του +δάσκαλου Δημήτρη Ι. Θεοδωρόπουλου
σε επιμέλεια Χρυσ. Κριμπά

 Μετά το έπος στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας, μ’ άθλιο καιρό κι απερίγραπτες στερήσεις, κακουχίες κι αντιξοότητες, ήρθε η μαύρη λαίλαπα του παράφρονα Χίτλερ και σκέπασε τη δύσμοιρη χώρα με τρόμο και λαχτάρα, με βαρύ βραχνά στα στήθια όλων μας. Όσοι γυρίσαμε ζωντανοί ακέραιοι ή σακατεμένοι από το άνισο πάλαιμα με δύο γίγαντες, μαζευτήκαμε στα χωριά μας, στα πατρικά σπιτάκια μας, για να κλάψουμε με τους δικούς μας τη συμφορά, ο ένας πλάι στον άλλο, τις μαύρες κείνες μέρες και νύχτες, να μοιραστούμε το λιγοστό ψωμάκι που κράτησε στη ζωή εμάς κι ένα σωρό κόσμο από τα γύρω φτωχότερα χωριά κι από τις πολιτείες.

Βρεθήκαμε τότε στην Κερπινή όλοι σχεδόν οι ξενητεμένοι: δάσκαλοι, καθηγητές, αξιωματικοί, φοιτητές, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι και μια ιδιαίτερη θερμή κατανόηση, συμπόνια κι αγάπη μάς έφερε πολύ κοντά μεταξύ μας. Οι καθημερινές ασχολίες όλων μας στις διάφορες καλλιέργειες, με πολύ βέβαια κόπο, προσπάθεια κι ίδρωτα, αλλά και η αδιάκοπη μελέτη -όσων βεβαίως είχαμε- και οι σχετικές συζητήσεις κι ανταλλαγές απόψεων σε διάφορα τρέχοντα και καυτά θέματα, έκαναν τις μέρες της σκλαβιάς λιγότερο αφόρητες.

Τις καλές μέρες και νύχτες περνούσαμε στα γραφικά ξωκλήσια κι άλλα τοπία του χωριού, πολλές κρύες και βροχερές στο σχολείο, όπου συζητούσαμε την κακή μοίρα μας, τις σκέψεις, τα όνειρα, τις ελπίδες μας, το χρέος μας στο χωριό και την άτυχη πατρίδα μας σ’ αυτή την κατάσταση και ιδιαίτερα σε μια αναμενόμενη οργάνωση αντίστασης και συμμαχική απόβαση.

Είχαμε λοιπόν ψυχολογικά προετοιμαστεί και δεχτήκαμε με χαρά, ελπίδα κι ανακούφιση το ΕΑΜ από την πρώτη στιγμή που απλώθηκε στο χωριό μας. Σκαλίζοντας τη μνήμη μου θα κάνω μια σύντομη περιγραφή της πορείας του ΕΑΜ στο χωριό μας, πιο πολύ όσων εγώ έζησα, χωρίς ακριβείς ημερομηνίες, δυστυχώς.

Την άνοιξη του 1943 ήρθε το ευχάριστο μήνυμα στο χωριό. Πρώτος μού μίλησε γι’ αυτό ο αξέχαστος κι εκλεκτός άνθρωπος και πολύ φίλος μου Γιώργης Β. Οικονομόπουλος, τελειόφοιτος Γυμνασίου, πολύ διαβασμένος, συνετός, φιλοσοφημένος, ανήσυχος, δημοκρατικότατος. Μ’ αυτόν και τον πρώτο υπεύθυνο στο χωριό Βασίλη Δασκαλόπουλο, δικολάβο, αποτελέσαμε τον πρώτο γερό πυρήνα. Αργότερα υπεύθυνος έγινε ο Νικ. Γ. Πλιάκας, δικαστικός υπάλληλος.

Εντατικά, αλλά με πολλή προφύλαξη και προσοχή μυήσαμε όλους σχεδόν τους νέους του χωριού και πάρα πολλούς μεγάλους, όχι βέβαια, χωρίς αρκετές δυσκολίες, γιατί δεν είχαν συνηθίσει σε προοδευτικά κινήματα, φοβόνταν τους Γερμανούς, φοβόνταν τα ΚΚΕ, που το πρόβαλαν οι αντιδραστικοί σαν μπαμπούλα και έσχατο κίνδυνο, που κρυβόταν, έλεγαν, πίσω από το ωραίο ΕΑΜ.

Νύχτα λοιπόν κάναμε όλες τις ενέργειες, τις μυστικές συνεδριάσεις, τη μύηση, τη συγκέντρωση ειδών για τους αντάρτες, που είχαν λημεριάσει στον Άγιο-Θόδωρο, πάνω απο τη Γλανιτσιά (Μυγδαλιά) μ’ αρχηγό τον λοχαγό Χρήστο Στασινόπουλο, από τα Τρόπαια. Τις νύχτες μαζεύαμε τους νέους μας και τους γύμναζα εγώ σαν έφεδρος αξιωματικός στο προαύλιο του Αγιώργη, έξω απο το νεκροταφείο μας.

Τον Ιούνιο πήγα κάμποσα τρόφιμα από το χωριό και λίγα ρούχα και χαρτικά δικά μου στους αντάρτες μας, που όμως δεν είδα, γιατί συνεδρίαζαν κάπου στο λημέρι. Αρχές Ιουλίου ο Στασινόπουλος με την ομάδα του πέρασε στα χωριά μας. Στην εκκλησία έγινε συγκέντρωση όλων των κατοίκων, μίλησε ο Στασινόπουλος, που στην αρχή του λόγου του πρωτόκανε λόγο για ταξικό αγώνα, κτλ κι ο ασυνήθιστος σ’ αυτά κόσμος μας πάγωσε. Ο καπετάνιος του μετά προσπάθησε να απαλύνει την άσχημη εντύπωση, αλλά η υποψία είχε εισχωρήσει, την άρπαξε η αντίδραση και χρειάστηκε πολύ αγώνας μας μετά για την καταπολέμηση της.

Σ’ αυτόν έδινα όλο το μισθό μου για τις ανάγκες του αγώνα. Το βράδυ τους παραθέσαμε πλούσιο δείπνο στο σχολείο, που ηλεκτροφωτίστηκε, και την άλλη μέρα έγιναν εκλογές για την αυτοδιοίκηση (ανέλαβα την υγεία και καθαριότητα), γλέντι εκεί και στη Λάκα, στο κάτω μέρος του χωριού, με μπόλικο κρασί απ’ όλα τα σπίτια, χωρίς διάκριση. Κοντά το βράδυ κίνησαν για το λημέρι τους. Τις μέρες εκείνες πέρασαν Γερμανοί.

Μείναμε όλοι στο χωριό, με απόφαση της οργάνωσης. Έκανα το διερμηνέα στα Γαλλικά κι Αγγλικά (τα Αγγλικά τα είχα μάθει μόνος μου τον τελευταίο χρόνο) κι οι Γερμανοί με πήραν μαζί τους ως το Λάδωνα, απ’ όπου μ’ άφησαν λεύτερο το βράδυ και γύρισα στο χωριό. Οπωσδήποτε ωφέλησα τα χωριό μου τότε.

Όταν η δουλειά είχε προχωρήσει αρκετά, είχαν δημιουργηθεί οι ομάδες της ΕΠΟΝ, της ΕΑ κτλ. κι οι ευθύνες είχαν μοιραστεί. Είχα πάθει υπερκόπωση, γιατί είχα διαμπερές τραύμα θώρακος από την Αλβανία και πήγα ένα μήνα σε μια θεία μου στο Βαλτετσινίκο. Ο αείμνηστος και φίλος γιατρός Στάθης Κοκκίνης μού έκανε μερικές ενέσεις και συνήλθα.

Εκεί μια μέρα έφτασε με τη μικρή ομάδα του ο ίλαρχος Βρεττάκος, κάθησε στο καφενείο της πλατείας και μίλησε για εθνική αντίσταση και σχημάτισε μια τοπική επιτροπή αγώνα. Σημαιοφόρο είχε τον Βαλτεσινιώτη αρχιμανδρίτη Χρήστο Κοκκίνη, παλιό συμμαθητή μου, που όσο έμεινε η ομάδα στο χωριό, όρθιος και ακίνητος κρατούσε τη σημαία.

Τράβηξαν προς τη Δυτ. Γορτυνία, ενώθηκαν με κάποιο αξιωματικό Καραχάλιο κι όταν γύρισαν τους χτύπησε ο ΕΛΑΣ κάπου κοντά στο Πυργάκι και σκοτώθηκε ο αρχιμανδρίτης. Γύρισα στο χωριό. Η οργάνωση τώρα δούλευε φανερά. Περνούσαν τακτικά διάφοροι ομιλητές, ιδιαίτερα δυνατοί κι ευχάριστοι οι δικηγόροι: Γιώργος Παπαϊωάννου, από τη Μεγαλόπολη και Νίκος Δεληβοριάς από την Τρίπολη. Στο μεταξύ είχα αναλάβει την ευθύνη του εφ. ΕΛΑΣ στο χωριό, κάτω από τις διαταγές του απόστρατου ταγματάρχη Οδυσσέα Παπαναστασίου, από τη γειτονική Γλανιτσά.

Τον Δεκέμβρη του 43, σε μια επιδρομή των Γερμανών στη Γορτυνία, μάς κινητοποίησε ο Γεροδυσσέας από τη Γλανιτσά στο Συριάμου, όπου ήταν στρατόπεδο κρατουμένων αντιδραστικών κι από κει ψηλά στην Ξυροκαρύταινα. Τότε μάθαμε καταλυπημένοι τη συμφορά των Καλαβρύτων (13.12.43)!

Άλλη μια κινητοποίηση με τον Γεροδυσσέα είχαμε νωρίτερα στα Μαγούλιανα και στο Βαλτεσινίκο, (όπου η μεγάλη αντίδραση, που αργότερα πλήρωσε ακριβά με 15-16 εκτελέσεις), για τόνωση της τοπικής οργάνωσης. Την ίδια εποχή πήρα μέρος στο ανταρτοδικείο 2-3 φορές, που συνεδρίαζε στα Λαγκάδια.

Μέσα στο χειμώνα του ’43-’44 τοποθετήθηκα στον εφ. ΕΛΑΣ Μαγουλιάνων, με δικαιοδοσία Μαγούλιανα, Βαλτεσινίκο και Κερπινή. Πήρα τότε κρυπτογραφημένη εντολή, κατέβηκα χιονίζοντας στο Βαλτεσινίκο και την άλλη μέρα με ήλιο στα ξέχιονα Τρόπαια, μαζί με τους υπεύθυνους του εφ. ΕΛΑΣ, Βαλτεσινίκου Βασ. Κοκκίνη και Κερπινής Γ. Οικονομόπουλο και μιλήσαμε όλοι σ΄ ένα συνέδριο του ΕΑΜ εκεί.

Στις 20 Απρίλη ο ΕΛΑΣ έστησε ενέδρα στους Γερμανούς μετά τη Γλόγοβα προς Κουρούβελι• έγινε σημαντική μάχη με πολλούς Γερμανούς νεκρούς και 13 δικούς μας. Μετά τη μάχη πήγαμε από τα Μαγούλιανα στα Λαγκάδια με τον Χρήστο Διαμαντή, ανώτερο στέλεχος του ΕΑΜ. Το άλλο βράδυ, καθώς πήγαινα σε γνωστό μου σπίτι στην απάνω γειτονιά, μια γυναίκα μου είπε πως είχαν μπει εκεί Γερμανοί κι έστριψα αριστερά προς το γειτονικό δάσος, όπου κρύφτηκα με 3-4 Λαγκαδινούς νέους. Σε λίγο μια φωτοβολίδα φώτισε σαν ημέρα το χωριό κι είδαμε κάτω τους Γερμανούς. Από τα ξημερώματα τους παρακολουθούσαμε ακίνητοι. Το μεσημέρι έπεσε ξαφνικά πάνω μας ένας στρατιώτης τους, που πήγαινε φαγητό σε φυλάκιο τους ψηλότερα. Εκεί τρομαγμένοι σηκωθήκαμε, γελαστός μας καθησύχασε, λέγοντάς μας με νοήματα πως αν ήταν Γερμανός θα μας σκότωνε. Άρα ήταν Αυστριακός, με καρδιά. Από κεί τραβήξαμε πιο βαθιά στο δάσος, είδαμε το απόγευμα να φεύγουν προς το Λευκοχώρι οι Γερμανοί και το βράδυ φτάσαμε σ’ ένα καλύβι, όπου ήσαν κι άλλοι κάμποσοι και μας πρόσφεραν γάλα και λίγο ψωμί. Το πρωί έφυγα για το χωριό μου, που άδικα φοβόμουν ότι θα το βρώ καμένο. Οι χωριανοί είχαν πάρει βουνά. Μ’ άλλους νέους είδαμε από τον Αγιοθανάση Γερμανούς να φορτώσουν σε μουλάρια τους νεκρούς τους στο χώρο της μάχης.

Πήγα και ‘γω στους δικούς μου στο Μακρυλάκωμα, μικρό οροπέδιο στο βουνό Δρακοβούνι. Στο μεταξύ είχαν κάψει τη Γλόγοβα. Στο τόπο της μάχης έστησαν μεγάλο ξύλινο σταυρό κι έγινε αργότερα μνημόσυνο και ομιλίες, όπου βρέθηκα και ‘γω, και μια κοπέλα από το Βαλτεσινίκο, κόρη ενός ανθ/στή του στρατού, που απάγγειλε ένα ποίημα μου για το θάνατο του αντάρτη.

Στο μεταξύ είχα μετατεθεί από τα χιονισμένα Μαγούλιανα στα κατώμερα Τρόπαια σαν καπετάνιος στο εκεί τάγμα εφ. ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό αρχηγό το λοχαγό Π. Δίολα, από το Σπάθαρι. Εκεί και η στρατιωτική διοίκηση του ΕΛΑΣ, όπου έτρωγα. Κάθε Σάββατο πήγαινα στο χωριό μου, 5 ώρες δρόμο, γι’ ανεφοδιασμό σε ψωμάκι, άλλαζα κτλ, και γυρνούσα τη Δευτέρα στη θέση μου. Τον Ιούνιο του ’44 κάναμε μια περιοδεία με το Δίολα και επιστρατεύαμε εθελοντικά παιδιά για τον ΕΛΑΣ. Μιλήσαμε σε συγκεντρώσεις στα Τρόπαια, Βυζίκι, Σπάθαρι, Δήμητρα, Βάχλια, Κοντοβάζαινα, Μοναστηράκι, Ράχες, Χώρα και Καλλιάνι.

Στα Τρόπαια είδα τότε τον Άρη Βελουχιώτη, τον Ηλείας Αντώνιο, τον μέραρχο Κασσάνδρα κι όλα τα στελέχη του ΕΑΜ στο Βυζίκι, όπου πήγαινα κάθε βράδυ κι άκουγα στο ραδιόφωνο τις προόδους του Ρωσικού στρατού και τη νίλα των ναζιστών. Τα νεότερα τα μετέφερα σ΄ όλους από Τρόπαια ως Κερπινή κι έδινα κουράγιο κι ελπίδες για γρήγορη λευτεριά.

Στις 10 Ιουλίου πήρα διαταγή και παρουσιάστηκα στο 11ο σύνταγμα στα Μαγούλιανα, με διοικητή τον Σεφερλή και καπετάνιο τον Χρήστο Διαμαντή και σε λίγο τον Ηλία Καραμούζη. Επειδή ήμουν τραυματίας με τοποθέτησαν στον εφοδιασμό και σε λίγες μέρες στο λόχο διοίκησης. Μεταφερθήκαμε σε λίγο στη Βυτίνα και μέναμε στη Δασική Σχολή. Λοχαγός, ο δάσκαλος από τη Βυτίνα Θανάσης Ανδρουτσόπουλος. Διμοιρίτες οι: Κώστας Παπαντωνίου, δάσκαλος, από το Δάρα, Γιάννης Μέμος, έμπορος, από τη Βυτίνα και εγώ με καπετάνιο τον Γιάννη Νικητόπουλο.

Πήγαινα τακτικά τις ομάδες μας, στο Πυργάκι, μια στο διάσελο της Καμενίτσας και μια φορά σ’ ένα μικρό τμήμα βόρεια του Πράσινου. Σ εμια επιδρομή των Γερμανών στα μέσα Αυγούστου μ’ έστειλε το σύνταγμα με μοτοσυκλέττα στο Βαλτετσινίκο, για να παρακολουθώ τις κινήσεις τους και να το ενημερώνω. Όταν τους είδα να βγαίνουν από το Βαλτεσινίκο προς Μαγούλιανα έφυγα κι ακολούθησα το σύνταγμα που ‘φυγε μεσ’ από τα βουνά στη Δημητσάνα. Το Σεπτέμβρη το σύνταγμα μετακινήθηκε στο Χρυσοβίτσι. Εκεί γύμναζα σ’ όλα τη διμοιρία μου κάθε μέρα.

Αρχές του Οκτώβρη 1944 κατεβήκαμε στα Αχούρια της Τεγέας και την άλλη μέρα μπήκαμε θριαμβευτικά στην Τρίπολη, μέσα σε παραλήρημα ενθουσιασμού του κόσμου. Με την μεσολάβηση του Π. Κανελλόπουλου αποφεύχτηκε η αιματοχυσία με τα τάγματα ασφαλείας, αφού στο μεταξύ είχαν φύγει οι Γερμανοί. Μείναμε στους στρατώνες, όπου βρήκαμε άφθονα όπλα.

Στην πλατεία Άρεως έγινε μεγάλη συγκέντρωση του ΕΛΑΣ και των πολιτικών οργανώσεων, όπου μίλησαν ο Άρης Βελουχιώτης, ο Π. Κανελλόπουλος, ένας πιτσιρίκος κ.ά. Σε 3 μόλις μέρες κατεβήκαμε στο Άργος, μετά λίγες μέρες στην Ισθμία και μετά 1 μήνα γυρίσαμε στο Άργος. Εδώ έβγαζα κάθε μέρα τη διμοιρία μου για γυμνάσια και το ζωηρό τραγούδι της τράνταζε την πόλη στο πέρασμά μας.

«… Ε, για, άϊντε για, εμπρός παιδιά, πολεμήστε για την ελευθεριά. Εν, δυό, χτυπάτε τον εχθρό πολεμήστε το δήμιο φασισμό…»

Και ήρθε η 4η του Δεκέμβρη. Το σύνταγμα έφυγε για τη μάχη της Αθήνας. Έμεινα με την υποδειγματική ΕΠΟΝ στο Άργος κι αργότερα στο Ναύπλιο. Τέλη του Δεκέμβρη πήγα στην Ελευσίνα, όπου είχε βγει το σύνταγμα. Σε λίγες μέρες έφτασαν τα τανκς και μας διέλυσαν. Μ’ ένα παλτό πήγα στο σπίτι του γνωστού μου διευθυντή των τσιμέντων «ΤΙΤΑΝ» Τσούντα.

Την άλλη μέρα με πολιτικά πήγα με στρατιωτικό αυτοκίνητο στην Αθήνα, όπου έμαθα κατάλυπος το θάνατο του αδελφού μου Χρήστου, ανθυπομοίραρχου. Επίσης, είχε σκοτωθεί ο Κερπινιώτης Ελασίτης Απόστολος Κ. Αποστολόπουλος, καπετάνιος λόχου. Στο σπίτι της χήρας του αδελφού μου έμεινα 4 σχεδόν μήνες. Ανακάλεσα την απόσπασή μου σαν δάσκαλος στο χωριό μου και πήγα στη θέση μου στη Βασιλίτσα Κιλκίς, κοντά στους Ευζώνους, όπου βρήκα πολύ ΕΑΜ και ξεθάρρεψα. Στις 31 του Μάη με πήραν μ’ ένα τανκ από το μάθημα, με πήγαν στο Πολύκαστρο, με χτύπησε πολύ ο ανθ/στής του στρατού Χαράλ. Σιντζανάκης, Κρητικός, σε μια βδομάδα με πήγαν στο Κικλκίς σ’ ένα κτίριο.

Είχε σωφέρ του τον Κερπινιώτη Τρύφωνα Γ.Σταθόπουλο κι είχαμε πάει μια μέρα για γεύμα με τον Κερπινιώτη ξάδελφο του Τρύφωνα Π. Γεωργόπουλο γυμναστή – δικηγόρο, στέλεχος του ΕΑΜ, με πολλούς κρατούμενους για μια βδομάδα, 2 μέρες στα κρατητήρια της αστυνομίας κι από κει στ τμήμα μεταγωγών της Θεσσαλονίκης. Μετά 3 μέρες σ’ άθλιες συνθήκες, μ’ οδήγησαν στον ανακριτή. Δικηγόρος του ΕΑΜ ανάλαβε την υπεράσπισή μου και την ίδια μέρα μ’ απέλυσαν. Μ’ έπιασαν επειδή δεν έγινα όργανο τα δεξιάς, που μου πρότειναν.

Το Νοέμβρη του 45 πάλι μ’ έπιασαν για κάτι βιβλία που βρήκαν στο σπίτι πούμενα και με πήγαν στο Χέρσο Κιλκίς στο τάγμα… Ο Αξ/κός Α2, κάποιος Αθηναίος δικηγόρος Κωνσταντίνου μου φέρθηκε πολύ καλά, μέχρι που φάγαμε μαζί στη λέσχη Αξ/κών, κοιμήθηκα στο κρεβάτι τους και την άλλη μέρα μ’ άφησαν ελεύθερο.

Τον Οχτώβρη του 46 μ’ έβαλαν σε διαθεσιμότητα ένα χρόνο. Τέλη Οκτώβρη του 47 επανήλθα∙ το χωριό τόχαν αδειάσει και μ’ έστειλαν στο σχολείο της Τύμπας Κιλκίς. Την 6η νύχτα μπήκαν αντάρτες από το Πάϊκο, μου πήραν μερικά πράγματα και την άλλη μέρα πήγα στο σχολείο της Αξιούπολης.

Αρχές του Μάρτη του 48 επιστρατεύθηκα σαν αξ/κός. Έμεινα 1 μήνα στην Αθήνα, 1μήνα στη Λαμία και στις 8 Μάη στην Μακρόνησο μ’ άλλους πολλούς ομοίους μου στο Γ’ τάγμα Σκαπανέων διμοιρίτης. Ο διοικητής λοχαγός Π. Σκαλούμπακαςμας φέρθηκε αρκετά καλά. Μας ζήτησαν να κάνουμε ομιλίες στις καθημερινές συγκεντρώσεις του λόχου και του τάγματος, βιογραφικά κάθε τόσο σημειωματα και γυμναστική στους στρατιώτες , που μετά σκόρπιζαν σε διάφορες εργασίες. Ο ταγματάρχης Γ. Σγουρός, μετά το Σκαλούμπακα, μας φέρθηκε άσχημα. Τέλητου 48 πήγαστο 84 τάγμα εθνοφρουράς στα Γρεβενά. Απολύθηκα στις 10-1-50. Γύρισα στην υπηρεσία μου στα Ρίζια Παιανίας Κιλκίς. Το 56 ο τότε βουλευτής ταγματασφαλίτης αξ/κός Κ. Παπαδόπουλος με χτύπησε στο καφενείο του χωριού και με απείλησε ότι θα μ’ απολύσει, γιατί είχα μιλήσει εις βάρος της ΕΡΕ. Υπηρέτησα μετά στη ν Τούμπα Παιονίας, στην Ελευσίνα και στη γέφυρα Θες/νίκης και από το 62 ως το 72 στην Αθήνα. Πολλές φορές με κάλεσαν σ’ απολογία ο επιθεωρητής μου, τα ΤΕΑ, η χωρ/κή Γουμενίτσας- Παιονίας και το 1970 και το 1971 η ασφάλεια της Αθήνας, που είχε φάκελο δικό μου.

Πόσο με ζημίωσε η διαθεσιμότητα και οι καθυστερήσεις προαγωγών,είναι αυτονόητο, αφού βγήκα στη σύνταξη με το βαθμό διευθυντή β’ και όχι α’.

Αξίζει να προσθέσω τι ενθουσιασμό έφερναν σ’ όλους μας τα’ άφθονα αντάρτικα τραγούδια, που γρήγορα κυκλοφορούσαν. Επίσης θα προσθέσω πως στο χωριό μας δώσαμε μ’ επιτυχία στην Κατοχή και προ πάντων μέσα στο ΕΑΜ πάρα πολλές θεατρικές παραστάσεις.

Μάλιστα είχα γράψει και γω ένα 4πρακτο κοινωνικοπολιτικό έργο, εμπνευσμένο από τον αγώνα μας, που πολύ άρεσε και παινεύτηκε στο χωριό. Κι ακόμα είχα γράψει μια κωμωδία, που παίχτηκε με επιτυχία. Όταν είμαστε στην Ισθμια έγραψα ένα σχετικό εργάκι, που τόπαιξαν Ελασίτες, μου στο Άργος, το πήραν και τόπαιξαν και στο Ναύπλιο.

Τελειώνω με τη θύμηση πως την εποχή εκείνη μιλούσα και γω τακτικά με πολλή άνεση και διάρκεια, μ’ ενέπνεε η πίστη στο ΕΑΜ, στο μεγάλο και πολύπαθο εθνικοαπελευθερωτικό μας κίνημα, που μόλις τώρα αναγνώρισε η κυβέρνηση.

 

 

 

(810)