Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού αφηγείται τη ζωή του στο LiFO.gr

«Υπάρχω», «Σαλονικιός», «Η νύχτα θέλει έρωτα», «Νυχτερίδες κι αράχνες», «Μια γυναίκα μπορεί», «Μη μιλάς, κινδυνεύει η Ελλάς», οι «Νταλίκες», είναι μερικές μόνο από τις κορυφαίες επιτυχίες που έχει συνθέσει ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Χρήστος Νικολόπουλος στην πενηντάχρονη πορεία του. Ένα ζεστό απόγευμα συναντηθήκαμε στο σπίτι του στην Κηφισιά. Κατοικεί εκεί από το 1987, όταν η περιοχή ήταν ακόμα αραιοκατοικημένη.

Κατεβαίνουμε στο υπόγειο του σπιτιού όπου βρίσκεται το στούντιό του, ένας χώρος διόλου τυχαίος, αφού εκεί ο Στέλιος Καζαντζίδης ηχογράφησε τον δίσκο «Βραδιάζει». Στιγμιότυπο αυτής της ηχογράφησης αποτυπώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου.

Αυτό το στούντιο έμελλε να γίνει η αιτία μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στον τραγουδιστή και στον μουσικό. Όταν κάποια στιγμή ο Καζαντζίδης ζήτησε από τον Νικολόπουλο να γράψει εκεί κάποια τραγούδια, εκείνος του απάντησε ότι δεν γινόταν γιατί στο στούντιο ήταν ο Βασίλης Τερλέγκας για ηχογράφηση. Από εκείνη την ημέρα σταμάτησαν να μιλάνε και ο Καζαντζίδης ξεκίνησε να βρίζει δημοσίως τον πρώην συνεργάτη και φίλο του.

Λίγο πριν αρχίσει η συνέντευξη, ο Χρήστος Νικολόπουλος βρίσκεται στην κονσόλα. Ακούει, σβήνει, γράφει και συνθέτει. Το βλέμμα μου κεντρίζουν ένα παλιό τζουκ-μποξ, οι διάσπαρτες παρτιτούρες, οι σελίδες με τους στίχους των μεγάλων επιτυχιών και, φυσικά, το μπουζούκι του, με το οποίο δεν διστάζει να σκαλίζει μελωδίες κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας.

Έχω μετανοιώσει για την κόντρα με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αν συνειδητοποιούσα πόσο πολύ των άκρων ήταν αυτός ο άνθρωπος και ότι ήθελε να γίνονται όλα όπως εκείνος επιθυμούσε, δεν θα είχα εμπλακεί σε αυτήν τη σύγκρουση.

Στη συνέχεια πηγαίνουμε στον κήπο όπου τον περιμένει με ανυπομονησία η σκυλίτσα του, η Μόλι. «Λατρεύω πολύ τα ζώα γιατί σ’ αυτά συναντάς την ανιδιοτέλεια και την αληθινή αγάπη απέναντι στον άνθρωπο» μου λέει.

Ακριβολόγος, φιλικός, ήρεμος, οργανωτικός, με ύφος μετρημένο, συζητά ανοιχτά για όλα τα στάδια της πολυκύμαντης διαδρομής του. «Πάντα μιλούσα με τα τραγούδια» τονίζει. Από μικρό παιδί, στα πανηγύρια, γνώρισε τους ήχους, τις φωνές και εισχώρησε στον κόσμο της μουσικής, καταφέρνοντας να γίνει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες.

Πιστός και αφοσιωμένος, δεν επαναπαύτηκε ποτέ κατά τη διάρκεια των πέντε δεκαετιών της καριέρας του. Και δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί, αναφερόμενοι στις εισαγωγές που κάνει στα τραγούδια, τις χαρακτηρίζουν ξεχωριστά μουσικά κομμάτια. Στη συνέντευξή μας μιλήσαμε για την πορεία του προς την κορυφή, τη σχέση του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη μουσική, τα realities, την κατάθλιψη που πέρασε αλλά και την αγάπη του για το ψάρεμα.

Στον κήπο τον περιμένει με ανυπομονησία η σκυλίτσα του, η Μόλι. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Στον κήπο τον περιμένει με ανυπομονησία η σκυλίτσα του, η Μόλι. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;

Μεγάλωσα σ’ ένα μικρό χωριό της Ημαθίας, το Καψοχώρι Αλεξάνδρειας. Ήταν μια περίοδος μεγάλης φτώχειας, που κυριαρχούσαν οι στερήσεις και οι δυσκολίες. Οι γονείς μου ήταν αγρότες και εργαζόμασταν όλοι στα χωράφια από τα μεσάνυχτα έως αργά το απόγευμα. Μέναμε σε ένα σπίτι πλίθινο με δύο δωμάτια. Δεν πρόλαβα να χαρώ τα παιδικά μου χρόνια και αυτό είναι κάτι που μου έχει λείψει.

Ήταν μια εποχή που οι γονείς μας δεν μπορούσαν να ήταν στοργικοί. Βέβαια, ο πατέρας μου έδειχνε την αγάπη του και όσο μπορούσε ήταν στοργικός. Η μητέρα μου ήταν πιο αυστηρή διότι αγχωνόταν επειδή είχε την ευθύνη της ενηλικίωσης και της σωστής διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Αυτό της δημιουργούσε μεγάλη αγωνία. Ως μαθητής ήμουν κακός, αλλά κατάφερα να πάω σε μια τεχνική σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων.

— Πώς ένα παιδί αποφασίζει να έρθει στην Αθήνα σε ηλικία 16 ετών;

Ήμουν φιλόδοξος κι έφυγα από το χωριό μου δίνοντας την υπόσχεση να πετύχω και κάποια στιγμή να επιστρέψω νικητής. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα αποτύγχανα. Όμως, δεν θα έφευγα αν δεν είχα πάρει την ευχή του πατέρα μου. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, γλυκύτατος. Όταν του είπα ότι θα πήγαινα στην Αθήνα μου έδωσε πεντακόσιες δραχμές και μου είπε: «Παιδί μου, μακάρι να έχεις καλή τύχη». Πήγα, λοιπόν, στην Αλεξάνδρεια και από κει έφτασα με λεωφορείο στην Αθήνα.

Ένας άγνωστος κόσμος για μένα, μια τεράστια ζούγκλα, χαμένος σε δρόμους και στενά. Βρήκα ένα σπίτι στον Κολωνό μέσω ενός φίλου, χειρότερο από εκείνο που είχαμε στο χωριό, και το μόνο που ρώτησα ήταν πώς μπορούσα να πάω στο «Καφενείο των Μουσικών», κάτω από την Ομόνοια.

Πήγαινα καθημερινά με το μπουζούκι ώστε να μπορέσω να κοινωνικοποιηθώ και να μου δώσουν τις πρώτες δουλειές. Στο τέρμα του δρόμου όπου έμενα ήταν η πλατεία Μαυρομάτη ‒ εκεί βρισκόταν και η ταβέρνα του Μανωλιά.

Στο καφενείο γνώρισα αρκετό κόσμο που με βοήθησε και λίγο καιρό αργότερα, μετά από κάποιες δουλειές, ξεκίνησα να εργάζομαι στην ταβέρνα του Μανωλιά. Έτσι ξεκίνησε η πορεία μου, που περιλάμβανε νέους δρόμους και επιτυχημένους. Το όνειρο γινόταν πραγματικότητα.

— Πότε ανακαλύψατε την αγάπη σας για τον χώρο της μουσικής;

Παρότι ήταν εποχές φτώχειας, στα χωριά γίνονταν πολλά πανηγύρια. Έτσι, από μικρό παιδί με συνέπαιρναν οι ήχοι και οι μελωδίες. Οι γονείς μου με έχαναν γιατί πήγαινα δίπλα στις ορχήστρες για να ακούω.

Μια μέρα, γύρισα στο σπίτι και ο αδερφός μου είχε φέρει ένα μπουζούκι. Ως αυτοδίδακτος, άρχισα να σκαλίζω το όργανο. Ό,τι άκουγα ήθελα να το παίζω στο μπουζούκι. Σταδιακά έπαιζα όλο και περισσότερο και κάποιοι που με άκουγαν έλεγαν στον πατέρα μου ότι έχω ταλέντο. Μιλάμε για την περίοδο που ήμουν 13-15 ετών.

Στην αρχή οι δικοί μου δεν ήθελαν να ασχοληθώ με το μπουζούκι, αλλά όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι με αυτό θα καταπιανόμουν σε όλη μου τη ζωή άλλαξαν γνώμη. Είχα κάνει, άλλωστε, κι άλλες δουλειές, αλλά δεν στέριωσα πουθενά. Πίστευα πολύ στον εαυτό μου, γι’ αυτό μελετούσα πολύ. Νομίζω ότι γεννήθηκα ώριμος.

Στην αρχή οι δικοί μου δεν ήθελαν να ασχοληθώ με το μπουζούκι, αλλά όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι με αυτό θα καταπιανόμουν σε όλη μου τη ζωή άλλαξαν γνώμη.

Στην αρχή οι δικοί μου δεν ήθελαν να ασχοληθώ με το μπουζούκι, αλλά όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι με αυτό θα καταπιανόμουν σε όλη μου τη ζωή άλλαξαν γνώμη.

— Ποιος ήταν ο βασικός σταθμός για να απογειωθεί η πορεία σας;

Μετά από πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες, στην ταβέρνα του Μανωλιά, στον Κολωνό, έπαιζα δίπλα στον ρεμπέτη Γιάννη Κυριαζή. Εκεί έμαθα τα τραγούδια της Αθήνας, διότι μέχρι τότε ήξερα μόνο εκείνα της επαρχίας. Στη συνέχεια έπαιζα ως μουσικός και σε μικρά στούντιο χωρίς χρήματα, περισσότερο για να με γνωρίσουν. Έτσι συνάντησα τον Μανώλη τον Αγγελόπουλο, όταν πήγα μαζί του στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβρη του 1964.

Όταν επέστρεψα, ο μουσικός Πάνος Ιατρού που δούλευε δίπλα στον Καζαντζίδη στην Τριάνα του Χειλά, στη λεωφόρο Συγγρού, μου είπε ότι ο Καζαντζίδης έψαχνε για μπουζούκι. Όταν πήγα ένα βράδυ έπαιξα με το μπουζούκι του ρεμπέτη Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος είπε στον Στέλιο: «Πάρ’ τον και θα με θυμηθείς».

Εκεί άνοιξαν νέοι ορίζοντες για μένα, αφού με έμαθαν οι περισσότεροι αλλά και εταιρείες δίσκων. Πήγαμε μαζί σε Αμερική και Γερμανία, δουλέψαμε στο μαγαζί Φαληρικό, το νυν Κύτταρο, αλλά στη συνέχεια, επειδή το λαϊκό τραγούδι άρχισε να αλλάζει, ο καθένας πήρε τον δρόμο του.

Τη φωνή του Καζαντζίδη τη θυμάμαι περισσότερο μέσα στο στούντιο. Εκεί, άλλωστε, φαίνεται και το μεγαλείο της.

Είχε μια φωνή ανεπανάληπτη. Εξαίσιες ερμηνείες, απίστευτη χροιά. Οφείλω να πω ότι δίπλα του έζησα αξέχαστες και συγκινητικές ερμηνευτικές στιγμές. Οι πρώτες μου συνθέσεις μαζί του ήταν το «Νυχτερίδες κι αράχνες» και το «Απόψε σ’ έχω στην αγκαλιά μου».

— Πώς γράψατε το «Υπάρχω»;

Ο Καζαντζίδης είχε να τραγουδήσει πολλά χρόνια και το 1975 μου λέει: «Μικρέ, ο κόσμος έχει προβλήματα, πρέπει να κάνουμε κάτι». Πήγαμε στον Πυθαγόρα και σε χρόνο μηδέν ετοιμάσαμε κάποια τραγούδια. Το «Υπάρχω» στην αρχή το πήγα στον Μητροπάνο, αλλά η εταιρεία του δεν μου απάντησε ποτέ.

Από την άλλη, όταν το άκουσε ο Στέλιος θεώρησε το τραγούδι ευρωπαϊκό και με ρώτησε: «Πιτσιρίκο, τι μου έφερες να τραγουδήσω, slow rock;». Εγώ του απάντησα; «Στέλιο, οι εποχές αλλάζουν και θέλουν καινούργια πράγματα, με διαφορετικά χρώματα». Μόνο όταν άκουσε τους στίχους μού είπε ότι ήταν ωραίο.

Το «Υπάρχω» στην αρχή το πήγα στον Μητροπάνο, αλλά η εταιρεία του δεν μου απάντησε ποτέ. Από την άλλη, όταν το άκουσε ο Στέλιος θεώρησε το τραγούδι ευρωπαϊκό. Μόνο όταν άκουσε τους στίχους μού είπε ότι ήταν ωραίο.

— Τι θυμάστε πιο έντονα απ’ αυτόν και πώς διαταράχθηκε η σχέση σας;

Τον Καζαντζίδη τον ήξερα ως χαρακτήρα και ως άνθρωπο καλύτερα από τον καθένα. Για παρέα ήταν εξαιρετικός. Επαγγελματικά, είχε πολλές διαφορές με πολλούς. Ήταν αγοραφοβικός, γι’ αυτό απουσίαζε πολλά χρόνια από τα νυχτερινά κέντρα. Ακόμα και η τεράστια απήχηση τραγουδιών όπως το «Υπάρχω» δεν τον εμπόδισε να φύγει για την Αμερική.

Ήμουν δίπλα του στους χωρισμούς του, στις δύσκολες στιγμές του κι έχω ακόμη τα γράμματα που μου έγραφε ‒δεκαπέντε επιστολές‒ όταν έφυγε για την Αμερική. Έγραφε μόνο σ’ εμένα. Είχαμε αδελφική σχέση, ενώ γίναμε και κουμπάροι, αφού έχει βαφτίσει τον γιο μου. Στο σπίτι μας ερχόταν καθημερινά, καθόταν πολλές ώρες, η γυναίκα μου τον λάτρευε και πάρα πολλές φορές μάς έπαιζε τραγούδια με τις ώρες.

Θυμάμαι όταν έκλαιγε δίπλα μου για τον χωρισμό που δεν ξεπέρασε ποτέ, εκείνον με τη Μαρινέλλα. Δεν τον έχω δει να υποφέρει περισσότερο για άλλο άνθρωπο. Όμως, δίπλα του είχε πολλούς επιτήδειους που ήθελαν να διαλύσουν τη σχέση μας και τον εκμεταλλεύονταν. Δυστυχώς, ο περίγυρός του δεν αποτελούνταν από ανθρώπους με ανάστημα ανάλογο του δικού του.

Έτσι, παρασύρθηκε από διάφορους άθλιους που κινούνταν κοντά του και ήρθαμε σε σύγκρουση. Έβλεπε παντού εχθρούς και είχε μια καχυποψία για όλους. Μπορεί να αποτέλεσε έναν τεράστιο σταθμό στην πορεία μου, αλλά για μένα η οικογένεια είναι κάτι ιερό και κανείς δεν μπορεί να τη θίγει ή να την προσβάλλει.

Είχε μια φωνή ανεπανάληπτη. Εξαίσιες ερμηνείες, απίστευτη χροιά. Οφείλω να πω ότι δίπλα του έζησα αξέχαστες και συγκινητικές ερμηνευτικές στιγμές. Οι πρώτες μου συνθέσεις μαζί του ήταν το «Νυχτερίδες κι αράχνες» και το «Απόψε σ' έχω στην αγκαλιά μου».

Είχε μια φωνή ανεπανάληπτη. Εξαίσιες ερμηνείες, απίστευτη χροιά. Οφείλω να πω ότι δίπλα του έζησα αξέχαστες και συγκινητικές ερμηνευτικές στιγμές. Οι πρώτες μου συνθέσεις μαζί του ήταν το «Νυχτερίδες κι αράχνες» και το «Απόψε σ’ έχω στην αγκαλιά μου».

— Είναι αλήθεια ότι αυτό που σας ενόχλησε περισσότερο, κι έτσι κινηθήκατε νομικά εναντίον του, ήταν οι κατηγορίες για τον πατέρα σας, που τον παρουσίαζε ως «αιμοσταγή αγροφύλακα που κυνηγάει με το όπλο του τους αγρότες»;

Ναι, είναι αλήθεια. Μιλούσε άσχημα για έναν άνθρωπο που εγώ λάτρευα. Ο Στέλιος ξέφευγε, αλλά τον ερέθιζαν και πολλοί δημοσιογράφοι της εποχής. Έτσι, έκανα μήνυση, ζητώντας να παραδεχτεί ότι πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν ήταν μόνο δικά μου.

— Πώς βιώσατε όλη εκείνη την περίοδο που ο περισσότερος κόσμος έλεγε «ποιος είναι αυτός που τα βάζει με τον Καζαντζίδη»;

Ήταν η πιο φρικτή περίοδο της ζωής μου. Δέχτηκα απειλές, ένιωσα φόβο για τη ζωή μου και δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω στον δρόμο. Έγιναν πολλά που δεν μπορώ να τα πω δημοσίως. Στη ζωή μου όμως έμαθα να μην είμαι δειλός κι έχω αντιμετωπίσει πολλές σκληρές καταστάσεις.

Ευτυχώς ‒για να το γνωρίζει ο κόσμος‒, στα δικαστήρια δικαιώθηκα. Ο Καζαντζίδης υπέγραψε δύο συμβολαιογραφικές πράξεις όπου αναγνώριζε ότι τα τραγούδια ήταν δικά μου και μου ζήτησε συγγνώμη.

— Ξαναμιλήσατε μετά τα δικαστήρια;

Όταν αρρώστησε με κάλεσε για να πάω να τον δω. Δεν πήγα επειδή τριγύρω του ήταν όλοι αυτοί που προκάλεσαν τη σύγκρουση μεταξύ μας. Κάποια στιγμή μιλήσαμε για λίγο στο τηλέφωνο και ήταν η τελευταία συνομιλία που είχαμε.

Ο Χρήστος Νικολόπουλος στο υπόγειο του σπιτιού όπου βρίσκεται το στούντιό του, ένας χώρος διόλου τυχαίος, αφού εκεί ο Στέλιος Καζαντζίδης ηχογράφησε τον δίσκο «Βραδιάζει». Στιγμιότυπο αυτής της ηχογράφησης αποτυπώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Ο Χρήστος Νικολόπουλος στο υπόγειο του σπιτιού όπου βρίσκεται το στούντιό του, ένας χώρος διόλου τυχαίος, αφού εκεί ο Στέλιος Καζαντζίδης ηχογράφησε τον δίσκο «Βραδιάζει». Στιγμιότυπο αυτής της ηχογράφησης αποτυπώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Σήμερα γράφονται ωραία τραγούδια;

Όχι, δεν μπορώ να πω ότι είμαι ικανοποιημένος με το επίπεδο της μουσικής. Εμείς προλάβαμε τη χρυσή εποχή της διασκέδασης. Μπορεί να υπήρχε και τότε σαβούρα, αλλά ταυτόχρονα βίωνες και το μεγαλείο του τραγουδιού. Επίσης, ζήσαμε και την εξέλιξή του. Παλιότερα, τα κομμάτια ήταν μόνο πόνος και θλίψη, στη συνέχεια προστέθηκε και το έντεχνο, η μπουάτ, οι συναυλίες.

Από την εποχή μας απουσιάζουν τα ενδιάμεσα στάδια της εξέλιξης. Λείπει το σουξέ και κυριαρχούν μόνο τα εφήμερα σουξεδάκια, σήμερα ιδίως που είναι πολύ πιο εύκολο να αναδειχθεί ένα τραγούδι. Τότε μαθαίναμε τα τραγούδια από τα τζουκ-μποξ, ενώ τώρα υπάρχει το YouΤube και τα social media.

— Σε μουσικό reality θα συμμετείχατε ως κριτής;

Μου το έχουν προτείνει ήδη κι έχω αρνηθεί. Τα realities έχουν μια εμπορική σκοπιμότητα, εκμεταλλεύονται κακόμοιρα παιδιά και τις ελπίδες τους. Ακόμη και όσοι κερδίζουν, αργότερα εξαφανίζονται. Το χειρότερο είναι που πηγαίνουν και οι γονείς τους μαζί για να τα ενθαρρύνουν. Επιβάλλονται ασήμαντα πράγματα στη μουσική, ενώ δίσκους-θησαυρούς δεν τους ακούει κανείς. Ζούμε την εποχή της ευτέλειας. Μας εκπαίδευσαν στο φθηνό και στο εύκολο.

— Αυθεντικό λαϊκό τραγούδι συναντάτε στις μέρες μας;

Ελάχιστα, τουλάχιστον με τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε το λαϊκό τραγούδι. Ευτυχώς, στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης τραγουδούν ακόμα τις μεγάλες και αξεπέραστες επιτυχίες. Πάλι καλά!

— Η Πάολα, που τραγούδησε Στέλιο Καζαντζίδη, δεν αποτελεί έκφραση λαϊκής μουσικής;

Δεν νομίζω, παρόλο που έχει καλή φωνή. Έχουν γαλουχηθεί σε ένα άλλο είδος, τελείως διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε παλιότερα. Επίσης, παρατηρείται μια ατελείωτη μιζέρια στα ραδιόφωνα. Έτοιμες λίστες με τραγούδια, συμφέροντα και παρέες που απευθύνονται σε σκουριασμένα μυαλά.

— Τι είναι για σας η μουσική;

Η μουσική για μένα είναι τρόπος ζωής. Το αποκούμπι για τις χαρές και τις λύπες μας, τα βάσανα, τις ταλαιπωρίες, τα όνειρα και τις ελπίδες μας. Μια υπέροχη δημιουργική ενασχόληση του μυαλού και της ψυχής.

Από την εποχή μας απουσιάζουν τα ενδιάμεσα στάδια της εξέλιξης. Λείπει το σουξέ και κυριαρχούν μόνο τα εφήμερα σουξεδάκια, σήμερα ιδίως που είναι πολύ πιο εύκολο να αναδειχθεί ένα τραγούδι. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Από την εποχή μας απουσιάζουν τα ενδιάμεσα στάδια της εξέλιξης. Λείπει το σουξέ και κυριαρχούν μόνο τα εφήμερα σουξεδάκια, σήμερα ιδίως που είναι πολύ πιο εύκολο να αναδειχθεί ένα τραγούδι. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Μια πολύ δύσκολη στιγμή που δεν θα ξεχάσετε;

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πέρασα μια περίοδο κατάθλιψης. Τα μεγαλύτερα προβλήματα στη ζωή μου προήλθαν από συναδέλφους που έλεγαν «γιατί αυτός κι όχι εγώ». Είχα κάποιες κρίσεις πανικού κι ένιωθα ότι θα πεθαίνω. Εκείνη την περίοδο ήμουν χάλια. Δεν μιλιόμουν κι αισθανόμουν μια απέραντη θλίψη. Έκλαιγα χωρίς κανέναν συγκεκριμένο λόγο, τη στιγμή που δίπλα μου είχα ό,τι ήθελα.

Ξέρετε, παρότι πολλοί νομίζουν το αντίθετο, είμαι πολύ ευαίσθητος στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Εκείνη την περίοδο πέρασα μια μεγάλη στενοχώρια εξαιτίας της συμπεριφοράς κάποιων συνεργατών που με είχαν απογοητεύσει. Στην κατάθλιψη παλεύεις μόνο με τον εαυτό σου. Για να την ξεπεράσεις, χρειάζεται ψυχικό σθένος.

Δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς, μόνος σου πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Ευτυχώς, ήταν δίπλα μου η οικογένειά μου ως βασικός συμπαραστάτης. Από τότε αποφάσισα ότι δεν θα δίνω σημασία σε πράγματα ασήμαντα και ότι θα θυμώνω με όσα με ενοχλούν.

— Έχετε μετανιώσει για κάτι;

Για την κόντρα με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αν συνειδητοποιούσα πόσο πολύ των άκρων ήταν αυτός ο άνθρωπος και ότι ήθελε να γίνονται όλα όπως εκείνος επιθυμούσε, δεν θα είχα εμπλακεί σε αυτήν τη σύγκρουση.

— Με την σύζυγό σας είσαστε μαζί πάνω από πενήντα χρόνια. Πώς διατηρείται μια πολύχρονη σχέση;

Η γνωριμία μας χρονολογείται από τα παιδικά μας χρόνια. Η γυναίκα μου, η Τασούλα, είναι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος, με κατανόηση. Αυτή ήταν ο βράχος της οικογένειάς μας. Πόσα βράδια έμεινε μόνη της και όμως παραπονέθηκε ελάχιστα.

— Πώς αξιοποιείτε τον ελεύθερο χρόνο σας;

Αγαπώ πολύ το ψάρεμα. Με γαληνεύει. Μου δημιουργεί μια ηρεμία απόλυτα συνυφασμένη με τη θάλασσα. Είναι η ασχολία που γεμίζει την ψυχή μου για να μπορώ να αντιμετωπίζω τις αντιξοότητες της ζωής.

— Ποιο μάθημα κρατάτε ως πιο πολύτιμο στη ζωή;

Να μην ενεργείς ποτέ «εν θερμώ». Να μη θολώνει το μυαλό σου από τις επιτυχίες του παρόντος, να σκέφτεσαι και το μέλλον.

Info:

Η τελευταία δισκογραφική δουλειά του Χρήστου Νικολόπουλου είναι η συνεργασία του με την Πίτσα Παπαδοπούλου για το CD «Αγάπες μου παλιές».

Πηγή: www.lifo.gr

(92)