Του Χρυσ. Κριμπά

Όμηρος (όγδοος π.Χ. αιώνας): Γήρας, λυγρόν, στυγερόν τε χαλεπόν: ολέθριο, μισητό, δύσκολο.

Μίμνερμος (+650 π.Χ.): Ούτως αργαλέον γήρας Ζευς έθηκε: Έτσι δεινό έκανε ο Δίας το γήρας.

Ανακρέων (+586 π.Χ.): Αν δ’ ο γέρων χορεύει τρίχας γέρων μεν εστίν, τας δε φρένας, νεάζει: Όταν χορεύει ο γέρος, είναι γέρος, στα άσπρα μαλλιά, ενώ στα μυαλά, φαίνεται νέος.

Φωκυλίδης (+570 π.Χ.): Αιδείσθαι πολιοκροτάφιους: να σεβόμαστε τους ασπρομάλληδες.

Θαλής ο Μιλήσιος (+546 π.Χ.): Περιεργότατον, τύρανος γέρων: είναι πολύ παράξενο, να γίνεται αρχηγός, κάποιος γέρος.

Δημόκριτος (+480 π.Χ.): Ισχύς και ευμορφίη, νεότητος αγαθά, γήρατος δε, σωφροσύνη άνθος: η δύναμη και η ομορφιά, είναι προσόντα της νιότης, ενώ το άνθος των γηρατειών, είναι η φρονιμάδα.

Αισχύλος (+457 π.Χ.): Γνώση γέρων ων, ως διδάσκεσθαι βαρύ τω τηλικούντων σωφρονείν ειρημένων: θα μάθεις τώρα στα γεράματα, πόσο βαρύ είναι να διδάσκεται ένας γέρος, όταν επιθυμούν να τον κάνουν γνωστικό.

Ευριπίδης (+406 π.Χ.): Γήρας, άχθος βαρύτερον Αίτνης σκοπέλων: τα γηρατειά, είναι βαρύτερα και από τα βράχια της Αίτνας.

Σοφοκλής (+406 π.Χ.): Γήρας, κατάμεμπτον, πύματον, απροσόμιλον, άφιλον: τα γηρατειά, είναι άξια για περιφρόνηση, έσχατα, ανίσχυρα, ακοινώνητα: χωρίς φίλους.

Αντισθένης (+36 π.Χ.): Ουκ έστι γήρας των σοφών, εν οις ο νους θεία ξύνεστιν ημέρα τεθραμμένος: Οι σοφοί δεν γερνούν ποτέ, διότι το μυαλό τους είναι θρεμμένο με το λαμπρό φως της ημέρας: διαφάνεια.

Ξενοφών (354 π.Χ.): Λακεδαιμόνιοι γερουσιασταί, σώμα πολιτικόν, εκτελεστικόν και δικαστικόν, των τριάκοντα μελών του εκ γερόντων εκλεγομένων ισοβίως, εκ των αρίστων πολιτών, ηλικίας άνω των εξήκοντα ετών.

Πλάτων (+347 π.Χ.): Αν μεν κόσμιοι και εύκολοι ώσιν οι νέοι και το γήρας μετρίως εστίν επίπονον, ειδεμή και γήρας και νεότης, χαλεπή των τοιούτων ξυμβαίνει: Αν οι νέοι είναι σεμνοί και ευγενικοί, τότε και τα γηρατειά, θα είναι λιγότερο βασανιστικά. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε θα είναι λιγότερο κοπιαστικά, όπως ήσαν τα νιάτα.

Αριστοτέλης (+322 π.Χ.): Έστι γαρ, ώσπερ και σώματος και διανοίας γήρας: Διότι, όπως υπάρχουν σωματικά γηρατειά, έτσι υπάρχουν και πνευματικά.

Μένανδρος (+291 π.Χ.): Γέρων γενόμενος, μη φρόνει νεώτερα, μηδέ εις όνειδος έλκε την σεμνήν πολιάν: Όταν γεράσεις, να μη νεάζεις και να μην ντροπιάζεις τα άσπρα σου μαλλιά.

Ηρώνδας (+230 π.Χ.): Τα λευκά των τριχών, απαμβλύνειν τον νουν: Όταν ασπρίζουν τα μαλλιά (φθάνει το γήρας) τότε, αδυνατίζει και το μυαλό.

Πλούταρχος (+120 π.Χ.): Το γήρας ουκ αξιόπιστον εγγυήσασθαι την αναβολήν του λόγου: Τα γηρατειά, δεν παρέχουν ασφαλή εγγύηση, ώστε να αναβάλλεται η έκφραση με τον λόγο: Οι ενδιαφερόμενοι, πρέπει να πραγματοποιούν γρήγορα, όσα σκέπτονται: Μην αναβάλλεις δια την αύριον, όσα δύνασαι να πράξεις, σήμερον.

Λεύκιος Σενέκας (+65 μ.Χ.): Ουδέν αισχρότερον γέροντος, μη έχοντος επιδείξαι άλλο τι, εκτός λευκών τριχών.

Ιωάννης Βηλαράς (+1823): Διαβατικά τ’ ανθρώπινα, σαν ποταμού νερό / τα νιάτα χάρου κόρη μου, μη χάνεις τον καιρό / πλακώνουν τα γεράματα, προτού να φανταστείς / κι αν μετανιώσεις ύστερα, διπλά θα παιδευτείς.

Αθανάσιος Χριστόπουλος (+1847): Να, οι τρίχες σου αρχίζουν / Αθανάσιε ν’ ασπρίζουν / να, δακρύων εποχή / να, σε λέγει και ο έρως / φίλε, πλέον, είσαι γέρος / στο εξής: “καλή ψυχή”.

Ιωάννης Καρασούτσας (+1873): Είμαι εξήκοντα ήδη ετών / αλλά όταν εις σας ατενίζω / επεθύμουν ακόμα να ζήσω / άλλα έτη, δις και τρις εκατόν!

Ιούλιος Τυπάλδος (+1873): Τι να’ χει ο Γεροδούναβης κι αφρίζουν τα νερά του και μουρμουρίζουν φοβερά και τρέχουν θολωμένα; / δεν τα πλακώνει η χειμωνιά κι ούτε βροχή τα δέρνει / διαβαίνουν άτια αράπικα και Τούρκοι αρματωμένοι.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (+1879): Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου / τα φτερωτά σου τα όνειρα, γιατί στο μέτωπό σου / να μη φυτρώνουν γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες / όσες μας δίνει η όψη σου, παρηγοριές κι ελπίδες;

Ο ίδιος: Εγέρασα μωρέ παιδιά, πενήντα χρόνους Κλέφτης / τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος / θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου.

Ο ίδιος: Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου, τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή / ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου, δως μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη.

Αχιλλέας Παράσχος (+1895): Γέρος, γέρος θα γίνεις, στο χώμα / θε να σέρνεσαι, δεν θ’ αγαπάς / το φιλί θα σ’ ανοστίζει στο στόμα / θα μυρίζεις λιβάνι, όπου πας.

Αντρέας Λασκαράτος (+1901): Όταν είμασθε γέροντες, ενθυμούμενοι τη νεανική ζωή μας, λυπούμασθε ότι εκάμαμε πολλά, τα οποία επιθυμούμε.

Ο ίδιος: Ναι κι είθε ιδείς που οι γέροντες σαν δεν μπορεί να έλθουνε / μένουν οπίσω και άδικα τους νιους κατηγορούνε / και δεν θυμούνται όσα έκαναν κι εκείνοι στον καιρό τους / όντες ακούανε δύναμες ζεστές, εις τον εαυτόν τους.

Γεράσιμος Μαρκοράς (+1911): Τέτοια εγώ, δεν θρέφω ελπίδα / είμαι γέρος και σε λίγο / για ταξίδι θε να φύγω / χαιρετώντας, την πατρίδα.

Ιωάννης Πολέμης (+1924): Ήταν, τους λέει, μια φορά κι έναν καιρό, μια χώρα / πανώρια, μαρμαρόχτιστη, πλούσια, τρανή, καλή ώρα / σαν την Αθήνα πιο καλή, πιο ωραία κι άλλη τόση / κι είχε ένα γεροβασιλιά με φρόνηση και γνώση / κι αυτός ο γεροβασιλιάς, βλαστάρια του μονάχα / είχε δυο βασιλόπουλα, δυο γυιους να πούμε, τάχα.

Ο ίδιος: Κι όταν στον δρόμο βρίσκω γέρο, τυφλό, ζητιάνο ή κι ορφανά παιδιά που τρέμουν και πεινούν / και σταματώ μ’ αγάπη κι ελεημοσύνη κάνω / κρυφά από τους διαβάτες, που δίπλα μου περνούν.

Ο ίδιος: Η καλοσύνη είπε η γιαγιά, μονάχα η καλοσύνη / όλα στον κόσμο χάνονται, μόνο απομένει εκείνη.

Κ. Π. Καβάφης (+1932): Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος, ακουμπημένος στο τραπέζι, κάθεται ένας γέρος / με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά / και συλλογάται, πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια, που είχε δύναμη και λόγο και ομορφιά. / Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται, ο γέρος, εζαλίστηκε / κι αποκοιμάται, στου καφενείου του βοερού, το μέσα μέρος.

Ο ίδιος: Είναι ένας γέροντας, εξηντλημένος και κυρτός / σακατεμένος απ’ τα χρόνια και τις καταχρήσεις.

Ο ίδιος: Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου, είναι πληγή, από φριχτό μαχαίρι.

Ο ίδιος: Κάτι γριές κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν, την τελευταία ημέρα, που έζησε η αείμνηστη.

Αριστομένης Προβελέγγιος (+1936): Αχ, τώρα πέρασε το καλοκαίρι / τρέχει στις φλέβες μου η χειμωνιά / κρύο του μνήματος, φυσά τ’ αγέρι / σαν τον απόμαχο κι εγώ τον γέρο / πολέμους που έζησα, στον νου μου, φέρω / λιώνουν τα δάκρυά μου, την παγωνιά.

Γεώργιος Στρατήγης (+1938): Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια / με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά / σαν πλάτανος θεόρατος, γυρμένος απ’ τα χρόνια / περνούσε πάντα στο νησί, τα μαύρα γηρατειά.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (+1940): Πόσα χρόνια πέρασα / κι άσπρισα και γέρασα / πάνω στα ψηλώματα / βόσκοντας τα πρόβατα / τις κορφές επάτησα / και νυχτοπερπάτησα / και σε δέντρα γέρικα, είδα κι είδα, αερικά.

Μιλτιάδης Μαλακάσης (+1943): Αχ, πώς χτυπά καμιά φορά τούτη η καρδιά κι αναφτερά, τώρα στα γεροντάματα / σα νιος να ξαναχαίρομαι, φεγγάρι μέρα, αστροφεγγιά, δύσες, γλυκοχαράματα.

Αλέκος Φωτιάδης (+1943): Όσα τα μάτια μου είδανε κι εσύ να τα περάσεις / και σαν εμέ τον γέροντα, να ζήσεις, να γεράσεις.

Γεώργιος Δροσίνης (+1951): Δύο γέροι ψαροκυνηγοί, μαζί ήσαν πλαγιασμένοι, / πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μες στην πλεχτή καλύβα. Της ψαρικής τα σύνεργα, είχαν εκεί κοντά τους / τ’ αγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές, τα δίχτυα, τα βρόχια τους και τα κουπιά και την παλιά τους βάρκα.

Στέλιος Σπεράντσας (+1962): Στην καρέκλα την παλιά / με τα κάτασπρα μαλλιά / ο γεροπαππούς κοιμάται / μη μιλάτε, μη μιλάτε / ο παππούς βλέπει λιγάκι / πως ξανάγινε παιδάκι.

Δώρα Μοάτσου (+1960): Ο δάσκαλος, που γέρασε στην τάξη / ειν’ όλο νεύρα κι όλο φασαρία. / Όλα του φταίνε, το τζάμι το σπασμένο / κι εκείνη, η αμελέτητη η Μαρία.

Νικόλαος Μπάτλερ (+1977): Μερικοί νέοι, βλέπουν τα γηρατειά, ως ηλικία αμεριμνησίας και ανάπαυσης. Ενώ, άλλοι, νομίζουν ότι οι γέροι είναι παράξενοι και ξεμωραμένοι.

Χρήστος Μυρώνης: Όποιος ποθεί στο σπίτι του, όμορφα να περάσει / να βγει να ψάξει και να βρει, γέροντα ν’ αγοράσει / γέροντα ή γερόντισσα, ό,τι κι αν συναντήσει /κι οι δυο τους είναι ζηλευτοί, σ’ Ανατολή και Δύση. / Για να ‘χει κάποιος προκοπή και φρόνηση καμπόση / ν’ ακούσει γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώση.

Λάκης Παπαδήμας: Στο καλό, γεροχειμώνα και του χρόνου να ‘ρθεις πάλι / και να μας ξαναμαζέψεις όλους γύρω, στο ζεστό, μαγκάλι /. Στο καλό γεροχειμώνα, πώς λυπόμαστε στ’ αλήθεια / που θα χάσουμε τα βράδυα, της γιαγιάς τα παραμύθια.

(317)