Το 1989 ο Γιάννης Ρίτσος συμπλήρωνε τα 80 του χρόνια.
Κανείς δεν μπορούσε να τον πει ηλικιωμένο, γέρο, ετοιμοθάνατο.

Η εμφάνιση και η διαύγεια του μυαλού του εντυπωσίαζαν. Πνευματικά ήταν υγιής, όχι όμως και σωματικά.
Ήταν αδύνατος και μελαγχολικός. Δεν ήθελε να φάει. Σαν να διαισθανόταν το τέλος της διαδρομής. Οι δικοί του άνθρωποι τον στήριξαν με όλη τους τη δύναμη. Κανείς δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι μπορεί να πλησίαζε το τέλος.

Στην εξορία ή στο σπίτι, στη δουλειά, σε ταξίδια, στις ώρες της δημιουργίας και της περισυλλογής, ο Ρίτσος ήταν πάντοτε με ένα τσιγάρο στο χέρι, αψηφώντας τους γιατρούς
Στην εξορία ή στο σπίτι, στη δουλειά, σε ταξίδια, στις ώρες της δημιουργίας και της περισυλλογής, ο Ρίτσος ήταν πάντοτε με ένα τσιγάρο στο χέρι, αψηφώντας τους γιατρούς

Η φίλη του, Ρούλα Κακλαμανάκη, περιγράφει στο βιβλίο της, «Γιάννης Ρίτσος, η ζωή και το έργο του», κάποιες από τις τελευταίες στιγμές του ποιητή όπως τις βίωσε κοντά του στο νοσοκομείο.
Η Φαλίτσα, σύζυγος του Ρίτσου, είχε κατέβει να μιλήσει με τους γιατρούς.
«Μείνε λίγο, θα γυρίσω γρήγορα», είπε.
Αμέσως πήγα κοντά του και τον ρώτησα:
«Πώς αισθάνεσαι; Φοβάσαι; Λυπάσαι; Μπορούμε να κάνουμε κάτι;».
Εκείνος, απάντησε με ήρεμη και σταθερή φωνή: «Να καταλάβετε ότι δεν θέλω να ζήσω άλλο.
Ως εδώ ήταν. Δεν λυπάμαι και δεν φοβάμαι. Το έργο μου θα μείνει για πάντα. Θα είμαι κοντά στους ανθρώπους για πάντα».
Πίστευε πολύ σε αυτή την αιωνιότητα. Ήταν σαν να είχε νικήσει το θάνατο.
«Αυτή ήταν η ζωή μου», συνέχισε. «Έδωσα και πήρα πολλά. Τώρα δεν παίρνω πια. Ούτε δίνω. Ήρθε η ώρα να φύγω».
«Η πικρία γι’ αυτά που συμβαίνουν στις σοσιαλιστικές χώρες; Αυτό είναι; Γι’ αυτό θέλεις να φύγεις από τη ζωή;»
Η ερώτηση της έγινε βιαστικά, τόλμησε να τον ρωτήσει φοβόταν ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε.
«Όχι πικρία. Λύπη ναι. Κακή εποχή. Ιστορική αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι είναι δύσκολη υπόθεση. Αργούν να καταλάβουν. Αργούν να προχωρήσουν», απάντησε.
Η συγγραφέας με τον φόβο ότι τον κούρασε έκλεισε το σημειωματάριο, στο οποίο σημείωνε ευλαβικά όσα της είχε πει.
Εκείνη την ημέρα οι γιατροί αποφάσισαν να δώσουν εξιτήριο στον Ρίτσο.
«Δεν γίνεται τίποτα, μου είπαν οι γιατροί. Γι’ αυτό φεύγουμε. Είναι ζήτημα ημερών», εξομολογήθηκε η σύζυγος του ποιητή στη Ρούλα Κακλαμανάκη. Ακολούθησε ένας συγκινητικός αποχωρισμός των δυο γυναικών.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που συνειδητοποίησαν το αναπόφευκτο.
Ο Γιάννης Ρίτσος άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1990, στις 21:25 το βράδυ.
Στις 11 Νοεμβρίου 1921 είχε πεθάνει η μητέρα του. Κηδεύτηκε στη Μονεμβασιά στις 14 Νοεμβρίου.
Την ίδια ημερομηνία, το 1930, είχε επιχειρήσει την πρώτη επαναστατική του πράξη.
Είχε στείλει την επιστολή – διαμαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε στο φθισιατρείο της Καψαλώνας, στην τοπική εφημερίδα «Εφεδρικός Αγών».

Ανατρέχοντας κανείς στο Αρχείο αυτογράφων έργων του ποιητή, που έχει κατατεθεί από την οικογένειά του (την αξέχαστη Γαρυφαλιώ Ρίτσου και την κόρη τους Ερη Ρίτσου) στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, θα δει πολλά πακέτα με σημειώσεις για πεζά, στίχους, αλλά και μαζί τηλέφωνα φίλων και υποχρεώσεις του.
Στο αρχείο αυτόγραφων έργων του ποιητή που έχει κατατεθεί από την οικογένειά του, την αξέχαστη Γαρυφαλιώ Ρίτσου και την κόρη τους Έρη Ρίτσου, στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, υπάρχουν πολλά πακέτα με σημειώσεις για πεζά, στίχους, αλλά και τηλέφωνα φίλων ή υποχρεώσεις του

«Ξέρετε γιατρέ, να, θα ήθελα ένα τσιγάρο»

Τον Φλεβάρη του 2016, η κόρη του ποιητή, Έρη Ρίτσου, μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook, με αφορμή ένα αφιέρωμα στη συνήθεια του Ρίτσου να σημειώνει πάνω στα πακέτα των τσιγάρων του, εξομολογήθηκε μια στιγμή του πατέρα της, την περίοδο που ήταν άρρωστος:

«Ο Ρίτσος είχε καρκίνο του προστάτη. Με τα πολλά, πήρε άδεια να εγκαταλείψει τον κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο και να πάει στην Αθήνα για να χειρουργηθεί.
Λόγω της παλιάς φυματίωσης και των προβλημάτων στους πνεύμονές του, η εγχείρηση δεν έγινε με ολική νάρκωση, έτσι ήταν σε θέση να παρακολουθεί την όλη διαδικασία.
Ο γιατρός του ο Σαμέλας κάθε λίγο και λιγάκι τον ρωτούσε: «Είστε καλά κ. Ρίτσο; Όλα εντάξει;».
«Ναι» έλεγε εκείνος.
«Μήπως θέλετε κάτι;» επέμενε ο Σαμέλας.
«Κάτι θέλω αλλά διστάζω να το ζητήσω.»
«Παρακαλώ, ό,τι θέλετε.»
«Ξέρετε γιατρέ, να, θα ήθελα ένα τσιγάρο.»
Και του έδωσαν τασάκι που ακούμπησε πάνω στο στήθος του και τσιγάρο για να καπνίζει όσο ο γιατρός τον εγχείριζε!!!!
Μάλλον αυτό πρέπει να είναι για τα ρεκόρ Γκίνες. Εγχειριζόμενος να καπνίζει την ώρα της εγχείρησης!»

(162)