Η διαίρεσις της επαρχίας Μαντινείας περιλαμβάνει ως εκ της φυσικής αυτής θέσεως διαφόρους πεδιάδας μάλλον ή ήττον εκτεταμένας και εκ διαφόρων ορέων περικυκλομένας.

Η μεγαλυτέρα εν αυτή τη επαρχία πεδιάς είναι η μεταξύ των ορέων Παρθενίου και Μαινάλου κατά πλάτος, και κατά μήκος μεταξύ Κρησίου και Αγχησίας, περιέχουσα τας τε αρχαίας πόλεις του Παλλαντίου, της Τεγέας και της Μαντινείας, και την νεοτέρα πόλιν Τρίπολιν, αι δε της Δαβιάς, Βαλτετσίου, Νάσσων και Ορχομενού είναι κατά λόγον της πρώτης πολύ μικρότεραι• άπασαι δε αι πεδιάδες αύται εισίν εύφορες προερχόμεναι εκ των από των ορέων καταρρεόντων υλών• αλλά τόσον τα πηγαία ύδατα όσον και τα όμβρια μη ευρισκόμενα εις όλας τα πεδιάδας ταύτας διέξοδον πλημμυρίζουσι, και σχηματίζουσι κατά τον χειμώνα διαφόρους λίμνας διαρκούσας μέχρι του Ιουλίου, και καλύπτοντας περί τα 70.000 στρέμματα γαίας.

Ούτω λοιπόν εν μεν τη πρώτη και μεγαλυτέρα πεδιάδι σχηματίζονται τέσσαρες λίμναι, ήτοι μια προς δυσμάς του Παρθενίου όρους ονομαζομένη της Βερζοβάς, εν η εκχύνεται ο Γαρεάτης ποταμός, ετέρα προς άρκτον του Κρησίου όρους, Τάκα ονομαζομένη, εν η εισέρχονται διάφοροι μικροί χείμαρροι εκ του Παλλαντίου και Μανθυρέας, άλλη προς ανατολάς του όρους Αγχησία, ονομαζομένη των Σιμιάδων, δεχόμενη τα ύδατα του ποταμού Όφεως και των πέριξ της αρχαίας Μαντινείας αενάων πηγών Καμαράκη (Άρνης) Τριπηχίου (Κρήνης Μελιαστών) Πικερνίου (Μελαγγείων) Καρύτενας (Αλαλκομενίας) και άλλων μικρών• η μεγαλυτέρα όμως πλημμύρα αυτής γίνεται όταν κατά διετίας ή τριετίας αναφαίνονται εις τα υπώρειας της Αγχησίας και των πέριξ λόφων διάφοραι πηγαί, άφθονον ύδων εκχαίουσαι, σημαντικοτέρα των οποίων είναι ο Σάρτζης λεγόμενος, ότε καλύπτονται επέκεινα των 15.000 στρεμμάτων γαίαι• τετάρτη δε λίμνη ή βάλτος εν τη προκειμένη πεδιάδι σχηματίζεται προς το χωρίον Τσιπιανά, ονομαζομένη Αργόν πεδίον, ήτις δέχεται τα ύδατα διαφόρων πέριξ αυτής πηγών, εν αις και της Φιλιππίου (νυν Χάβος)• εν δε τη πεδιάδι του Ορχομενού σχηματίζεται μία και μόνη, της Κανδύλας λεγομένη, πλησίων των Καφυών, έχουσα ύδωρ εξ όμβρων μεν, αλλά και εκ πηγών περί αυτή διαδόρων, ων η σημαντικοτέρα είναι αι λεγόμεναι Ταινείαι πηγαί• υπήρχε και έκτη λίμνη ή Βάλτος εις Πάπαρι του Δήμου Βαλτατσίου, πλησίον Ασέας, προς τον οποίον εισβάλουν οι περίφημοι ποταμοί της Πελοποννήσου Ευρώτας τε και Αλφειός κατά Παυσανίαν, οίτινες αφανιζόμενοι κατ’ αυτόν εις χάσμα γης εξήρχονται ο μεν προς την Λακωνικής, ο δε προς την Μεγαλοπολίτιδα, αλλ’ ο Βάλτος ούτος αποξηρανθείς δια της εργασίας των κατοίκων κατέστη ήδη αγρός ευφορότατος• τα δε ύδατα των άνωθεν της Ασέας εις το Φραγκόβρυσον πηγαζόντων τούτων ποταμών, ρεόντα ομού εμβάλουσι νυν προς Μεγαλοπολίτιδα ακωλύτως.

Κατά τας επιτοπίους παραδόσεις η Τάκα εδέχετο άλλοτε και το Σαρανταπόταμον λεγόμενον, το έχον την αρχήν του εκ τα Κρύας Βρύσεως, ούσης το μεθόριον της Μαντινείας και Λακεδαίμονος, αλλά προ ετών, διακόψας άνωθεν της Τεγέας τον ρούν του, ηνώθη μετά του Γαρεάτου, τα δε σημεία της παλαιά αυτού κοίτης, υπάρχοντα άνωθεν του χωρίου Πιαλίου, πιθανολογούσι τας επιτοπίους ταύτας παραδόσεις• εκ δε τούτου συμπεραίνεται, ότι ο Αλφειός έχει τας πηγάς του εις την Κρυάβρυσιν, διότι αναφέρονταος του Παυσανίου τον Αλφειόν ως όριον των Λακαιδεμονίων και Τεγεατών, και λέγοντος ότι προελθών ο Αλφειός εκ Φυλάκης, όπου έχει τα πηγάς του, και των Συμβόλων καταδύει εις Τεγεατικόν πεδίον, και πάλιν αναφαίνεται άνωθεν της Ασέας, ουδαμού προς το όπισθεν μέρος του Καλογεροβουνίου• είναι μεν εκεί πηγή τις καλουμένη Μαναρείικη Βρύση, άλλ’ αύτη κείται παρά την οδόν , την από Ασέας εις Παλλάντιον άγουσας, και αν αι πηγαί του Αλφειού ήσαν εκεί, ο Παυσανίας διερχόμενος την οδόν ταύτην ήθελε αναφέρει και τας πηγάς του ποταμού τούτου. Αλλ’ εκτός τούτων, το μέρος όπου η πηγή αύτη, είναι κατωφερές, και συνέχεται μετα της πεδιάδος του Φραγκοβρύσου και της Ασέας, το δε εκ ταύτης ύδωρ ρέει ακωλύτως προς Φραγκόβρυσον, μη υπάρχοντος χάσματος τινός δια να καταβροχθισθή, άρα πιθανολογείται ότι το Σαρανταπόταμον είναι ο Αλφειός, εκτός εάν υποθέσωμεν ότι ο Παυσανίας έγραψε λανθασμένως το μέρος τούτο, ει και πραγματικώς αποδεικνύεται το εναντίον.

Εκ των ανωτέρω πέντε λιμνών δύο μόνον υπήρχον εις τους αρχαίους χρόνους, η του Αργού πεδίου και η της Κανδήλας, ως εξάγωμεν από τον Παυσανίαν αι δε άλλαι τρεις εσχηματίσθησαν ίσως κατά τον μεσαίωνα και εξής, ότε η γεωργία εν Ελλάδι εκ των επανειλημμένων επιδρομών των ξένων και των συνεχών πολέμων είχε παραμεληθεί και τα ελληνικά έργα είχον καταστραφή.

Άπασαι αι ειρημέναι λίμναι έχουσιν εις τα υπόρειας των παρακείμενων ορέων οπάς, καταβόθρας κοινώς ονομαζομένας, ανεωχθήσας φυσικών από του βάρους των υδάτων, εν αις εισερχόμενα ταύτα ρέουσιν υπογείως και εξέρχονται προς μέρη γνωστά, δηλαδή, τα μεν ύδατα της Τάκας εξέρχονται, κατά τας επιτοπίους παραδόσεις, προς Κονιδίζαν της Λακαιδέμονος, άνωθεν της Πελλάνης, τα δε της Βερζοβάς προς τα πηγάς της Αργολίδας, τα του Αργού Πεδίου προς Ξεροπήγαδον, την Δεινήν κατά τον Παυσανίαν, εντός της θαλάσσης, τα της Κανδήλας προς του Νάσσους εις του Γκιούσι, Ρεύνον κατά τον Παυσανίας ονομαζόμενον, τα δε των Σιμιάδων άγνωστον είναι που εξέρχονται και εκείνα τα ύδατα του ποταμού όστις σχηματίζεται εκ των από Τριπόλεως και Θάνα καταρρεόντων υδάτων διερχομένου του αμπελώνος Μουχλίου και καταβροχθιζομένου εις την λεγόμενην Καταβόθρα Μπαϊρακτάρη ούτινος τα ύδατα είναι μεν πολλά το χειμώνα αλλ’ αι οπαί εν αις καταβροχθίζονται, ευρύχωροι ούσαι απορροφούσιν όλα τα ύδατα και δεν πλημμυρίζουσιν ίνα σχηματίσωσι λίμνην, ως τας προειρημένας θέσεις γίνεται• και πιθανόν τα ύδατα τούτων να ενώνται δι υπογείων σωλήνων ή μετ΄εκείνων του Αργού Πεςδίου, ή να εξέρχονται αλλαχού, ή και προς τα Υσιάς εις τα υπόρειας του Παρθενίου , κατά την οδόν αυτήν όπου κατά διετίας ή τριετίας αναβλύζουσι το χειμώνα άφθονα ύδατα.

1858
ΑΡΚΑΔΙΑ

(145)