του Χρυσόστομου Κριμπά

Εκείνο που φοβάται πολύ ο άνθρωπος, είναι ο θάνατος. «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατο» λέει το νεκρώσιμο εκκλησιαστικό τροπάριο. Τον φοβάται γιατί δεν μπορεί να τον νοιώσει. Δεν θέλει να χάσει τη ζωή του. «Και με τα χίλια βάσανα, πάλι η ζωή γλυκιά είναι» λέει η λαϊκή ρήση.

Ο άνθρωπος, δεν θέλει να χάσει την επαφή με τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο, του πραγματικού. Εξάλλου, δεν ξέρει πού πηγαίνει, τον τρομάζει το άγνωστο και ανεξερεύνητο: Ο Κωστής Παλαμάς, στιχούργησε: «Ζωή, δεν είναι τίποτα για μας, όξω από σένα / αγάπα και ξεφάντωνε και δούλευε και ζήσε / και προσηλώσου στη ζωή, στρείδι στον βράχο επάνω / και μη σε νοιάζει πού θα πας, τα μάτια σου, όταν κλείσεις».

Για να ξεφύγει ο αδύνατος άνθρωπος, από το φρικτό, το παγερό, το έρημο φάσμα του θανάτου, καταφεύγει στη φαντασιοπληξία και μυθοπλασία. Προϊόν αυτής της απεγνωσμένης και άκαρπης προσπάθειας, είναι και το αθάνατο νερό.

Το αθάνατο νερό, έχει τη φανταστική ιδιότητα, να εξασφαλίζει την αθανασία, σε αγαπημένα μας πρόσωπα ή να ανασταίνει, σε περίπτωση που θα πεθάνουν. Παρά τη βαθιά πίστη, τη φρούδα ελπίδα του λαού μας στην ύπαρξη του αθάνατου νερού, κανείς δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τη φύση, την προέλευση και τον τρόπο προσπέλασης, στην άγνωστη πηγή του. Τα ανύπαρκτα, δεν προσδιορίζονται γιατί δεν έχουν υπόσταση. Είναι ανυπόστατα και απροσδιόριστα.

Ίσως, το αθάνατο νερό, να είναι κάτι σαν το νέκταρ και την αμβροσία, που έπιναν οι αρχαίοι Θεοί, για να εξασφαλίσουν, να διατηρούν και να διαιωνίζουν, την αθανασία.

Το αθάνατο νερό, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, το φυλάνε δράκοι, μάγισσες και άλλα πολλά, αλλόκοτα πλάσματα, μυθικά και φανταστικά. Τα μέρη της φύλαξης, είναι μυστικά και απροσπέλαστα. Το αποκτάει, όποιος καταφέρει να ξεπεράσει τα απροσμέτρητα, και δύσκολα εμπόδια, με παλικαριά, αλλά και με πονηριά.

Νίκος Λάσκαρης: Το αθάνατο νερό, έβγαινε ψηλά σ’ ένα βράχο και έπεφτε χάμω, αλλά στο κατέβασμα, γινόταν αχνός. Αν έβαλε κανείς αγγείο για να το πιάσει, το τρυπούσε. Μόνο στο νύχι αστεράτου αλόγου, που δεν εκαλλιγώθη, επιανόταν. Αλλά δεν ήταν εύκολο να βρεθεί νύχι αστεράτου και ακαλλίγωτου αλόγου. Έτσι, κανείς δεν το ήπιε και γι’ αυτό, ούλοι πεθαίνουμε.
Το αθάνατο νερό, ήταν ψηλά στα βουνά των Καλαβρύτων. Τώρα, η τοποθεσία αυτή, λέγεται Καταφύγια, γιατί εκεί καταφεύγανε ούλοι, δίχως όμως και να πετυχαίνουν το σκοπό τους.

Στίχοι για το αθάνατο νερό:
• Πάγω γι’ αθάνατο νερό, γι’ αθάνατο βοτάνι / να δώσω στην αγάπη μου, ποτέ να μην πεθάνει.
• Εσύ το βλέπεις χάνομαι, τι με ρωτάς που πάγω / να βρω τ’ αθάνατο νερό, απέθαντος να γίνω.
• Πού ήσουνα Γκόλφω κι άργησες και νύχτωσες και βράδιασες / ήμουνα πάνω στον Χελμό κι έπινα αθάνατο νερό.
• Γιάννης Βηλαράς: Από τα κορφοβούνια, τ’ αθάνατο νερό / πολύ και πλούσιο τρέχει, γλυκό και καθαρό.
• Αχιλλέας Παράσχος: Σ’ αυτά τα άγρια κύματα, τα ηλιοφωτισμένα / φθάνουν τ’ αθάνατα νερά εδώ, τα μυρωμένα.
• Κώστας Κρυστάλλης: Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές, γλυκές μου αγάπες / να μου προσφέρουν γιατρικό, τ’ αθάνατα νερά τους.
• Λάμπρος Πορφύρας: Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη / δεν σκότωσε τον Δράκο ή τον Αράπη / και να της φέρει αθάνατο νερό / και να ‘ναι καθαρό και δροσερό.
• Φώτης Αγγουλές: Εχτές επάσκιζα να βρω τρόπο να κλέψω από τον Δράκο / για σε τ’ αθάνατο νερό για σε που πας να μπεις στον λάκκο.
• Νίκος Εγγονόπουλος: Αν είν’ αυτός που αγάπησαν οι δεκατρείς νεράιδες, προτού πλησιάσει ας πάει να πιει τ’ αθάνατο νερό, να ξεδιψάσει.
• Γιάννης Ρίτσος: Να ‘χα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια να ‘χω / να σου ‘δινα να ξύπναγες, για μια στιγμή, μονάχα.
• Ο ίδιος: Αδελφή μου, σου ‘χα τάξει να σου φέρω τ’ αθάνατο νερό. Τώρα, κραυγάζεις: Αδελφέ μου, διψώ, πού ‘ναι τ’ αθάνατο νερό, να μου δώσεις να πιω, να ξεδιψάσω;
• Μάρκος Βαμβακάρης: Από τα γλυκά σου μάτια, βγαίνει αθάνατο νερό / ψες σου γύρεψα λιγάκι και δε μου ‘δωσες, να πιω.

Το ανθόνερο ή ανθονέρι, ή άνθινο νερό, ή ανθόναμα ή ανθόσταγμα ή ανθέλαιο είναι αρωματικό νερό. Προέρχεται από την απόσταξη ανθέων, που έχουν ευχάριστη μυρουδιά. Πιο γνωστό, είναι το νέρολι, που βγαίνει από τα άνθη της πορτοκαλιάς, ή της νεραντζιάς. Γνωστό είναι και το ροδόσταμα ή ροδόσταμο ή τριανταφυλλόνερο ή ροδέλαιο.
Παλιότερα, οι νοικοκυρές σε όλη την Ελλάδα, ήξεραν να φτιάνουν, ωραίο ανθόνερο. Το διατηρούσαν σε μπουκάλια, όλον τον χρόνο, το χρησιμοποιούσαν σε περιστάσεις χαράς ή λύπης: σε γιορτές, αρρώστιες, καθώς και σε ποικίλες άλλες χρήσεις: ζαχαροπλαστική, φαρμακευτική, αρωματοποιία κ.α.
Λαϊκή απειλή: «Για να πιάσεις στο στόμα σου τη μάνα μου, πρέπει πρώτα να πλύνεις τη γλώσσα σου, με ανθόνερο».

Λαϊκοί στίχοι:
• Επάνω στην τριανταφυλλιά έφτιασε η πέρδικα φωλιά / κι αναταράχτη η πέρδικα και πέσαν τα τριαντάφυλλα / το μάθαν οι αρχόντισσες και παν να τα μαζέψουν / να φτιάσουν άνθινο νερό / να λούσουν νύφη και γαμπρό.
• Σπυρίδων Βασιλειάδης: Δότε μοι λωτόν εταίροι, δια να πίνω ανθοσμίαν / και να έχω ευθυμίαν.
• Ρώμος Φιλύρας: Ανθόνερα να στάζουνε και μύρα να πυκνώσουν / τη χαρά να δυναμώσουν.
• Κωστής Παλαμάς: Άφκιαστο κι αστόλιστο, του Χάρου δεν σε δίνω / στάσου με τ’ ανθόνερο, την όψη σου να πλύνω.
• Μιλτιάδης Μαλακάσης: Αλλ’ ο ψίθυρος, η αύρα, αυτός ο τόνος σε λιγάκι θα χυθεί σαν ανθόνερο, που ανάλαφρος ο πόνος μαγικά θα εξατμισθεί.
• Ο ίδιος: Μες στο γαλάζιο σύθαμπο, μ’ άχραντα ρόδα η χαραυγή και στ’ ανοιχτά τους πέταλα το λυκαυγές να στάζει / τέτοιο ρουμπίνι ανθόνερο, κανένας να ‘τανε να πιει / να δροσιστεί και να καεί σαν φύλλο στο χαλάζι.
• Ο ίδιος: Σ’ έχω κλείσει μέσα στην ψυχή μου και με σμυρνολόγι σε λιβανίζω / και μ’ αχνό ανθόνερο, με αγάπη σε ραντίζω.
• Άγγελος Σικελιανός: Και με κρυφά ροδόσταμα ήσυχα να κοιμάσαι / χρυσά σταμνιά όλο βάλσαμο, για μένα, να θυμάσαι.
• Νίκος Γκάτσος: Σε πότιζα ροδόσταμο, με πότιζες φαρμάκι / της παγωνιάς αητόπουλο, της ερημιάς, γεράκι.
• Γεώργιος Λευκαδίτης: Έχω μετάξια από της Προύσας το παζάρι / της Θράκης το ροδόσταμο, που σ’ ανασταίνει / έχω μπριλάντια, έχω σωρούς μαργαριτάρι / γιορντάνια από της Πόλης μας το μπεζεστένι.
• Γιώργος Κάρτερ: Ανθόνερο έτρεχε από τις πληγές του Νικηφόρου και τις θεράπευε.
• Νίκος Χελιώτης: Ήπιες σε κύπελα αργυρά της δρόσου το ανθονέρι / κι έκρουσες τις φτερούγες σου, πάνω απ’ το πανέρι.
• Νίκος Αγγελής: Την κάθε ώρα, ένιωθε τα γένια του παππού, απαλά, ποτισμένα με ανθόνερο, να σαλεύουν στα ριζαύτια της.
• Προπολεμικό λαϊκό: Στις Πλάκας τις ανηφοριές / που γέρνουν οι κληματαριές / είναι κάτι Πλακιώτισσες / που λες, ροδόσταμο τις πότισες.

(781)