Ο ενωμοτάρχης Μακρυσιγκούνας, από τα χωριά του μεγάλου κάμπου καταγόμενος, που είχε τοποθετηθεί διοικητής σε τμήμα της Χωροφυλακής σε ορεινό και δυσπρόσιτο χωριό της Γορτυνίας, είχε υπηρετήσει ως λοχίας στο τμήμα ευζώνων και πολύ καμάρι το είχε και ιδιαίτερη τιμή το θεωρούσε.
Είχε συλλάβει το Μητσομπούκουρα, επ’ αυτοφώρω να κλέβει κάτι κατσίκια και γίδες στου γέρο-Τραχανά τη στάνη. Καμιά δικαιολογία ή συγγνώμη δεν έπαιρνε το γεγονός, παρά τις προσπάθειες του δικολάβου του χωριού να συμβιβάσει Μητσομπούκουρα και γερο-Τραχανά.
Η αλήθεια είναι ότι και ο τοπικός βουλευτής και ο Δήμαρχος αλλά και ο δάσκαλος, οι πρώτοι του χωριού δηλαδή, παρενέβησαν υπέρ του συλληφθέντος –ψήφος ήτανε αυτός- αλλά ο Μακρυσιγκούνας ήτανε αμετάπειστος.
– Άπαξ και συνηλήφθη η εξουσία θα καν’ του καθήκουν της.

Και είχε δίκιο ο ενωμοτάρχης Μακρυσιγκούνας να είναι αμετάπειστος. Για μήνες τώρα γίδες, πρόβατα και τραγιά, χάνονταν χωρίς η εξουσία να πάρει μυρουδιά ούτε ποιος ήτανε ο κλέφτης αλλά ούτε ποιος πήρε από τα κλοπιμαία και … μεζέ.
Και μια και το ‘φερε ο δαίμονας και πιάστηκε ο κλέφτης, πως θα τον άφηνε τώρα, ο θριαμβεύσας, επι τέλους Μακρυσιγκούνας.

– Τι θέλ’ κι ου βουλευτής κι ου Δήμαρχους κι επιμβαίνουν… Να τουν απουλύκου: Αμ τότενες ας πάνε στου διάουλου κι τούτα τα γαλόνια, αν καταντήσουμε τοιουτοτρόπως – έλεγε δείχνοντας τις δύο χρυσοκίντρινες «σαρδέλες» που είχε στο μανίκι του. Καλύτερα να τις έτρωγες παρά να τις ατιμάσει…

Έτσι για να αποφύγει τις παρεμβάσεις αποφάσισε να δικάσει τον Μητσομπούκουρα στην Αθήνα και αφού συνεννοήθηκε «αρμουδίους» κανόνισε και δυο χωροφύλακες ως φρουρά. Με έξοδα Δημοσίου και με συνοδεία, θα πήγαινε για πρώτη φορά στην Αθήνα ο Μητσομπούκουρας, σα να είναι κανένας τρανός, όπως είπε ο Γληγόρης ο καφετζής…

Η πολυκοσμία της Αθήνας κατέπληξε το Μητσομπούκουρα. Ο θόρυβος τον ζάλισε, οι δρόμοι πολλοί και ανακατωμένοι… δεν ήξερε που βρισκόταν.
– Που βρίσκουνε οι άνθρωποι τα σπίτια τους μέσα σε τόσους δρόμους, ρώτησε τον χωροφύλακα.
– Όπως εσύ τις γίδες στα ρουμάνια, του απάντησε εκείνος.
Ο Μητσομπούκουρας κοίταζε γύρω του, όλο ψηλά σπίτια, βουνά δεν έβλεπε….
– Χορτάρι δεν έχει εδώ γύρω; Ξαναρώτησε
– Που να βρεθεί χορτάρι στην Αθήνα ρε Μήτσο; του είπε ο άλλος χωροφύλακας.
– Τότε που βόσκει τα πράματά του ο κόσμος;
– Ιδώ δε βόσκουν πράιτα, του είπε ο ενωματάρχης, ιδω βόσκουν… ανθρώπους.

Καθώς περνούσαν έξω από τις βιτρίνες ενός μεγάλου καταστήματος ο Μητσομπούκουρας είδε, ζωγραφιές με τοπία, εικόνες, ζωγραφισμένες μάχες, θηρία, βιβλία χοντρά και χρυσοδεμένα.
– Εκκλησία είναι ‘δω; ρώτησε
– Όχι βιβλιοπωλείο…
– Και τι είναι τούτο; είπε και στάθηκε μπροστά σε ένα πίνακα που έδειχνε τις «Τρεις Χάριτες» οι οποίες έλαμπαν με όλη την αρμονικότητα των γραμμών των θεϊκών σωμάτων τους.
Οι χωροφύλακες τον τράβηξαν για να συνεχίσουν το δρόμο τους. Ο Μήτσος προχώρησε ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον πίνακα μονολογόντας – «Τι είναι τούτη η Αθήνα, γι’ αυτό μας πήρε ο διάβολος, μας πήρε… Πουκάμισο δεν έχουν να φορέσουν και μου θέλουνε και φωτογραφία, οι γκιόσες…»
Και για να μην πολυλογούμε, έφτασε η μέρα της δίκης. Ένας δικηγόρος πολιτευάμενος, υπεράσπισε το Μητσομπούκουρα• είπε πολλά «περί ατυχούς ορεσιβίου, όστις εσύρθη θύμα της δικαιοσύνης μέχρι του εδωλίου, εις το οποίον εκάθησαν βασιλοκτόνοι, προδότες και αναρχικοί» Αυτή ήταν μια φράση που πολύ του άρεσε, και την επαναλάμβανε ταίριαζε ή δεν ταίριαζε…

Το δικαστήριο βέβαια είχε καταλλήλως μιληθεί, διότι μπορεί ο ενωμοτάρχης Μακρυσιγκούνας να είχε την πεποίθηση πως την κρίση του ζωοκλέφτη, στο Αθηναϊκό δικαστήριο θα την έκανε η τυφλή δικαιοσύνη, αλλά ο βουλευτής και ο Δήμαρχος είχαν φροντίσει να «της ανοίξουν τα μάτια» για να κερδίσουν τον ψήφο.
Ο ίδιος ο ενωματάρχης είχε απειληθεί με «δυσμενή μετάθεση» και προσπάθησε και αυτός να συσκοτίσει την κατηγορία, λέγοντας ότι:
– Ου συλληφθείς επ΄αυτοφώρου κύριε Πρόεδρε, ενδέχεται να είναι…. άλλος!!!!

Επίσης, και ο γερο-Τραχανάς, του οποίου ο Δήμαρχος έταξε ελεύθερη είσοδο στα δημοτικά βοσκοτόπια, εξέφρασε αμφιβολίες για το αν ο Μητσομπούκουρας πήρε τα κατσίκια του και αν …υπήρχαν κατσίκια στη στάνη του.!

Όλοι ήταν αθωωτικοί και φαινότανε πως ο ζωοκλέφτης θα «έπεφτε στα μαλακά», αλλά ο εισαγγελέας εγερθείς επιτέθηκε σφόδρα κατά της ζωοκλοπής και των ζωοκλεφτών.

«Κύριοι, εις την ζωοκλοπήν και εις την κάλυψιν των ζωοκλεπτών οφείλεται μια από τας μεγαλυτέρας δυστυχίας της Ελλάδος» είπε ο εισαγγελεύς και ακoλουθώντας την λογική του σκέψη, ανέλυσε επί μακρόν και λεπτομερώς κάθε θέμα χωριστά. Μίλησε για την Εθνική οικονομία αλλά και περί της δυσπεψίας του λαού, αφού τα καλύτερα «ψημάρνια» τα τρώνε οι ζωοκλέφτες και δε μένουν για το λαό παρά οι παλιοπροβατίνες και τα υπερήλικα τραγιά, τα οποία έχουν οχεύσει πλήθη αιγών, πράγμα το οποίον επιφέρει, όπως είπε, εξασθένηση και Εθνικό εκφυλισμό.!
Τέλος κάθισε κατάκοπος από την έντονη αγόρευση κατά της ζωοκλοπής, σκουπιζόμενος με το μαντίλι του, φυσοκοπώντας και πίνοντας χλουχλουκιδών, ένα ποτήρι νερό.
Τότε ο Πρόεδρος εστράφη προς τον κατηγορούμενο.
– Τι έχεις να πεις εσύ;
Ο Μητσομπούκουρας αποσβολωμένος, από την επιθετική ομιλία που είχε προηγηθεί, σηκώθηκε και κοιτώντας προς τον κατήγορο Εισαγγελέα φώναξε:
-Τι να πω, κυρ Πρόεδρε, που αλλουνού έφαγα τα κατσίκια, κι άλλος σκούζει τόση ώρα από εφτού απάνου!!!

(55)