μας. Συμφωνώ, πως τα προβλήματα σε τοπικό και πανελλήνιο επίπεδο είναι αμέτρητα, αλλά δεν είναι λύση η φυγή.

Και εσείς νέα παιδιά μην παρασύρεστε. Μείνετε στην πατρίδα σας και αγωνιστείτε για το καλύτερο. Κάντε την επανάσταση σας, ζητήστε και απαιτείστε αυτό που δικαιούστε. Μα να ξέρετε ότι το μεγαλύτερο δικαίωμα σας, και το οποίο δεν μπορεί να σας το στερήσει κανείς, είναι να εργαστείτε και να κάνετε οικογένεια στην πατρίδα σας. Εάν κάποιοι σάς δελεάσουν με πλαστές υποσχέσεις θυμηθείτε τη γιαγιά Βασιλική, θυμηθείτε μια Ελληνίδα γιαγιά στο Τορόντο που έκανε περιουσία μεγάλη και προκοπή, αλλά για εξήντα και πλέον χρόνια ο νους και η καρδιά της βρισκότανε στην πατρίδα της. Τότε ευθύς, θα κατανοήσετε την αλήθεια.

Και εσείς γονείς μην παρασύρεστε και συναινείτε σε αυτό τον παράλογο ανταγωνισμό απόκτησης άχρηστων τις περισσότερες φορές μεταπτυχιακών και διδακτορικών.

Ακόμη και αυτή η προσμονή για ευκολότερο διορισμό στο δημόσιο στις μέρες μας πια δεν ευσταθεί, αφού λόγω των οικονομικών δυσκολιών ο αριθμός των προσλήψεων θα μειωθεί δραματικά.

Χωρίς καταπίεση και βία, αλλά με διάλογο και κατανόηση δείξτε στα παιδιά σας το σωστό δρόμο. Μην ξεχνάτε πως μεγάλο ποσοστό των παιδιών μένουν στη χώρα που τους φιλοξενεί, γιατί απλά συνηθίζουν και προσαρμόζονται στις εκεί συνθήκες. Είστε όμως, έτοιμοι να αντιμετωπίσετε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

 Γρ. Δ. Κουταλίδης
(από την “Ενημέρωση”)

(187)