Tου φίλου μου, αείμνηστου, Λαογράφου, ΗΛΙΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ… από το Παρίσι, όπου ζούσε “αυτοεξόριστος”… Είχαμε, σχεδόν, άπαξ του μηνός ή του διμήνου… τηλεφωνική πρωινή επικοινωνία… Το κατωτέρω, το είδα, προ 15ετίας, στην Κυριακάτικη “Ελευθεροτυπία”· μου άρεσε και του το ζήτησα… Ν.Γ.

Ο άνθρωπος ανέκαθεν χρησιμοποιούσε τη σωματική του δύναμη για να μεταφέρει διάφορα πράγματα. Οι περισσότερες μεταφορές ήσανε ιδιωτικής φύσεως. Υπήρχαν, βεβαίως, και μεταφορείς εξ’ επαγγέλματος: οι χαμάληδες, οι βαστάζοι και όσοι έκαναν θελήματα στα λιμάνια και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στα παζάρια. Εδώ δεν υπολογίζω αυτούς με τα καροτσάκια.
Η χαμαλίκα ήταν ένα αντικείμενο, ήταν το εργαλείο του χαμάλη. Η ζαλίκα, ήταν ένας απλούστατος τρόπος να φορτώνεσαι κάτι στην πλάτη. Τη χαμαλίκα τη συναντούσαμε στις μεγάλες πόλεις, ενώ η ζαλίκα ήταν παραδοσιακή μέθοδος των χωρικών. Η λέξη χαμαλίκα είναι νεοελληνική, προερχόμενη ίσως από τη λέξη χαμαλίκι, ίσως από τη λέξη χαμάλης (συν κατάληξη –ίκι). Η τούρκικη λέξη hamal δεν είναι παρά μια κάπως απλοποιημένη μορφή της ταυτόσημης αραβικής λέξης hammal (haml =φορτίο). Η λέξη χαμάλης συνοδεύεται από μερικά παράγωγα. Ο Πέτρος Βλαστός κατέγραψε τις λέξεις: χαμάλης (σαν βρισιά), χαμαλίκι, χαμαλιάτικα (ήτοι, τα αχθοφορικά, που τα αποτελεί και κουβαλιάτικα) και χαμαλίτικος. Ο Βλαστός αγνόησε τη λέξη χαμαλίκα. Ο Ανδριώτης παρέχει τις λέξεις: χαμάλης, χαμαλιάτικα, χαμαλίκι, χαμάλικος και χαμαλίκα (δίχως να την ερμηνεύει).

PETROPOULOS42
Ηλίας Πετρόπουλος

Είναι αυτονόητο πως ο Κουμανούδης δεν συμπεριέλαβε στο λεξικό του τη λέξη χαμάλης και τα παράγωγά της. Απλώς, μας δίνει τον ημικαθαρευουσιάνικο νεολογισμό χαμαλοειδής, του 1894. Ο Μπαμπινιώτης δανείστηκε όλα τα προαναφερθέντα παράγωγα της λέξης χαμάλης, προσθέτοντας και τη λέξη χαμαλοδουλειά. Ο Μπαμπινιώτης ανάγει τη λέξη χαμαλίκι στο ταυτόσημο τουρκικό hamallik, αλλά ας μην είναι τόσο βέβαιος, αφού υπάρχουν πλείστες όσες νεοελληνικές λέξεις με την τουρκογενή κατάληξη –ίκι, που αποδίδει στη γλώσσα μας μιαν από τις δυο παρόμοιες τουρκικές καταλήξεις. Ο Μπαμπινιώτης είναι κακός λεξικογράφος και κάκιστος λαογράφος. Γι’ αυτό περιγράφει πράγματα που αγνοεί, γιατί δεν τα είδε ποτέ του. Έτσι, στην περίπτωση της λέξης χαμαλίκα ισχυρίζεται πως πρόκειται για πάνινο επίστρωμα που στερέωνε στην πλάτη του ο αχθοφόρος. Ας μάθει, λοιπόν, ο Μπαμπινιώτης πως η χαμαλίκα ήτανε ένα είδος σαμάρι, φτιαγμένο με μπούρδες (ο κύριος καθηγητής δεν γνωρίζει ότι η λέξη μπούρδα σημαίνει και: παλιοτσούβαλο) και παραγεμισμένο με άχυρα και κάποτε με τζίβα Ο χαμάλης δεν στερέωνε (sic) τη χαμαλίκα στη ράχη του, αλλά την κρέμαγε χάρη σε δύο μεγάλα θηλύκια από όπου πέρναγε τα μπράτσα του. Στο Ύδρας Λεξιλόγιον (το Δεύτερον, 1999) του σεβαστού Γιαν. Α. Καραμήτσου, βρίσκω μια καλύτερη περιγραφή: Χαμαλίκα, ένα είδος μαξιλαριού με λουριά που πέρναγε στην πλάτη των μεταφορέων (χαμάληδων) για να μην πιάνονται και πονάνε.

Η λέξη χαμαλίκα δεν είναι ευθέως τουρκική. Οι διαβόητοι χαμάληδες της Πόλης αποκαλούσαν τη χαμαλίκα arkalis (από τη λέξη arka που σημαίνει: πλάτη, το πίσω μέρος, και, μεταφορικά, προστασία). Στην Παλιά Αθήνα οι μαλτέζοι χαμάληδες, που έστεκαν στην Αγία Ειρήνη, δεν είχανε χαμαλίκα. Παρομοίως, οι μανιάτες χαμάληδες της Καπνικαρέας, που χρησιμοποιούσαν ένα σχοινάκι για να συγκρατούν στη ράχη τους τα αντικείμενα που κουβαλάγανε. Οι χαμάληδες της Πόλης συγκροτούσαν ένα πανίσχυρο σινάφι, που διέθετε πάμπολλες διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο, με τους καπανταήδες. Οι χαμάληδες της Πόλης υπαγόρευαν τους όρους τους στους καραβοκύρηδες που ήθελαν να ξεφορτώσουν στα γρήγορα, για να αποφύγουν τις σταλίες (μην ψάξετε γι’ αυτή τη λέξη στο λεξικό του Μπαμπινιώτη). Το ξεφόρτωμα γινότανε υπό την καθοδήγηση του χαμάλ-μπασή, που έκανε και τα σχετικά παζαρέματα. Το ίδιο συνέβαινε και στην Παλιά Σαλονίκη, όπου το επάγγελμα του χαμάλη ήταν μονοπώλιο των εβραίων. Ο Παπαδιαμάντης (μέγας ρατσιστής) γράφει με λύσσα κατά των εβραίων χαμάληδων της Σαλονίκης, που αρνιόντουσαν να δουλέψουν το Σάββατο.

Οι χαμάληδες ήσανε ξακουστοί για τη σωματική τους δύναμη. Δυο χαμάληδες, με τη βοήθεια ενός κονταριού, μπορούσαν να σηκώνουν ένα βαρέλι, γεμάτο κρασί. Ένας δυνατός χαμάλης ανέβαζε μόνος του (αγκομαχώντας) ένα πιάνο με ουρά στο τέταρτο πάτωμα μιας πολυκατοικίας. Πριν πενήντα χρόνια ο δυνατότερος χαμάλης της Σαλονίκης είχε το παρατσούκλι Σταφίδας. Ο Σταφίδας έπαιρνε στην πλάτη του τρία τσουβάλια φαρίνα, ή έναν κορμό δέντρου που ζύγιζε μέχρι διακόσιες οκάδες. Σημειωτέον ότι οι χαμάληδες στο ξεφόρτωμα των καραβιών διατρέχανε ξυπόλητοι το μαδέρι που ένωνε το καΐκι με τον μόλο. Οι χαμάληδες έτρωγαν, στην καθισιά, ένα ζεστό καρβέλι μαζί με τηγανισμένες φέτες παλαμίδας, η μπακαλιάρου, που αγόραζαν από τους πλανόδιους μαγείρους των λιμανιών. Θα τονίσω, ιδιαιτέρως, ότι πάντοτε δεν υπήρξαν γύφτοι χαμάληδες.

Στο λεξικό του Girolano Germano (1622) βρίσκω τις λέξεις χαμάλης και βασταγάρης. Η γνωστή λέξη βαστάζος ανάγεται στο ρήμα βαστάζω. Στα πολύτιμα λεξικά του Sophocles και του Κριαρά είναι δημοσιευμένα αρκετά παράγωγα του βαστάζω. Η ασαφής και γελοία καθαρευουσιάνικη λέξη βασταζοφόρος (του 1894) διασώθηκε από τον Κουμανούδη. Ο Πέτρος Βλαστός κατέγραψε την λέξη βασταχτής, που όμως δηλώνει αυτόν που εμποδίζει, που συγκρατεί. Στις πρώην φραγκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδος χρησιμοποιούσαν, περισσότερο από τη λέξη χαμάλης, την ταυτόσημη λέξη φακίνος (ιταλικής αρχής) που επιζεί ως επώνυμο. Ανακαλύπτω τη λέξη φακίνος στο λεξικάκι του Σκιαδαρέση (1959), αλλά δεν τη βρίσκω στα λεξικά του Αραβαντινού, του Ανδριώτη, του Ζώη και του Μπαμπινιώτη. Η λέξη αχθοφόρος είναι ξαναζεσταμένη ελληνικούρα. Στα καροτσάκια της οδού Αθηνάς έβλεπες, πριν αρκετά χρόνια, την επιγραφή ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ. Από τότε έγινε γνωστή και η έκφραση καροτσάκι με ράδιο.

Τον παλιό καιρό τα βαπόρια δεν πλεύριζαν στους μόλους. Κι έτσι γινότανε ο λεγόμενος αχταρμάς. Η τούρκικη λέξη aktarma σημαίνει: διαμετακόμιση, διευθέτηση, εναλλαγή κτλ. Οι κουτσαβάκηδες δανείστηκαν τη λέξη και τη μέθοδο του αχταρμά (απατεωνίστικη κλοπή με αστραπιαία αντικατάσταση ενός αντικειμένου) από τους καπανταήδες της Πόλης. Ο Ζάχος στο σκατολεξικό του, δίνει μια λανθασμένη ερμηνεία του αχταρμά, ανακαλύπτοντας ταυτοχρόνως και την ανύπαρκτη λέξη ahtarma. Οι σημερινοί φλόροι δίνουν μιαν άλλη σημασία στη λέξη αχταρμάς. Εν πάση περιπτώσει, αποκαλούσαν αχταρμά είτε τη μεταφορά εμπορευμάτων από πλοίο, είτε την επιβίβαση των επιβατών σε βάρκες που τους μετέφεραν στην προκυμαία, μαζί με τις βαλίτσες και τα μπογαλάκια τους. Στην προκυμαία, τους περίμενε μια στρατιά από φτωχούς που έκαναν θελήματα. Ο κάθε ταξιδιώτης ναύλωνε έναν θεληματάρη για να του μεταφέρει τη βαλίτσα, λέγοντας ψευδέστατα ότι το σπίτι του είναι πολύ κοντά. Από δω ξεκινάει η έκφραση: θα πάει μακριά η βαλίτσα;

Ο Μπαμπινιώτης παρέχει στη λέξη θεληματάρης την τρέχουσα σημασία: αυτός που κάνει θελήματα. Εδώ τα πράγματα μπερδεύονται αρκετά. Ο Κουμανούδης ερμηνεύει τη λέξη θεληματίαι (του 1895): οι κάμνοντες θελήματα ως υπηρέται εις την αγοράν. Ωστόσο, ο ίδιος αναγράφει τη λέξη θεληματίας (1896) με τη σημασία: ο έχων ιδίαν θέλησιν. Δηλαδή, ο Κουμανούδης άλλοτε ανατρέχει στη λέξη θέλημα και άλλοτε στο ρήμα θέλω (εμμέσως). Γι αυτό αποδίδω μιαν ειδική σημασία στις σχετικές λέξεις που αναφέρει ο Πέτρος Βλαστός: Θεληματάρης (αφεντικό κτλ), θεληματάρος (εθελοντής), θεληματέβω (λέγω το ναι) και θεληματίζω (ορίζω κτλ). Ο Ανδριώτης αφήνει άνευ ερμηνείας τη λέξη θεληματάρης. Ο Γιάν. Α. Καραμήτσος μας διαβεβαιώνει πως στην Ύδρα αυτόν που έκανε θελήματα τον έλεγαν θεληματάρη, ή θεληματζή. Ο Καραμήτσος μας χαρίζει και μιαν απόκρυφη σημασία της λέξης θέλημα ( = σεξουαλική πράξη).

Ο Ανδριώτης κατέγραψε τις λέξεις ζαλίκι (φόρτωμα ανθρώπου) και ζαλικώνομαι, αλλά παρέλειψε τη λέξη ζαλίκα. Οι σχετικές ετυμολογίες που παρέχει ο Ανδριώτης είναι αρκούντως μπόσικες. Δεν ξέρουμε, μέχρι στιγμής, την ετυμολογία των λέξεων ζαλίκι και ζαλίκα, που ίσως είναι σλάβικες, η τούρκικης προέλευσης (λόγου χάρη από την παλιά τούρκικη λέξη selek = φορτίο). Ο Αραβαντινός δίνει την ερμηνεία της λέξης ζαλίκι: φορτίον ξύλων, όπερ δύναται εις άνθρωπος να φέρη επί των ώμων. Επίσης, ο Πέτρος Βλαστός μας εξηγεί ότι ζαλίκι λέγανε το φόρτωμα ενός ανθρώπου. Δηλαδή, το ζαλίκι ήτανε μια αγκαλιά κλαριά, ένα σακί καλαμπόκι κτλ. Ο Μπαμπινιώτης, παρασυρμένος από τον Αραβαντικό και τον Βλαστό (δίχως να τους αναφέρει), μας λέει πως η ζαλίκα είναι το φορτίο από ξύλα στους ώμους. Ο επιπόλαιος Μπαμπινιώτης δεν πρόσεξε ότι οι λέξεις ζαλίκα/ζαλίκι δεν είναι ταυτόσημες, και επίσης κατάλαβε ότι η λέξη ζαλίκα άλλοτε είναι ουσιαστικό (η ζαλίκα) και άλλοτε λειτουργεί ως επίρρημα (γι’ αυτό το λέμε: πήρα το τσουβάλι ζαλίκα, ή, το έκοψα στην πλάτη). Ο Βλαστός κατέγραψε και τις ελαφρώς διαφορετικές λέξεις ζαλίγκα (καβάλα στον ώμο) και ζαλιγκώνω (φορτώνω).

Η ζαλίκα, σαν τρόπο μεταφοράς, ήτανε απλούστατη. Έστρωναν κατάχαμα ένα σχοινί, σε σχήμα Π, και πάνω του τοποθετούσαν το πράμα, που ήθελαν να κουβαλήσουν π.χ. ένα τσουβαλάκι αλεύρι, ή λίγα κλαριά. Μετά περνάγανε τις δύο άκρες του σχοινιού από τον θύλακα του Π και έριχναν στην πλάτη το φορτίο. Το φορτίο δεν γλίστραγε στη ράχη, γιατί ο μεταφορέας κράταγε γερά τις δύο άκρες του σχοινιού. Τη ζαλίκα τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι γυναίκες.

Η ανθρωπότητα πρώτα ανακάλυψε τα λογής λογής σακούλια και μετά τις τσέπες. Οι πρωτόγονοι, όταν πήγαιναν στο κυνήγι, είχανε (και εξακολουθούν να έχουν) ένα σακουλάκι φτιαγμένο από χόρτα, ή από δέρμα, όπου έβαζαν μέσα διάφορες τροφές που έβρισκαν καθ’ οδόν, όπως σαλιγκάρια, σκουλήκια, ακρίδες, μανιτάρια. Οι χωριάτες μας χρησιμοποιούσαν τουρβάδες και ταγάρια και δισάκια. Όλοι μας ξέρουμε τους τουρβάδες και τα ταγάρια, που κάποτε είχανε γίνει της μόδας. Μιλάω για τα δήθεν ελληνικά ταγάρια (made in Japan) που κοτσάρανε στον ώμο οι τσαπερδόνες της χώρας μας. Εδώ θα αναφέρω και την ακατάγραφη λέξη ταγαρτζής. Ταγαρτζής δεν ήταν εκείνος που φτιάχνει, ή έχει, ταγάρια. Το 1941-1942 οι μάγκες της Θεσσαλονίκης αποκαλούσαν ταγαρτζήδες εκείνα τα τσακάλια (η λέξη αυτή δεν είναι διόλου υποτιμητική) που έκλεβαν στο Βαρδάρι τα ταγάρια των χωρικών, που τα έβλεπαν κρεμασμένα στα κάρα, ή στα σαμάρια των υποζυγίων.

Δισάκι λέγανε το διπλό ταγάρι, που είτε το έριχναν στο σαμάρι (ένθεν και ένθεν), είτε το περνάγανε οι χωρικοί στο λαιμό τους, μπρος και πίσω, έτσι ώστε να μοιράζεται το βάρος. Στις πόλεις χρησιμοποιούν για τα ψώνια τσάντες και δίχτυα και ζεμπίλια. Θα μπορούσα να μιλήσω και για τους γυλιούς των φαντάρων, αλλά ήδη είπα πολλά.

(1387)