του Jacopo Sannazaro (+1530)

Αρκαδογέννητε θεέ, Λύκαιε Δία
αξίωσέ με να βρεθώ στην Αρκαδία.

Αναζητώ τη σωτήρια, την παρηγοριά μου
απ’ την οδύνη που ματώνει την καρδιά μου.

Στην Αρκαδία πάρε με, κυρίαρχε του κόσμου
και τη γαλήνη της ψυχής, γρήγορα δώσ’ μου.

Να με γνωρίσεις με τον γιο σου τον Αρκάδα
τον πιο αντρειωμένο σ’ όλη την Ελλάδα.

Μήπως μου μεταδώσει δύναμη και σθένος
ν’ απαλλαγώ απ’ το φριχτό, της Νέμεσης το μένος.

Ποθώ να συναντήσω και τον άλλο γιο σου, Πάνα,
τα μάτια του να ιδώ, τα λάγνα και τα πλάνα.

Να με μαγέψει θέλω, να με μαγνητίσει
να λησμονήσω τα δεινά που μ’ έχουν τυραννήσει.

Ν’ ακούσω την ηδονική του τη φλογέρα
μεθυστικές μολπές να στέλνει στο αγέρα.

Να σκαρφαλώσω τα θεόρατα τα βράχια
στ’ αρκαδικά φαράγγια και τα καταράχια.

Στου φωτεινού βουνού τις λόχμες να τρυπώσω
αγρίμια και φίδια ν’ ανταμώσω.

Βάλε μια συντροφιά μ’ αρκαδικούς ποιμένες
να φάω τυρί από γίδες μοσχαναθρεμμένες.

Με τις νεράιδες τις πανέμορφες να με γνωρίσεις
στα σαγηνευτικά τα δίχτυα τους να με τυλίξεις.

Ελπίζω κάποια να βρεθεί να με πλανέψει
τη λαβωμένη μου καρδιά να σώσει, να γιατρέψει.

Να με μαγέψει με τ’ αρκαδικά της κάλλη
να με λυτρώσει απ’ τη νοσηρή μου παραζάλη.

Μακριά να διώξει την ερωτική μου πείνα
που ένιωσα για την ξαδέρφη μου την Καρμελίνα.

Να την ξεχάσω Δία Φωτεινέ, βοήθησε με
κοντά σου πάρε με, στην Αρκαδία τράβηξέ με.

Στο Όρος Λύκαιον ποθώ την ίαση για να βρω
απ’ το δεινό το πάθος μου, το ένοχο και λάβρο.

Κι όταν αυτή τη χάρη, Δία, θα μου κάνεις
παντοτινά να ζης, ποτέ να μην πεθάνεις.

Ελεύθερη απόδοση: Χρυσόστομος Κριμπάς

(104)