24 χρόνια ηχηρής απουσίας του μεγάλου ποιητή αθάνατων ελληνικών τραγουδιών

Άν και εξέδωσε μόνο μία ποιητική συλλογή (την Αμοργό), ο Νίκος Γκάτσος αποτελεί μοναδική περίπτωση στον ελληνικό πολιτισμό και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μας ποιητές. Γεννημένος το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, τελείωσε στο χωριό το Δημοτικό Σχολείο, αλλά έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Τρίπολη. Εκείνη την εποχή γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 το όνομά του είχε ήδη αρχίσει να συζητείται στους φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών. Ήταν τότε που μυήθηκε στο ρεύμα του υπερρεαλισμού μέσα στα λογοτεχνικά καφενεία και έγραψε το κορυφαίο και μοναδικό ποιητικό του έργο, την «Αμοργό». Κυκλοφόρησε στην Κατοχή σε 308 αντίτυπα (των 20 σελίδων) και σύμφωνα με μαρτυρίες γράφτηκε εν μια νυκτί. Η συγγραφή του έργου άρχισε ένα βράδυ στο σπίτι του Γκάτσου, παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη.

Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις

«Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ… Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής» είπε για τον μεγάλο μας ποιητή ο Οδυσσέας Ελύτης.

Απόσπασμα από την «Αμοργό» Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει. Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου; Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου. Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.

«Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα και όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του “Λουμίδη” ή του “Πικαντίλλυ” να μιλάμε…Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου» (Μάνος Χατζιδάκις).

Από το 1943 που δημοσιεύτηκε η «Αμοργός» έως και το θάνατό του, μόνο τρία ποιήματά του ακόμη δημοσιεύτηκαν: Το «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Όλη του την έμπνευση και το απίστευτο ταλέντο, ο Νίκος Γκάτσος το διοχέτευσε στους στίχους, αφήνοντας μια μεγάλη παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης και άλλοι, μελοποίησαν στίχους του.

Ανάμεσα στα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου έχουν ξεχωρίσει τα «Αθανασία», «Η μικρή Ραλλού», «Αύριο πάλι», «Σ’ έβλεπα στα μάτια», «Μάτια βουρκωμένα», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Κοίτα με στα μάτια», «Μπουρνοβαλιά», «Η ενδεκάτη εντολή», «Κεμάλ» και «Περιμπανού».

«Όταν έγραφε τους στίχους για το “Ρεμπέτικο” μου έδινε την εντύπωση, αυτός που ένιωθε και έπραττε τόσο μακριά από κάθε εξουσία και εξουσιαστή, πως είχε την ανώτερη εξουσία και την μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια του. Έγραφε παντού. Στο διαμέρισμα που μέναμε στην Κυψέλη («Στης πίκρας τα ξερόνησα», «Μπουρνοβαλιά», «Το δίχτυ»), στο σπίτι μου στο χωριό μου, όπου είχαμε πάει για λίγες μέρες («Μάνα μου Ελλάς») και στο σπίτι της Μαρίας και του Σωτήρη Μουστάκα («Καίγομαι – καίγομαι»). Ήταν τα γενέθλια της λατρεμένης και σε μας κόρης τους και της πήγαμε δώρο μια κόκκινη γραφομηχανή. Παίζοντας ο Νίκος, άρχισε να γράφει: “Καίγομαι καίγομαι ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά…”. Όταν τελείωσε, μας είπε χαριτολογώντας, πως έγραψε κι εκείνος ένα “σκυλάδικο”…» (Αγαθή Δημητρούκα, “Το ταξίδι”, στο Ημερολόγιο 1999 των εκδόσεων Διάμετρος).

Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στις 12 Μαϊου 1992 και τάφηκε στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού και μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο LIFO.gr το 2015 από την Α. Κολοβού. © LIFO 2015

Πηγή: www.lifo.gr

(81)