του Κωνσταντίνου Τσάτσου

Εμείς οι χτίστες των μουγγών ερώτων των σκληρών,
δεν πάμε εμείς για ένα φιλί, δεν πάμε για ένα γέλιο·
για τα καρφιά που μάτωσαν στις άκριες των σταυρών
ένα βαρύ από εντολές σηκώνομε Ευαγγέλιο.
Τη γλύκα βαρεθήκαμε των ήσυχων ωρών,
ο Απρίλης είναι πίσω μας, βγήκαμε απ’ το λιμάνι
κι αδειάσαμε στα κύματα, βορά των χαλασμών,
το βιος που στοργικά η ζωή δώρο μας είχε κάνει.
Μακριά απ’ τη γη πλανιόμαστε στην άπλατων
Ωκεανών
Και πια στη νύχτα τη σιωπή της μοναξιάς, δε μένει,
σεμάς τους χτίστες των σκληρών ερώτων των μουγγών
παρά ένα φως, τάυλο το φως, μακριά, που δεν πεθαίνει.

(28)