Τον Ιανουάριο του 1969, στις 29 του μήνα, παρουσιάστηκα ως δασκάλα, στο Δημοτικό Σχολείο Ζατούνης, στη θέση της κυρίας Βάσως Σωτηροπούλου, που έφευγε με σύνταξη. Απ΄ την πρώτη μέρα που πήγα στο χωριό, με τη μητέρα μου και την αδελφή μου, φιλοξενήθηκα στο σπίτι της ξαδέρφης μου, Ρεβέκας Μπούτσικα, που ήταν παντρεμένη εκεί και είχε τέσσερα παιδιά.

 Της δασκάλας,
Γεωργίας Στασινού-Κωνσταντοπούλου

Το ίδιο εκείνο βράδυ ήρθαν στο σπίτι κάποιοι στρατιωτικοί απ΄ την Τρίπολη κι αστυνομικοί που είχαν επισκεφθεί τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο άντρας της εξαδέλφης μου, Δημήτρης, με σύστησε ως δασκάλα του χωριού, καινούρια, όπου είχα έρθει στο χωριό εκείνη την ημέρα.

Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ μας και με ρωτούσαν διάφορα: για τις σπουδές μου, από ποιο σχολείο έρχομαι, πώς μου φαίνεται το χωριό, αν μου αρέσει η δουλειά μου κ.ά. Η επίσκεψή τους δεν κράτησε πολύ, μας καληνύχτησαν κι έφυγαν. Αιφνιδιάστηκα, ομολογώ. Κοιμήθηκα δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα.

Το πρωί έφυγα μαζί με την μικρή μου αδελφή Φωτεινή, και τα τρία παιδιά της ξαδέρφης μου, για το σχολείο. Οι μαθητές, η κυρία Βάσω κι εγώ πήγαμε στην εκκλησία, γιορτή των Τριών Ιεραρχών. Μετά το σχόλασμα μπήκαμε οι δυο μας, στο σχολείο για να πιούμε καφέ και να συζητήσουμε. Απ΄ τη δασκάλα, την κυρία Βάσω, έμαθα πολύ γρήγορα όλα αυτά που δεν ήξερα.

– Στο χωριό, είναι και ο Μίκης Θεοδωράκης και τα παιδιά του. Τα έχουμε στο σχολείο, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο. Ο ίδιος μαζί με την οικογένειά του βρίσκεται εδώ εξόριστος και φυλάσσεται από αστυνομικούς. Είναι ένας πανύψηλος κι ωραίος άντρας, -μου είπε- και Μεγάλος Μουσικοσυνθέτης, Μορφωμένος, αλλά απλός άνθρωπος. Ζει ήσυχα, αλλά υπό περιοριστικούς όρους. Οι αστυνομικοί βρίσκονται κάτω απ΄ το σπίτι του και τον συνοδεύουν παντού, συνέχισε και περπατώντας οι δυο μας στο χωριό, αργότερα μου έδειξε και το σπίτι του. Ήταν στο κέντρο του χωριού και πάνω στον κεντρικό δρόμο. Ήταν ο ίδιος δρόμος όπου περνούσα κι εγώ για το σχολείο και το σπίτι.

Την άλλη ημέρα στο σχολείο, η κυρία Βάσω, μου γνώρισε όλα τα παιδιά του σχολείου και τα παιδιά του Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα 9 και 12 χρόνων, μαθητές της Γ΄ και της Στ΄ τάξης, αντίστοιχα. Η κυρία Βάσω, μας χαιρέτησε όλους μας κι αποχώρησε. Έκτοτε βλεπόμαστε οι δυο μας, σε ώρες εκτός σχολείου.

Ένα μεσημέρι, φεύγοντας απ΄ το σχολείο για το σπίτι, βρέθηκα μπροστά απ΄ τον ίδιο, το Μίκη, με τους δυο αστυνομικούς, στην πλατεία του χωριού. Πρώτη φορά τον έβλεπα από κοντά.

– Είστε η καινούρια δασκάλα; με ρώτησε. Είχε μάθει απ’ τα παιδιά του, ότι στο σχολείο, ήρθε μια καινούρια δασκάλα.

– Μάλιστα, απάντησα και συστήθηκα με το όνομά μου: Γεωργία Στασινού.

– Καλώς ήρθες στο χωριό! Στο σχολείο, έρχονται και τα παιδιά μου, ο Γιώργος και η Μαργαρίτα. Είσαι πολύ μικρή, νεοδιόριστη;

– Έχω δυο χρόνια υπηρεσίας, του απάντησα.

– Καλή διαμονή!

Ανταλλάξαμε χειραψία κι απομακρυνθήκαμε. Ψηλός, πανύψηλος και όμορφος με σγουρά μαλλιά. Έμοιαζε σαν αληθινός γίγαντας. Διαπίστωσα με τα ίδια μου τα μάτια, όσα είχα ακούσει απ’ τη κυρία Βάσω, τη δασκάλα.

Ένας απέραντος θαυμασμός γέμισε την ψυχή μου και μια χαρά πλημμύρισε την καρδιά μου. Μεγάλη τύχη, για το χωριό, αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκα. Έπαιζε πιάνο, τραγουδούσε και συνέθετε μουσική, που άγγιζε τις καρδιές όλων μας. Η φωνή του ακουγόταν έξω στον δρόμο, όπου περνούσαν οι άνθρωποι του χωριού και μάγευε την ψυχή τους. Ήταν βροντερή, επιβλητική, μελωδική, κι έφτανε στα σπίτια της γειτονιάς. Η μουσική του, μας κρατούσε συντροφιά, στη μοναξιά του χωριού, ζέσταινε με τον ήχο της, την παγωνιά του χειμώνα, έδινε νόημα στη ζωή μας, τρυφερότητα στα συναισθήματα μας κι έδιωχνε τη μελαγχολία μας. Η Ζάτουνα, είχε αποκτήσει ένα δικό της, «Απόλλωνα» Θεό, με άλλο δικό του όνομα, το Θεό της μουσικής, το «Μίκη Θεοδωράκη» με το πιάνο του και το «καυτό του μουσικό ταλέντο», που σαγήνευε το χωριό.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, έδωσε άλλη διάσταση στη καθημερινή μας ζωή. Τον ζήσαμε από κοντά και μάθαμε πολλά γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Απέκτησε θαυμαστές, αγαπήθηκε απ’ όλους τους χωριανούς κι έκανε φίλους. Μιλούσε με τους χωριανούς, όπως ένας απλός άνθρωπος. Πήγαινε στο καφενείο, έκανε τη βόλτα του στο χωριό, μια δυο φορές την ημέρα κι έβρισκε διέξοδο, πάντοτε στο πιάνο του, αφού πολλές ώρες περνούσε μαζί του και ήταν κομμάτι της ζωής του.

Ενδιαφερόταν για την πρόοδο των παιδιών του και κυρίως η γυναίκα του, η Μυρτώ, σαν καλή μητέρα. Η Μαργαρίτα ήταν πανέξυπνη, μελετούσε κι είχε περισσότερες γνώσεις για την ηλικία της. Ήταν χαρισματικό παιδί και τα πήγαινε μια χαρά. Ο Γιωργάκης ήταν πολύ καλό παιδί, με πολλή καλή φωνή, στη μουσική, σαν του πατέρα του, του Μίκη. Αγαπούσε τα παιχνίδια και ήταν σκανδαλιάρης μέσα στη τάξη· είχε και καλή καρδιά. Ο πατέρας τους, πάντα τιμούσε με την παρουσία του, τις γιορτές του σχολείου, μαζί με τη σύζυγό του, τη Μυρτώ. Παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τις εκδηλώσεις των μαθητών και των παιδιών τους.

Στη γιορτή της 25ης Μαρτίου, στην αίθουσα του σχολείου, βλέποντας την κόρη του, Μαργαρίτα, που έπαιξε τον ρόλο, μιας σκλαβωμένης μάνας, ελληνίδας, του 1821, κι απ’ την άλλη στο ρόλο, της Ελευθερίας, να ξεπετιέται μέσα απ’ τα κόκαλα Ελλήνων αγωνιστών, κρατώντας στο χέρι της, σπαθί και στ’ άλλο την Ελληνική Σημαία, όταν οι άλλοι μαθητές, έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο, χάρηκε μεν, αλλά αντιπαραβάλλοντας αυτό που έβλεπε, με αυτό που ζούσε ο ίδιος ως εξόριστος, εκφράστηκε με πικρία.

– Πως είναι δυνατόν, εγώ να βρίσκομαι εξόριστος στη Ζάτουνα, στερούμενος την ελευθερία μου, ως Έλληνας πολίτης και η κόρη μου να παίζει το ρόλο της Ελευθερίας!

Βλέπετε, πόσο καμιά φορά, στη Ζωή, αντιφάσκει το παρελθόν με το παρόν;

Η δικτατορία, είχε βάλει στο γύψο, τη Δημοκρατία της χώρας μας και τον ίδιο τον κρατούσε σαν πουλάκι στο κλουβί. Τη σκέψη του, όμως και τη φωνή του, καμιά δικτατορία δεν μπόρεσε να φυλακίσει. Η ελευθερία του νου, η ποίηση και ο ήχος της μουσικής του, αντιστέκεται, ξεσηκώνει, ενώνει και βρίσκει φίλους κι οπαδούς, που διψούν και παλεύουν για τη Δημοκρατία και τις ανθρώπινες αξίες.

Η Ζάτουνα έχει γίνει γνωστή και πέρα απ’ την Ελλάδα. Στο ίδιο το χωριό, που βρίσκεται ο Μίκης, καταφθάνουν ξένοι δημοσιογράφοι, να γνωρίσουν από κοντά τη Ζάτουνα και τον ίδιο και να πάρουν πληροφορίες αν μπορούν.

Το πνεύμα του, η μουσική του, η απλότητά του, τα ιδανικά του, η ζωή του, αποτελούν το πρότυπο ενός Μεγάλου Ελεύθερου Ανθρώπου, που πάλεψε για τη Δημοκρατία και την ανθρώπινη αξία.

Συγχαρητήρια στους Ζατουνίτες, για την απόφασή τους, να δώσουν τα ονόματά του στο Μουσείο του χωριού: «ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ»

Από την Εφημ. «Ζάτουνα»

(42)