( Το ποιητικό έργο του Μάνθου Ιωάννου (1665-1748) από τα Ιωάννινα αναφέρεται στην ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς και την άλωση του Ναυπλίου (1715). Ο ελάχιστα γνωστός Ηπειρώτης ποιητής, που είχε βρει καταφύγιο στη Βενετία, θρηνεί τη νέα σκλαβιά των ομογενών του Μωραϊτών, παραβάλλοντάς την με την αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο).

Ο Βεζίρης έστειλε με βίαν μεγάλη τόν Ασουμάν Πασιά
διά να καταπραΰνη τους ραγιάδες 

Το Ασουμάν Πασιά έστειλε μ’ ασκέρι επτά χιλιάδες
Να πάγη μέσα στον Μωριά να πάψη τους ραγιάδες
Στου Ντάρα πήγε κι εκόνεψε στον πύργο πού ’ναι η βρύση
Και τους ραγιάδες έκραξε να τους ευχαριστήση
Χρυσοβίτζος Αρκουδόρεμα και οι Αλωνιστιάνοι
Πού ήταν όλοι τους τρελοί και γνώσιν δεν τους φθάνει
Διακόσιοι εσυμμαζώχθησαν τον Τούρκον να πατήσουν
Μα δεν τους απαράτησαν οπίσω να γυρίσουν
Οι Βετινιώτες έκαμαν την σπίγα να τους πιάσουν
Τους Τούρκους πήγαν από βραδύς για να τους κατακλείσουν
Και την αυγή από ταχύ όλους τους επροδώσαν
Άλλους έπιασαν ζωντανούς και άλλους εσκοτώσαν

Βαρβαρότης του Επισκόπου των Βετενιώτων

 Το κρύο με παρακίνησε και η πολλή ή πείνα
να γράψω για τον ασκητήν Επίσκοπον Βιτίνας
Από τ Ανάπλι έρχομουν γυμνός και πεινασμένος
Στα χέρια των Αγαρηνών ήμουνα σκλαβωμένος
Το βράδυ, μας εκόνεψαν στον κάμπον στο Καλπάκι
Ποσώς μιλιά δεν είχαμεν άπ’ το πολύ φαρμάκι
Και πώς να υπομείνωμεν του κρύου ή της πείνας
Εκείνην την ώραν έφθασεν ό πίσκοπος Βετίνας
Ελάβαμεν παρηγοριάν να δούμεν έναν ποιμένα
τι είχε ψωμί κι είχε κρασί δύο άλογα φορτωμένα
Τον ίδαμεν κι εχαρήκαμεν ως περί τον Μεσσία
Οτι μας επαρακίναε ή μαύρη μας ή χρεία
Ενα σάγιασμα του εγύρεψα διά νά ξενυκτήσω
Οτι απ΄τό κρύο το πολύ ήμουν να ξεψυχήσω
Δεν εύτασεν ο άθλιος παρά να μην μου δώση
Μα επήρετον ή βαρβαρότητα ακόμα να με μαλώση
Και έκανε τον ασκητήν ας είναι ευλογημένος
Μα εμένα ψωμί δεν μου έδωσε όπου ήμουν σκλαβωμένος
Του λύκου το περπάτημα και τζ’ αλουπούς την γνώμη
Καλόγερον ψευδασκητήν άλλον δεν είδ’ ακόμη
Ως όπου δεν είμουν μοναχός με Αλέξανδρου Καβοτόρτα
Και πως να ξενυχτήσωμεν χωσμένοι μες τα χόρτα
Ο Κύριος ον γαρ βούλεται άνθρωπον να βοηθήση
Στέλνει άρτον επιούσιον να τον εκυβερνήση
Ως είχαμε την ανάμνησιν που λέγει ό Δαυίδι
Εκείνην την ώραν εύτασαν άνθρωποι απ’ τό λιβάδι
Κι ένας καλός Χριστιανός Κανέλος τ όνομά του
Εύγαλε και μας έδωσε το πανωφόρεμά του
Ούτος εφάνη Χριστιανός κατά τον Θείον νόμον
Εγδύθηκε το φόρεμα και τόδωσε στον δρόμον
Ο ίδιος ετελείωσε του Χριστού τα γεγραμμένα
Οτι έχεις δύο φορέματα δος του πτωχού το ένα
Οι Χριστιανός δεν σώνεται με την Χριστιανοσύνην
Αν με το ίδιο χέρι του δεν κάμη ελεημοσύνην
Του ίδιου πρέπει έπαινος και ευχαριστά μεγάλη
Οτι στην ίδιαν αρετήν παρακινούνται άλλοι
Tου Φαρισαίου ή προσευχή στον τόπον αναμένει
και του Τελώνου ό στεναγμός στον ουρανόν ανεβαίνει
Ο Επίσκοπος ήταν σοφός τους άλλους να διδάξη
Μα καλλίτερα να λείπουνται στην εδικήν του πράξι
Κι εγώ ηξεύρω το λοιπόν πως έχω αμαρτία
Να μην γένω εξεταχτής σ’ ανθρωπινή καρδία
ο Θεός είναι Κριτής εις άνθρωπον τον καθένα
Και πόσον εις τα πρόσωπα τα ιεροφορεμένα
Ο άνθρωπος με τα μάτια του να έκανε μία βρύσι
Mα ιερωμένον πρόσωπον να μην κατηγορήση
Και πρέπει νάχω συγχώρησιν και απ όλους ευλογία
Οτι με επαρακίνησε της συμφοράς ή χρεία
Κι έγραψα περισσότερον για τον αρχιερέα
Οτι δεν ενθυμήθηκε τον θρήνον του Μωρέα.

 

(165)