Αφορά την καρδιά της Τριπολιτσάς! Είναι μια γειτονιά που φέρνει τα χνάρια της πολύ πολύ πριν το ’21… μ’ ένα μάρτυρα, τον Δημήτριο, να ποτίζει με το αίμα του, το χώμα της!

Η ονομασία είναι παλιά –βλέπε π.χ. Αμπατζίδικα, Κλωνατζίδικα, Εβραίικα, Καρεκλάδικα, Εμπορικά κ.λ.π.- όμως, η Ο.Α. την επανέφερε στο σήμερα… Καθώς η λέξη “Κλωνατζίδικα” μαρτυρεί, η ονομασία προέρχεται από τις κλωνές που έστριβαν στους δρόμους οι Κλωνατζήδες, βασικά, οι Σωτηρόπουλος και Καλομητσίνης… κι εννοούμε τις οδούς -πάντα, σχετικά…: Νεομ. Δημητρίου, Παλ. Πατρών Γερμανού, Χρυσοστόμου Σμύρνης, Ερμού (Λιοπάζαρο), Αγαπήνορος, Δολιανών, Επισκ. Ανθίμου, Ρήγα Παλαμήδη… Μ’ άλλα λόγια τα τετράγωνα που περικλείονται από τις οδούς: Κύπρου-Κέννεντυ (μέχρι πλ. Πετρινού)-Νεομ. Δημητρίου-Γρηγορίου Ε΄ (μόλις 20 μ. όσο κράταγε η φάτσα του ξενοδοχ. “Ερμής”)… Ποτέ, δεν θα τα ονομάζαμε “Σουστιάδικα” ή “Καράδικα” αφού, εδώ, ήταν για κάποια χρόνια η πιάτσα των Σουστιέρηδων… αλλά και το “δωρεάν πάρκιν” τους όταν βυθίζονταν στις ταβέρνες… Όμορα των Κλωνατζίδικων η Κεντρική πλ. και το Σιταροπάζαρο, το Επισκοπείο και η παλιά Ψαραγορά, ο Αγιο-Βασίλης και του Ρέτσου…

Η πεζοδρόμηση ήταν ό,τι έπρεπε… για την ανάδειξή τους…

Ό,τι έπρεπε είναι και η σημερινή τους παρουσία ομοιάζουσα με του «Ψυρρή» της Αθήνας και τα «Λαδάδικα» της Σαλονίκης… πάντα εν σμικρογραφία… Ναι· σήμερα, είναι η πιο «ιν» γειτονιά… της πόλης!

“Τουντέι”, λοιπόν, και στο κέντρο της παλιάς γειτονιάς, δεσπόζει η Δημόσια Βιβλιοθήκη, αυτή η, παλιά, λεγόμενη «του Πανός» ή «του Μαντζουνείου»… με δίπλα το Αμφιθεατράκι… Παραδίπλα ο γραφικός ναΐσκος του Νεομάρτυρα Δημήτριου… αποκεφαλισθείς το 1803… με «παρτενέρ» τη νεότερη Παναγία τη Γρηγορούσα οικοδομημένη (1965) σε οικόπεδο του Παναγίου Τάφου! Και το άλλο, το πολύ παραδοσιακό με τις καμάρες, το παλιό 4ο Δημοτικό, με τη σούδα…, συνεχίζει να «εκπορεύεται και καθοδηγείται» από το Μοναστήρι των Βαρσών…

Αν δεν λεγόταν «Κλωνατζίδικα» η γειτονιά, θα μπορούσε να λέγεται «Κρασάδικα» ή «Ταβερνιάρικα» ή «των Καλλιτεχνών» ή «Μεθυστάδικα» αφού νηφάλιοι κατέβαιναν στα ταβερνεία και σκνήπες ανέβαιναν… και τούτο γιατί, αν δεν υπήρχαν ταβέρνες εδώ… πολλές, πάμπολλες…: Του Κοτσιώνη και του Μητρόπουλου στη Μαντινείας (Κέννεντυ), του Σωτηρόπουλου και του Καλομητσίνη, του Θεοδοσόπουλου και του «Ντουλάπα», του Κουλούκη και του Καρακαντήλα, του Κοτσιώνη…

Τα Κλωνατζίδικα έχουν παράδοση στα περί την Καλλιτεχνία… Για μια τόσο μικρή γειτονιά ο αριθμός είναι μεγάλος…! Και πρώτα πρώτα ο Μος Πολύβιος Χαλάκης από τον οποίο πέρασαν οι Γιώργηδες, δεινοί ακορντεονίστες, Κόσσυβας και Αγγελόπουλος… Ο Χοροδιδάσκαλος Λαμπρινός, οι πατήρ και υιός Δανιγγέλης (ζωγράφοι), οι Αφοί Γαργαλιώνη (Χορωδίες) και, βέβαια, η Σχολή του αείμνηστου Γιάννη Παναγιωτόπουλου-Κούρου με τους 10άδες μαθητές αλλά και το Ελληνικό Ωδείο εδώ ήταν… όπως και ο Αγιογράφος–Μος με την Εκκλησιαστική Χορωδία του Αγίου Βασιλείου, Νικηφόρος! Να μην ξεχάσουμε τον κινηματογράφο «Αρίων» και το Ελληνικό Ωδείο… αλλά και την Αλίκη Βουγιουκλάκη η οποία κατοίκησε στα Κλωνατζίδικα… με το κινηματογραφικό «έτερον ήμισυ», τον Αλέκο Αλεξανδράκη, να έρχεται στο σπίτι της θείας του, Βαλεντίνης, συζύγου του Γιάνγκου παπα-Σιώρου…, στο σπίτι-“καζάρμα” καρδιά των Κλωνατζίδικων! Μην ξεχάσουμε, το Νιόνιο, με την απίθανη «χαβάγια» που «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι» με μια μαχαιριά στην κοιλιά…! Στην κουλτούρα, της Γειτονιάς, δικαιούνται να εμπλέξουμε… τον ονειροπόλο Βασίλη Μανιάτη που, κι αυτός, «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι» με μια πιστολιά… αλλά και τον “τύπο” Κώστα Φλώκο… τους παραστάτες του Πολύβιου… ενώ, πού βάζεις τις καντάδες και τ’ αμανετζίδικα π’ αναδύονταν απ’ τα κατώγια…

Στην οδό Παλ. Πατρών Γερμανού το ξενοδοχείο-σήμα κατατεθέν «Αβέρωφ», παλιά με το Ουζερί του Κλουκίνα… Κι αυτή η οδός –από την αρχή της τη Γεωργίου Α΄- εντάσσεται στα Κλωνατζίδικα καθότι κι εδώ στρίβονταν κλωστές… ενώ, και τα Μεταξάδικα με τους Λιαπαίους στη, σήμερα, Κύπρου… κι αυτά έστριβαν, βέβαια, μετάξια… Εδώ, λοιπόν, ήταν και το δίπατο του Παναγίου Τάφου (Χαλάκη…)… ενώ, στη γωνία με την Επισκόπου Ανθίμου τα, των Καλασουνταίων και Σερέτη…, η οικογ. του Μήτσου και της Άννας Κοντιζά, με τις τρεις ωραίες κόρες, στο ισόγειο του δίπατου ένθετου των σημερινών δύο εκκλησιών…

Στην Επισκ. Ανθίμου με τη Μαντινείας γωνία, οι Αφοί Γκλίνου, βιοτεχνία παπουτσιών… με τον οινολόγο Νικολετόπουλο (από το 1949) τον αναδείξαντα το Φιλέρι!

Η Ερμού, η επονομαζόμενη «Εμπορικά» ή «Λιοπάζαρο» -Ελαιοπάζαρο- κάθε Σάββατο και Σαρακοστή, η Ερμού περιλάμβανε τ’ Αμπατζίδικα (αμπάς=είδος χοντρού υφάσματος) και τα Εμπορικά καταστήματα γυναικείων κι αντρικών υφασμάτων… (Πάπουλα, Καμαριώτη, Παπανδρέου, Κωνσταντόπουλου, Ντούρου, Ντάτσουλη, Πασσιά, Τσότρα…) με το φαναρτζή Σκανδάλη, τις μπογιές του Λιάπη, τον Αγγελόπουλο με τα στρατιωτικά του, τον “Μεγαλείο”…

Η Δολιανών με την Τηλεφωνική Εταιρεία… αλλά και το επιπλοποιείο του καλλιτέχνη, Παναγιώταρου… στο ακίνητο, Γεωργίου, που το δώρισε στον Δήμο!

Η Χρυσοστ. Σμύρνης με το παραδοσιακό καφενείο… το καφενείο του κυρ-Γιώργη και κυρ-Αρετής, αριστερών ιδεολόγων που, εδώ, καθημερινά έσφιξε από τον επαγγελματικό κόσμο… Γιος τους ο «βαρυτονάλε» γραφικός τυφλός, λαχειοπώλης, ο Νίκος! Όμως, και του Κλεισιούνη το τυπογραφείο, και του Ξύδη το Τυροκομειό και του Ξαγά το μαραγκίστικο…όπως και ο Πανάγος με τα καραβόπανα, ο “Αρίων” στο χώρο που ήταν το ξυλάδικο του Καράμπελα…

Η Αγαπήνορος ήταν η στενωπός των ραντεβού αλλά και των «υπαίθριων ουρητηρίων» με το σπίτι Καμαριώτη…!

Στη Νεομ. Δημητρίου… το Μουρουκαίικο σπίτι κι αυτό του Τζάθα με την τουρκάλα, τη Μαρία τη χοντρή, που, ασπάστηκε το Χριστιανισμό βαφτιζόμενη στον Νεομάρτυρα… Εδώ, και τα σπίτια των Καλομιτσίνη και Δούβρη, του Καπαρελιώτη και του ανιδιοτελή γιατρού, Αγγελάκου…, του Τσίπουκλη το κουρείο, το Αναγνωστοπουλαίικο σπίτι αλλά και τα κάρβουνα του Σταυρόπουλου…

Η Χατζηχρήστου –σήμερα Κύπρου- περιλάμβανε το Χρυσανθοπουλαίικο σπίτι –των Ιεχωβά…- κι αυτό του μακαρίτη Δήμαρχου, Βασ. Καρδαρά, το τυπογραφείο του Φράγκου –«Δύναμις»-, το παραδοσιακό (με τις καμάρες) με τα κάρβουνα και το Λια με τις μουστάκες…, του Τσακανάκη τα χρώματα και του Αγριοστάθη, του Κεχρή και του Δημητρακόπουλου, του Μανιάτη το οινολογικό και του Ιάσωνα το κουρείο, τα παπλώματα του Σταυρίδη και του δικηγόρου Καρλή, σπίτι και γραφείο, το ξενοδοχ. “ο Παράδεισος” και του Γιαννουλόπουλου το τσαγκάρικο…

Επί της Μαντινείας το Κανταραίικο «σικ» μπακάλικο, τα μανάβικα Καραντζά, Πύλια, Κοττή…, το φαρμακείο του Ανδρέα Σωτηρόπουλου, του Τούντα τα νήματα, των Καβουριναίων τα λαμπόγυαλα, του Ζυγομαλά τα “σπεσιάλε” αλίπαστα…

Σήμερα, η Γειτονιά των Κλωνατζίδικων ανεβαίνει… όπως την είχα χρόνια κατά νου έτσι να γίνει…: Ουζερί και ψητοπωλεία, μεζεδοπωλεία και καφετέριες, φώτα και άνθη, βιβλία και στέκια… ενώ ενώθηκε με την πλ. της «κουλτούρας» δηλ. την Πετρινού και το «Μαλλιαροπούλειο», το «Πετροπούλειο» και του Μαλλούχου… κι όλο ανεβαίνει… και κάθε βράδυ εκεί μαζεύεται η νεολαία στα μπαράκια και στις σκοταδίστικες γωνιές… “τσικ του τσικ”…

Δεν το συζητώ… και με τίποτα δεν εγκαταλείπω αυτή τη συνήθεια… Έτσι, σήμερα, άπαξ της μέρας, επισκέπτομαι τα «My Klonatzidika» πότε πολύ πρωί, πότε το σούρουπο… τόσο, που, λες, ότ’ έχω παντρευτεί τούτη τη Γειτονιά, με παπά το Σινόπουλο, με ψάλτη τον Βαρβέρη, κουμπάρο τον Παναγιωτάκη Μαλισόβα και, προσκεκλημένους όλους τους γειτόνους…! Βλέπεις… 40 χρόνια, εδώ, και μ’ όλους, να νομίζουν, ότι ήταν δικό μας το σπίτι-“καζάρμα” «των χιλίων πρωτοστέφανων» κατά τη μάνα μου… ενώ, τι κρίμα, ήταν νοικιάρικο…· όμως, με τίποτα δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό ότι «ήταν δικό μας»!

Έχουν μείνει αλησμόνητες όλες οι, πάντα, δύστυχες εποχές και συνθήκες… οι χωρίς φράγκο, οι γεμάτες αναδουλειά του πατέρα και οι χίλιες δυο στενοχώριες, τα Μακρονήσια και οι φόβοι, οι καταδότες και οι Αντάρτες, οι κλωστές κι οι μεθυσμένοι, οι ανέμες κι οι ταβέρνες, οι χαμάληδες κι οι σουστιέρηδες, οι μουστερήδες και οι καλοζωισμένοι… τι να πρωτοθυμηθείς… Τότε μέναμε στην Επισκ. Ανθίμου 8 που, μετά, έγινε 4… Ακριβώς στο σκάκι, και στον πάνω όροφο, ήταν το κρεβάτι μου… παρέα με τα κιρκινέζια και τα ποντίκια, τις δεκάδες αδέσποτες γάτες και τα σκυλιά, τα κάρα και τις σούστες, τις κλωστές και τα γνέματα…!

Διασχίζω, πάντα, μ’ αργό βήμα τη Γειτονιά· τη Γειτονιά των «My Klonatzidika»… ονειρευόμενος και, πάντα, με προσοχή μπας και χάσκει κανα στόμιο κατωγειού ή μπας κι η μπουκαπόρτα είναι σάπια και πέσω μέσα… Κάποιες φορές κάθομαι στα τουράκια… ενώ ψάχνω για καμιά πάγκα να στερεωθώ ή κανά περβάζι ν’ ανεβώ… Εδώ, γνωρίζω και με γνωρίζουν τα εναπομείναντα ντουβάρια και η αναρριχόμενη πρασινάδα του Τσιοτίνα… Κοιτάζω προς του Δούβρη για τη νερατζιά, στο Νεομάρτυρα για τη βάγια, όπως και στη σχάρα του υπονόμου αν συνεχίζει να χύνεται μέσα της το αίμα του καϋμένου αλόγου που το στραπατσάρισε το αυτοκίνητο! Νομίζω, ότι όπου να ‘ναι θα ξαγναντήσει ο Καλυβιώτης ή ο Κωσταρές, η Παγώνα η δασκάλα μου ή η Λαμπρινή του Κλέαρχου· ίσως κι ο παλαιστής Παπακωνσταντίνου ή ο Θεοφιλόπουλος της Αλαταποθήκης, ο Κούλης ο κακόψυχος κι ο Κωσταντάκης “ο Τραγωδός”… Φορές φορές σκύβω… παλιά συνήθεια… μπας κι οι κλωστές μου πιάσουν τα μαλλιά… ενώ, η φωνή του κουμπάρου ακούγεται προστακτική: “δίπλιασε με τα τρία”! Το κάθε “γκουπ” μου θυμίζει οπλή αλόγου… Μην ξεχάσω, τελευταία, έφυγε κι ο Τάκης ο Μουρούκας… Έτσι, με τη ματιά και τις αναμνήσεις, την περπατησιά, τη μάνα σαν οπτασία και τον πατέρα να ξαγναντάει από τη γωνιά του Νεομάρτυρα κρατώντας κωκ ή μασπέν… αναβαπτίζομαι· ξαναγεννιέμαι, κάθε μέρα…!

Ήθελα να ‘μουνα 20 χρονών!

ΝαεΓ

(577)