Παρακολουθώ, τα γραφτά, της Εφημερίδας μας, περί τρύγου, κρασιών… Για να καταλάβουν οι νεότεροι την ορολογία…: κρασοπούλος, ήταν αυτός, που, προπολεμικά και μεταπολεμικά, μέχρι το ’70 περίπου, πουλούσε τα κρασιά αυτών που είχαν αμπέλια στην Μηλιά… ήτοι αυτών, που, ως οικονομικά ευκατάστατοι, διέθεταν αμπέλια με πύργους -όταν, λέμε πύργους, μη νομίσουμε τίποτα πύργους…· σπιτάκια μονόπατα ή δίπατα ήταν ή καλύβια…-, στη Φτέρη ή στου Ρουμάναγα ή… και οι οποίοι, εμπορεύονταν το μούστο ή το κρασί τους… δηλ. έβαζαν στο σπίτι τους ένα ή δύο βαγένια μούστο και το υπόλοιπο το πουλούσαν, ως μούστο ή ως κρασί…

Όμως, ο κ. Άλφα ή ο κ. Βήτα εργοστασιάρχης ή δικηγόρος ή…, δεν καθόταν να πουλήσει, αυτός το κρασί, στο υπόγειο που είχε τα βαγένια αλλά έβαζε συμπολίτες μας, βιοπαλαιστές… οι οποίοι, αντί ποσοστών ή πληρώνοντας το, εφάπαξ… αναλάμβαναν να πουλήσουν το κρασί… Αυτοί λέγονταν, κρασοπούλοι και, όπως είπαμε, ήτανε φτωχοί άνθρωποι με φαμελιές… πλην, όμως, τίμιοι, ειλικρινείς και αγαπητοί… Πουλούσαν το κρασί σε μπουκάλια, για τα σπίτια, ή σε νταμιτζάνες για τα εστιατόρια… Όμως, πουλούσαν το κρασί κι εκεί, στο υπόγειο… με τις κούπες… Υπήρχαν οι «ξεροσφύρηδες», οι σουστιέρηδες, οι χαμάληδες, οι χωρικοί, άλλοι γνωστοί πότες, που, από το πρωί, ώρα 8.00, κατέβαιναν κι έπιναν από μια δυο κούπες του νερού, έτσι ξερικάτα…

Ο έξυπνος κρασοπούλος, έβραζε κανά πλατοκούκι… οπότε με δυο τρία πλατοκούκια βουτηγμένα στο αλάτι, κατέβαζαν μια δυο κούπες και ξεκινούσαν για το αγώι, για το μεροκάματο… Αυτό το έκαναν, κυρίως, οι των βαρέων χειρονακτικών επαγγελμάτων -φορτοεκφορτωτές, καροτσέρηδες, σκουπιδιάρηδες, σκαφτιάδες…- ώστε με το αλάτι να σφίξει το σώμα και με το κρασί να δυναμώσει… Κάποιες φορές, οι ίδιοι, οι πότες, περνούσαν, από τα μπακάλικα κι έπαιρναν μια δυο σαρδέλες ή λίγα τρίμματα τυρί φέτα… και, έτσι, χωρίς να καθαρίζουν τη σαρδέλα, με τ’ αλάτι, την έτρωγαν κι ακολουθούσαν δυο κούπες κρασί… με ποτήρια αρκετά μεγάλα, όχι λεπτεπίλεπτα, αλλά με χοντρό γυαλί…

Ο κρασοπούλος, πάντα είχε δυο τρία τραπέζια, τσίγκινα, με 5-6 ψάθινες καρέκλες, της κακιάς ώρας, ή ένα δυο πάγκους ξύλινους αφού, το ψαθί, «είχε πάει για ήλιο»… Κυρίως, τα πρωινά, έπιναν το κρασί στο όρθιο… γρήγορα, κι έφευγαν… ενώ, άκουγες το πλατάγιασμα στο στόμα αλλά κι έβλεπες να ρετζουλάει το ρόδινο υγρό, στο σαγόνι και από εκεί στη χοντρή, υποτίθεται αθλητική φανέλα –ήταν υφαντή ή πλεκτή…- και στο λερό πουκάμισο!

Ο κρασοπούλος, ήταν τεχνίτης στη πώληση του κρασιού… Όταν άνοιγε καινούργιο βαγένι, κάποιο κρασοπουλειό, έβαζε κόκκινη σημαία, στο κεφαλόσκαλο του κατωγιού, ως σήμα κατατεθέν… Το μάθαιναν οι δυνατοί πότες… ενώ, κάποιες φορές, έβγαινε και ντελάλης στους δρόμους κι ανακοίνωνε ότι «στην ταβέρνα του τάδε άνοιξε γιοματάριιι…»… Ήτανε προσβολή να χαλάσει κρασί σ’ ένα υπόγειο… Όμως, δεν το ‘χυνε, ο κρασοπούλος, αλλά, με τρόπο, άρχιζε να το πουλάει, ως ξύδι… Όλοι γνώριζαν, ότι το τάδε βαγένι είχε ξύδι… όμως, απ’ αυτούς που κατέβαιναν, στο υπόγειο, ουδείς τολμούσε ν’ αναφέρει ή να κάνει κουβέντα για το βαγένι με το ξύδι και πώς έγινε και ξύδιασε… Εννοείται, πως, εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχε συνθετικό ξύδι αλλά «ορίτζιναλ» από ατόφιο κρασί…

Στη γειτονιά μας, υπήρχε ο καλοκάγαθος κρασοπούλος με την «ταβερνιάρικη φαλάκρα και μύτη», ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χασομέρης… Εμάς, τα παιδιά, μας αγάπαγε, γιατί, κι αυτός είχε παιδιά, εκεί στου Σέχι, παιδιά τα οποία μεγάλωσαν και αποτέλεσαν άξια μέλη της κοινωνίας μας… Ο Χασομέρης, θα λέγαμ, ότι ήταν ο αποκλειστικός κρασοπούλος, του Γιάννη Θεοδοσόπουλου, ενός μεγαλέμπορου ειδών μαναβικής… Ουκ ολίγες φορές, μ’ έστελνε στου Ζυγομαλά –στου Κάνταρου, όχι, γιατί, ο Κάνταρος ήταν μπακάλικο «κυριλέ» ενώ, ο Ζυγομαλάς της φτώχειας…- για δυο τρεις σαρδέλες ή λίγα τρίμματα ή, στο φούρνο, του Τσουκαλά για λίγο χάσικο ψωμί… Θυμάμαι, λοιπόν, το μοναδικό χαστούκι που έφαγα, από τον μπαρμπα-Νικόλα, ήτανε, όταν, είχε ξυδιάσει ένα βαγένι… Η μάνα μ’ έστειλε, «πήγαινε στο μπαρμπα-Νικόλα, να στο γεμίσει ξύδι… Πήγα και «μπαρμπα-Νικόλα, είπε η μάνα μου, να μου το γεμίσεις ξύδι»… Δεν είχα αποσώσει την κουβέντα μου, οπότε, μου αστράφτει ένα σκαμπίλι «γλυκάδι, θα λες…»! Ναι είχαν την εντύπωση, οι κρασοπούλοι, ότι με τη λέξη, ξύδι, θα ξύδιαζαν και τα υπόλοιπα βαγένια…· κάτι παρόμοιο με τις «Ερρυνίες και Ευμενίδες» των Αρχαίων…

Οι έξυπνοι και δραστήριοι κρασοπούλοι, για να υποβοηθήσουν την πώληση, μετέτρεπαν το υπόγειο και σε «ολίγη ταβέρνα» με την προσθήκη, όπως είπαμε, 3-4 τραπεζιών αλλά και με μια κατσαρόλα π.χ. ρεβυθιών –αυτό, το έκανε, ο μετά, τον μπαρμπα-Νικόλα, κρασοπούλος, ο ράφτης Γιάννης Γιαλής, ο οποίος γλύτωσε την εκτέλεση… και ο οποίος έπιανε νερό στην κατσαρόλα, από το ρέφτη και τους τσίγκους, του κλωνατζή Σωτηρόπουλου, και έφτιαχνε μια κατσαρόλα, για το μεσημέρι, ρεβίθια, με πηχτή μπόλικη σάλτσα –για να τραβάνε κρασί- που, πράγματι, έγλυφες και τα δάχτυλά σου… Άλλοι, προς το παζάρι, άναβαν φουφού, στο κεφαλόσκαλο, και τηγάνιζαν κανά εντόσθιο… Όσο για τα, τότε, υπόγεια με τα βαγένια, θα τα φαντασθούμε, γύρω γύρω με σκέτο χώμα ή ξερολιθιά και το δάπεδο, πάντα με χώμα, το οποίο, όμως, είχε ταρατσωθεί διότι, τ’ απομεινάρια από κρασί και νερό, τα έχυναν στο δάπεδο! Αν ήθελε κανείς «να πάει προς νερού του» ανέβαινε τα σκαλιά κι εκεί, πίσω από κάποια γωνιά ή κάποια κολόνα… ή κάρο.. κατούραγε, υπαιθρίως! Νερό, δεν υπήρχε… και τα ποτήρια, ο κρασοπούλος, υποτίθεται τα έπλενε μέσα σε μια αλουμινένια λεκάνη… με νερό που είχε φέρει, απ’ έξω, και με τ’ απόνερα και βρομόνερα των άλλων! Κλασικό κρασοπουλιό, αργότερα, ήταν, του Δημαράκη, στην Πάνω Αγορά, όχι τελευταία που το γύρισε σε ταβέρνα, αλλά στις αρχές και για χρόνια… που έδινε σε σπίτια… στο υπόγειό του όπου είχε περί τα 15 μικρομέγαλα βαγένια!

Ο κρασοπούλος ήτανε και ολίγον ταβερνιάρης, όπως είπαμε…. Όμως, ήτανε υποχρεωμένος να πίνει… συνοδεύοντας τον ένα ή τους δυο που κατέβαιναν στο υπόγειο και τον κερνούσαν να πιει μαζί τους… Έτσι, οι περισσότεροι κρασοπούλοι έμειναν από συκώτι! Πεθαίνοντας, λέγανε, «τον έκοψε» ή “του έκαψε τα συκώτια”! Όταν, κατάλαβαν, πόσο κακό κάνει, το κρασί, νηστικάτα, άλλαξαν βιολί… και στην τσέπη της ποδιάς τους είχαν ένα ρακοπότηρο… Έτσι, σαν οι πότες το έπιναν με τις κούπες, ο κρασοπούλος, έπινε με ρακοπότηρο, όταν τον κερνούσαν! Κι έτσι σώθηκαν κάποιοι…

Ο Ταβερνιάρης ήτανε και κρασοπούλος, συνάμα, μόνο, που ήτανε και ολίγον εστιάτορας… αφού, όσον αφορά τα εδέσματα… πρόσφερε κάτι παραπάνω… αλλά και τα τραπέζια του τα πρόσεχε περισσότερο -έστρωνε καμιά λαδόκολλα…- όπως και το χώρο, πρόσεχε, να είναι καθαρός, να έχει φως… ο ίδιος φορούσε ποδιά καρώ… Όλοι τους είχανε μουστάκια, όλοι τους φορούσαν τραγιάσκα… Οι κρασοπούλοι, δεν είχανε αμπέλια, δεν είχανε… δικά τους υπόγεια… Κι όπως είπαμε, ήτανε λαϊκοί άνθρωποι, ταπεινοί, αγαπητοί…

(150)