Τελικά, ποιος τρόπος έκφρασης μας φέρνει πιο κοντά και ποιος εκπέμπει πραγματική ευγένεια και καλές προθέσεις προς τον συνομιλητή μας οικείο ή απολύτως άγνωστο σε εμάς;

«Να μιλάμε στον ενικό;». Συνηθισμένη η ερώτηση, συνήθως καταφατική η απάντηση. Όταν, όμως, της ερώτησης ακολουθεί ένα αναπάντεχο «όχι», η κατάσταση εξελίσσεται άβολα, ενίοτε και καταστροφικά για την επικοινωνία.

Μισό λεπτό, όμως: είναι κάπως αλαζόνες και γραφικοί όσοι απαιτούν πληθυντικό στις συναλλαγές τους με άγνωστο κόσμο; Είναι ένα παράλογο αίτημα ή σε καιρούς δύσκολους ο πληθυντικός είναι ένα εργαλείο που εγγυάται τις σωστές αποστάσεις μεταξύ ανθρώπων;

Και αφού πολλές φορές εμείς οι ίδιοι ζητάμε αμεσότητα και ενικό αριθμό στον τρόπο που επικοινωνούμε με τους άλλους, γιατί μας κακοφαίνεται, όταν κάποιος αποφασίζει να «σπάσει» πρώτος το φράγμα των τύπων και να μας απευθυνθεί στον ενικό; Και πού ακριβώς κατοικεί η ευγένεια, η πραγματική ευγένεια, μέσα σε όλα αυτά;

Συζητώντας με πολύ κόσμο, από διαφορετικές ηλικιακές κατηγορίες, από τους πολύ ανοιχτόμυαλους, μέχρι τους πιο συντηρητικούς, από τους λεγόμενους «θερμούς» και προσιτούς, μέχρι τους φαινομενικά ψυχρούς και απόμακρους, το δίλημμα «ενικού – πληθυντικού» κανέναν δεν άφηνε ασυγκίνητο και όλοι (ακόμη κι αυτοί που μισούσαν τους τύπους και τις μαρκετίστικες ευγένειες) επέλεγαν τον πληθυντικό.

Η αστική ευγένεια απαιτεί, η πρώτη επαφή με τρίτους, γραπτή ή προφορική, να συνοδεύεται αυτόματα από πληθυντικό. “Φοράμε τα καλά μας” για να κάνουμε καλή εντύπωση, να δείξουμε τους καλούς μας τρόπους με στόχο να δημιουργήσουμε γέφυρες επικοινωνίας, να οικοδομήσουμε σχέσεις.

«Δεν κάνω ποτέ το πρώτο βήμα. Ούτε στις επαγγελματικές επαφές μου ούτε στις προσωπικές. Αφήνω στον “απέναντι” τον χρόνο και την επιλογή.

Συνήθως, προτιμώ τον ενικό που βγαίνει αβίαστα πάνω στην κουβέντα και σου δείχνει ότι -ναι- έχει δημιουργηθεί ένα πρώτο, γερό στάδιο οικειότητας που μπερδεύει τη γλώσσα, αλλά είναι ξεκάθαρο αναφορικά με την εμπιστοσύνη που έχει αρχίσει να χτίζεται» μου εξηγεί ο Χρήστος, υπεύθυνος πωλήσεων σε εταιρεία πληροφορικής και συστημάτων ασφαλείας.

Ο ίδιος, γύρω στα 35, είναι πάντα χαμογελαστός, φαίνεται προσιτός, αλλά εξομολογείται ότι αισθάνεται παράξενα όταν απευθύνεται σε κάποιον στον πληθυντικό και η απάντηση του επιστρέφεται στον ενικό.

«Ειδικά, όταν εγώ επιμένω στον πληθυντικό και ο άλλος επιμένει στον ενικό εισπράττω τη βεβαιότητα ότι δεν θα συνεννοηθούμε ποτέ, ότι δεν τηρείται καμία σύμβαση επικοινωνίας, ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί τη διαφορά, που εκείνη τη στιγμή τη λες και σιωπηρή προσβολή. Ο ενικός, εκτός από οικειότητα, πολλές φορές μαρτυρά και σύνδρομο ανωτερότητας, γι’ αυτό τον αποφεύγω».

Ναι, αλλά γιατί μας ενδιαφέρει τόσο πολύ; Τι είδους «κόλλημα» είναι αυτό με τον πληθυντικό; Ή μήπως κρύβει κάτι περισσότερο;

Η αλήθεια είναι ότι «πληθυντικό ευγενείας» συναντάμε τόσο έντονα, όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στη γαλλική. Ωστόσο και σε άλλες γλώσσες -μεταξύ των οποίων τα ιταλικά και τα ισπανικά- ο πληθυντικός χρησιμοποιείται σε ένδειξη σεβασμού -και όχι μόνο προς ηλικιωμένους-, αλλά και απόστασης, προς αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων. Ως φαινόμενο, ο πληθυντικός ευγενείας φαίνεται να έχει τις ρίζες του στις απαρχές της νεότερης Ελλάδας.

Και ιστορικά ο “pluriel de politesse” μπορεί να θεωρείται κατάλοιπο της αθηναϊκής αριστοκρατίας του 19ου και του 20ού αιώνα, των ξιπασμένων κάποτε μεγαλοαστικών οικογενειών, ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι στη σύγχρονη εποχή -των επικοινωνιολόγων και των αναλυτών- πέρασε ως εργαλείο βελτίωσης της επικοινωνίας και όχι ανάσχεσής της.

Θέτοντας το δίλημμα στην Αλεξάνδρα Ευθυμιάδου, PhD Human Resources Developer και Psychology & Applied Neuro Linguistics της Synolic, η αντίδραση έκρυβε απαντήσεις για όλα τα παραπάνω

«Θα μπορούσα να απαντήσω με μια ερώτηση: «Τι θέλετε να κάνετε;» η «τι θέλεις να κάνεις» με αυτό που με ρωτάς; Σε κάποιους ίσως να βρήκε καλύτερη ανταπόκριση η πρώτη μορφή ερώτησης σε κάποιους άλλους η δεύτερη.

Η γλώσσα είναι ένα μηχανισμός μέσα από τον οποίο δίνουμε σάρκα και οστά στις σκέψεις μας, εκφράζουμε τις εμπειρίες μας, τις προθέσεις μας.

Oι επιλογές των λέξεων που χρησιμοποιούμε έρχεται και αντικρίζει και ακουμπά τον κόσμο των εμπειριών των άλλων, και επιδρά στον τρόπο που ο άλλος αντιλαμβάνεται τα πράγματα πάντα σύμφωνα με το πώς έχει καλλιεργηθεί το δικό του σκεπτικό.

» Η κάθε γλώσσα προσφέρει δυνατότητες και επιλογές προς αξιοποίηση μέσα από τα στοιχεία που διαθέτει για να αποδώσουμε αυτό που θέλουμε.

Μεταξύ άλλων στοιχείων, τόσο στην ελληνική γλώσσα όσο και σε άλλες , υπάρχει ο ενικός και πληθυντικός στις συναλλαγές μας. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία εξειδίκευση, η οποία μπορεί να παραπέμψει σε έκφραση μηνύματος οικειότητας, απομάκρυνσης, σεβασμού, ισότητας, η ευρύτερα ήθους.

» Ως εκ τούτου το αν θα επιλέξω ενικό η πληθυντικό είναι συνυφασμένο με τo τι νόημα θέλω να περάσω, με το αν θέλω να στήσω γέφυρες επικοινωνίας η όχι, με το τι θέλω να δείξω, και μέσα από τι διευκολύνεται αυτό; Ενικό ή πληθυντικό; Στο βιβλίο του «Διαλογισμοί» ο Μπαμπινιώτης αναφέρει «Ποιότητα στη γλώσσα είναι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει».

Όλα αυτά μου τα λέει μια γυναίκα που έχει εργαστεί για χρόνια στην εκπαίδευση ανθρώπων για HR, αλλά και για θέσεις που απαιτούν απρόσκοπτη επικοινωνία και ελιγμούς, γεφύρωση σχέσεων και αποτροπή επικοινωνιακών λαθών. Τι λένε όμως οι πολιτικές επιστήμες επ’ αυτού;

Η δρ. Μαριλένα Φατσέα, επικοινωνιολόγος – πολιτικός επιστήμων και επί σειρά ετών σύμβουλος επιχειρήσεων στην εταιρεία στρατηγικής επικοινωνίας Fidel & Fortis LTD UK, επαυξάνει στο ότι τελικά ο πληθυντικός χτίζει τις γέφυρες επικοινωνίας και παρά τα θρυλούμενα είναι πιο βολικός από τον ενικό.

«Η αστική ευγένεια απαιτεί, η πρώτη επαφή με τρίτους, γραπτή ή προφορική, να συνοδεύεται αυτόματα από πληθυντικό. “Φοράμε τα καλά μας” για να κάνουμε καλή εντύπωση, να δείξουμε τους καλούς μας τρόπους με στόχο να δημιουργήσουμε γέφυρες επικοινωνίας, να οικοδομήσουμε σχέσεις.

Ωστόσο, ο πληθυντικός είναι και βολικός: καθώς σε αυτή τη φάση η κάθε πλευρά διερευνά υποσυνείδητα τις προθέσεις της άλλης, ο πληθυντικός βοηθάει στη διατήρηση της απόστασης ασφαλείας και στην περιχαράκωση του ζωτικού χώρου. Η μετάβαση σε επόμενα στάδια οικειότητας εξαρτάται από τις προθέσεις και τους στόχους των μερών».

Η ίδια μου εξηγεί κάτι που καλώς ή κακώς ενδόμυχα γνωρίζουμε όλοι: «Ο πληθυντικός μπορεί να αντανακλά, υποσυνείδητα και σεβασμό προς ιεραρχικά ανώτερα ή ηλικιακά μεγαλύτερα άτομα.

Η μονομερής υιοθέτηση του πληθυντικού προς αυτά τα άτομα υποδηλώνει ενδεχομένως αποδοχή της υπεροχής του ιεραρχικά ανώτερου ή ηλικιακά μεγαλύτερου συνομιλητή ακόμη και αν αυτός είναι… ο ίδιος ο πατέρας. Οι μεγαλύτεροι θα θυμούνται πόσο σύνηθες ήταν αυτό το φαινόμενο στην ελληνική συντηρητική κοινωνία του ’50 και ’60. Σήμερα ο πληθυντικός εξακολουθεί να επικρατεί και να διατηρείται στην επίσημη γραπτή επικοινωνία ειδικά με φορείς».