Ένα εσπρέσο για το τέλος είναι πάντα το τέλειο συμπλήρωμα ενός καλού γεύματος. Σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Στην Ελλάδα, το τέλειο συμπλήρωμα ενός καλού γεύματος είναι ένα εσπρεσάκι –ή, έστω, ένας εσπρεσάκος, εξαρτάται πού ψωνίζει υποκοριστικά η κυρία που σερβίρει η οποία, άλλωστε, μόλις είχε φέρει το πρώτο πιάτο, είχε ευχηθεί: καλή απόλαυση.
Φυσικά, μέχρι να μας σερβιριστεί ένα φλιτζάνι, χρειάζονται πέντε πληροφορίες για την ιστορία του ροφήματος που έγινε ταυτόσημο με τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου μας και, στιγμές, μιας ηδονής που προϋποθέτει ταυτόχρονα τη χαλάρωση και την εγρήγορση: χαλάρωση, αφού ο ελεύθερος χρόνος δε χρειάζεται όλες τις αισθήσεις μας σε επιφυλακή, εγρήγορση αφού το εγγυάται η καφεΐνη που περιέχει.

Όπως ενδεχομένως ξέρετε, ο καφές προέρχεται από τους Άραβες και από το Ισλάμ· διαδόθηκε λέγεται γύρω στον 14ο αιώνα και στην πραγματικότητα ήτανε το αντίστοιχο του αλκοόλ για όσους είχανε ιερό βιβλίο το Κοράνι, που, ως γνωστόν απαγορεύει το οινόπνευμα. Τα πρώτα καφενεία ήτανε τα μουσουλμανικά αντίστοιχα των ταβερνείων, χώροι συγκέντρωσης και διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου και, ειλικρινά, ο ελεύθερος χρόνος γέννησε πολιτικές συζητήσεις και, γενικώς, μέσα σε καφενεία διεκδικηθήκανε δικαιώματα και ελευθερίες, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στους ιμάμηδες.

Εν πάση περιπτώσει, οι Άραβες φροντίζανε για κανά δυο τρεις αιώνες να μη διερευνυθεί το προνόμιό τους στον καφέ και στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά στις αρχές του 17ου αιώνα έγινε αντικείμενο διεκδίκησης προς εμπορία από Βενετούς που οργώνανε τις θάλασσες και πλουτίζανε μεταφέροντας ανατολίτικο εξωτισμό σε πολυτελή συσκευασία στους πλούσιους της Δύσης. Μέσω της Ιταλίας, ο καφές έγινε πολυτελές ρόφημα των πλουσίων· μέσω της Ολλανδίας και των αποικιών της όπου, αργότερα, άρχισε να καλλιεργείται, διαδόθηκε παγκόσμια ως αποικιακό προϊόν, μετά τη μάχη της Βιέννης το 1683 και την ήττα του οθωμανικού στρατού από το συνασπισμό των δυνάμεων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των Πολωνών, με την ευλογία του Βατικανού, μπήκανε στον καφέ, το γάλα και η ζάχαρη, χάρη σε έναν πολωνό αξιωματικό που πολέμησε γενναία και ανταμείφθηκε με σακιά καφέ οπότε αποφάσισε να γίνει παλαίμαχος και να ανοίξει καφενείο.

Στην Ελλάδα, όπου πριν τον πούμε ελληνικό πίναμε αραβικό καφέ, ο οποίος ασφαλώς προέκυψε από το οθωμανικό παρελθόν, γι’ αυτό άλλωστε και συνεχίσαμε να τον λέμε τούρκικο ακόμα κι όταν στην Τουρκία δεν έβρισκες ούτε κόκκους ούτε αλεσμένο χαρμάνι ούτε για δείγμα, ο ευρωπαϊκός καφές φίλτρου πρωτόρθε στην πρώτη κρίση εξωστρέφειας της χώρας, στα 1920. Τον θεωρούσανε είδος πολυτελείας, αλλά στην πραγματικότητα ήτανε ο καφές μιας πολιτισμικής ενότητας ανθρώπων, συνήθως αστικής καταγωγής, σε μια κοινωνία και σε μια τάξη τα μέλη της οποίας, αν αποφασίζανε να μπούνε στη δουλειά, εκχωρούσανε πολύ από τον ελεύθερο χρόνο τους, φυσικά με το αζημίωτο.

Η αλήθεια είναι ότι, γενικά, ο καιρός για καϊμάκια, για χόβολη, για ανακάτεμα και άλλα απολαυστικά που συνδυαζόντουσαν με το ραχάτι και το περίσσευμα ελεύθερου χρόνου παρήρχετο σιγά σιγά. Στο μεταξύ, στην Ιταλία, γενικευότανε η χρήση του εσπρέσο, καφέ που προϋπέθετε καυτό νερό και πίεση, άρα μηχανή. Άρχισε από το Μιλάνο και συνδυάστηκε με το χρόνο που δεν περίσσευε στις συνθήκες της βιομηχανικής επανάστασης, γι’ αυτό ο εσπρέσο ήτανε ο γρήγορος καφές, των δύο ρουφηξιών, στο δρόμο για τη δουλειά ή στο διάλειμμα και, τουλάχιστον στην Ιταλία, το ίδιο πράγμα έχει παραμείνει ακόμα.

Όσο για μας, χρειάστηκε μια δεύτερη κρίση εξωστρέφειας της χώρας μας, μετά το 1974, για να εισέλθει και στην Ελλάδα η συνήθεια του εσπρέσο, όχι πάντως με τη χρήση με την οποία διαδόθηκε στην Ιταλία. Εμείς, άλλωστε, είμαστε η χώρα που επινόησε τον φραπέ, μια εύκολη παρασκευαζόμενη εκδοχή καφέ ως αναψυκτικού, για να μπορέσουμε να εντάξουμε κάτι παγωμένο στην έννοια του ραχατιού –που είναι η δική μας παράδοση, ενταγμένη συνήθεια στην κουλτούρα μας, ακόμη κι αν την εκχωρήσαμε στην ανάγκη της βιωτής. Ο εσπρέσο, λοιπόν διαδόθηκε, αφού είχε ήδη γίνει παγκόσμιο τρεντ, αρχικά ως σύμβολο ενός life style από το οποίο δε θα μπορούσε να απουσιάζει ο Έλληνας. Αλλά για πολύ καιρό παρασκευαζότανε, ακόμα και σε πανάκριβες μηχανές ειδικευμένων καφενείων, σαν ελληνικός (η τούρκικος, ή αραβικός, ή ό,τι προτιμάτε). Και πινότανε σαν ελληνικός. Με τις ώρες στα καφενεία. Μολονότι, σύντομα, η ελληνική ιδιαιτερότητα διεκδίκησε κάτι μεγαλύτερο από δυο γουλιές καφέ στον πάτο ενός μικρού φλιτζανιού. Για τους μερακλήδες, ο εσπρέσο έγινε διπλός. Για τους λάτρεις της λεπτότητας, με λίγο παραπάνω χρόνο, μπήκε στο πλάι ο καπουτσίνο.
Και για τους οπαδούς του ραχατιού, εκείνους που έχουνε γαλουχηθεί με τις βαθιές παραδόσεις και που η μοναδική τους προσχώρηση στην εξέλιξη ήτανε ο φραπέ, επινοήθηκε η μετα–φραπέ εκδοχή του φρέντο.

Είναι καλύτερος ο παγωμένος καφές; σίγουρα όχι. Αλλά στην πράξη δεν παίζει το ρόλο του καφέ, πιο πολύ καταναλώνεται ως ένα αναψυκτικό με βάση το άρωμα και τη γεύση του αρχικού συστατικού του. Σε μια χώρα στην οποία έχουμε ψηλές θερμοκρασίες πολλούς μήνες, μήπως είναι νομοτέλεια να επιδιώκει κανείς τη δροσιά του παγωμένου ροφήματος; Δεν είναι καταδικαστέο, αλλά πάντως ούτε νομοτέλεια, κι άλλωστε ούτε εξ αντανακλάσεως πολεμιέται η ζέστη με την κρύα γεύση· αν ήτανε έτσι θα έπρεπε το καλοκαίρι να τρώμε όχι από την κουζίνα αλλά από το ψυγείο.
Τα πράγματα είναι απλούστατα και έχουνε να κάνουνε με τις συνήθειες που εισήχθησαν (και αφομοιώθηκαν) μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη και, κυρίως, την οικονομική άνοδο (ναι, να θυμόμαστε τι ήμασταν, ακόμα και μέσα στην κρίση) και τις δυνατότητες που μας προκύψανε να σπαταλάμε χρήμα σε ταξίδια και πόζα.

Ούτε οι συναναστροφές ούτε πολύ περισσότερο η πόζα, ωστόσο, καταφέρανε να αλλάξουνε τις βαθιές ελληνικές συνήθειες, εμπεδωμένα πολιτισμικά πρότυπα αιώνων. Το μόνο που έγινε κατορθωτό είναι οι συνήθειες αυτές να μεταλλαγούνε. Το εσπρέσο, πια, δε ζητιέται σχεδόν πουθενά –παντού ζητιέται μια παραλλαγή: με γάλα, με αφρόγαλα, με ή χωρίς κανέλα, παγωμένο, παγωμένο με γάλα, παγωμένο με καραμέλα, φρέντο, φρεντουτσίνο, με διπλό γάλα, με πέντε ζάχαρες, με γεύση φουντούκι, με ό,τι βάλει ο νους σας.

Γι’ αυτό ακόμα και στα καλά εστιατόρια, όπου όμως συνήθως σερβίρουνε απόφοιτοι των ελληνικών σχολών τουρισμού και εστιατορικής, δημοσίων και ιδιωτικών, πολιτισμικά δηλαδή καθηλωμένοι Έλληνες, ξαφνιάζονται όταν παραγγέλνεις εσπρέσο. Τόσα πληθωρικά προϊόντα του καφέ παράγει το μαγαζί, κι εσύ επιμένεις; σε κάτι μικρό κι ασήμαντο; πάρε κάτι πολύ, πάρε κάτι μεγάλο παιδί μου, να το ‘ φχαριστηθείς. Σε κοιτάζουνε μια δυο φορές εξεταστικά, και με τον τόνο του αιφνιδιασμού αναφωνούνε:
– Εσπρεσάκι;
– Εσπρέσο!
– Α, εσπρεσάκι. μονό; μονό! αμέσως κύριε.

Από τον Κρίτωνα Ωραιόπουλο και
το The Books’ Journal

(37)