Τα φαγάκια, όπως είναι γνωστό, συνοδεύονται με εμπειρίες, πόσο μάλλον η παρασκευή τους, που σ΄αυτή τη περίπτωση είναι η παρασκευή των παραδοσιακών ζυμαρικών, … Χυλοπίτες και λαζάνια .
Δεν γνωρίζω αν είναι καταχωρημένη στο “Larousse Gastronomique”, αλλά δεν με νοιάζει κιόλας..
Ήμουν εννέα ετών περίπου, και βρέθηκα Ιούλιο μήνα στο χωριό των γονιών μου, Δάρα Αρκαδίας,( το γνωστό Έθνος,) , υπό την προστασία της θείας Φώτως, (Φ Παπαντωνίου ) γιατί η Μάνα νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της πρωτεύουσας (Αθήνα) με ανίατη ασθένεια.
Η θεία Φώτω είχε μαζέψει αυγά, παράγγειλε φρέσκο γάλα από τον τσοπάνη, και είχε πάρει και αλεύρι από τον μύλο.
Καθαρίστηκε το σπίτι ν αστράφτει, κι απλώθηκαν στα κρεβάτια πεντακάθαρα λευκά, βαμβακερά σεντόνια, που ήταν μόνο για τα μαγερέματα. ( Μεγερέματα έλεγαν τότε τις χυλοπίτες , τα λαζάνια και τον τραχανά) .
Ενα πρωινό -αχάραγα- γέμισε το σπίτι γυναίκες κάθε ηλικίας. Πρώτο μέλημα το φαγητό!! Κόκορας κοκκινιστός με λαζάνια. Κάθε μία είχε αναλάβει και μια εργασία κι εγώ … τα θελήματα
Όλες με μαντήλι στο κεφάλι, την ποδιά τους δεμένη γύρω από τη μέση και στη τσέπη της ..ένα μαχαίρι. Εργαλείο σοβαρό το μαχαίρι, και η καθεμιά ειχε φέρει το δικό της, αυτό που το “γνώριζε”.
Σπάσανε τ αυγά κι έτρεξε το γάλα μέσα στην πήλινη λεκάνη. Σκορπίστηκε τ’ αλεύρι, σύννεφο, μέσα απ την συρμάτινη κρισάρα κι ήρθε τ’ αλάτι κι έπεσε και γίναν όλα ένα .
Ξεκίνησε το ζύμωμα και για αρκετή ώρα η θεία Φώτω, μ όλη της τη δύναμη, έδινε αγώνα με τα χέρια ..κι ενώθηκαν τα υλικά κι ήρθε κι έγινε γυαλιστερό ζυμάρι.
Κάνανε μπάλες το ζυμάρι, και σκορπίστηκε στα τραπέζια αλεύρι. Ο πλάστης πήγαινε κι ερχότανε πάνω από τις ζυμαρένιες μπάλες. Τεχνίτρες στο φύλλο, για πότε γινόταν θεόρατο ούτε που καταλάβαινα.
Κι όλη την ώρα ακούγονταν γέλια, πειράγματα, τραγούδια , ιστορίες αστείες , γλυκές, ιστορίες πονεμένες. Κι εγώ να τρέχω πότε στη μια και πότε στην άλλη μ ένα ποτήρι παγωμένο νερό.
– ” τη δροσιά του νάχεις” η μία ”
– την ευχή μου παιδάκι μου”. η μεγαλύτερη.
Άντε και παγωμένη βυσσινάδα μετά…. σπιτική… και το φαγητό σε εξέλιξη , να σου σπάει τη μύτη.
-Να κόψουμε και λίγες δίπλες, έτσι για το καλό, είπε μια γειτόνισα,
-Κι έναν χαλβά να είχαμε … είπε κάποια άλλη.
Πότε έγιναν ολα τούτα !!! Γεμάτη μια πιατέλα κατακίτρινες δίπλες , αφράτες , λουσμένες στο μέλι με καρύδι και κανέλλα… Κι ένας χαλβάς σιμιγδαλένιος ….άλλο πράγμα…!!!!!
Απλώθηκαν τα φύλλα ολοστρόγγυλα κι ύστερα από λίγη ώρα διπλώθηκαν κι άρχισε το κόψιμο. Μακριές λωριδες στην αρχή και μετά… να οι χυλοπίτες …γέμιζαν τα τραπέζια, και τα λαζάνια τούφες, ξεκουράζονταν ωσότου στεγνώσουν για να έρθει η στιγμή ν αποθηκευτούν με προσοχή.
Το αποτέλεσμα ;;; Τριάντα κιλά χυλοπίτες, δέκα κιλά λαζάνια…!!!!!!
Ήθελα να κόψω κι εγώ. Το ζήτησα και να .. μπροστά σ έναν μικρό σοφρά να κόβω λωρίδες.! Ακόμη έχω το σημάδι στο μικρό δάχτυλο από το μαχαίρι…
Και η θεία Φώτω, ( νοικοκυρά απο τις λίγες), ακόμη και σήμερα φτιάχνει τα ζυμαρικά της.. Με τον πιο σύγχρονο τρόπο βέβαια αλλά με τα δικά της υλικά . Χωριάτικα αυγά, γάλα φρέσκο, κι αλεύρι από τον μύλο. Το φύλλο πρωταγωνιστεί στις δίπλες της, το αξεπέραστο κέρασμά της, και στο φύλλο για πίτες….
– πάτε και παίρνετε το έτοιμο φύλλο,…..κι ούτε ξέρετε τι έχει μέσα, όλο συντηρητικά. Κουνάει το κεφάλι και συμπληρώνει ..
– Δεν είναι τίποτα, βάζεις – αλεύρι, λίγο λάδι, λίγο ξύδι, λίγο αλάτι, λίγο νερό … φτιάχνεις φύλλο και μοσχοβολάει ο τόπος όταν φτιάχνεις πίτα ….

υγ. ακόμη να μάθω αυτή τη συνταγή που την λένε : λίγο από αυτό, λίγο από το άλλο ….

Γιώτα Μπ.

kokorax

(308)