του Χρυσόστομου Κριμπά
Ο κλέφτης με μικρό τα αρχικό γράμμα, είναι αυτός που κλέβει. Ο Κλέφτης με κεφαλαίο, είναι ο ηρωικός ένοπλος αγωνιστής, για την απελευθέρωση της Ελλάδας, από τον μακροχρόνιο, οθωμανικό ζυγό.

Η «εξουσία» (δηλαδή, άλλοτε οι Φράγκοι κατακτητές, άλλοτε οι Βενετσιάνοι και άλλοτε οι Τούρκοι) μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τους «Κλέφτες» και να τους συντρίψει, αναγκάστηκε να έλθει σε συμβιβασμό μαζί τους και να τους αναγνωρίσει ως στρατιωτικούς καπεταναίους των τόπων. Έτσι, οργανώθηκε ο θεσμός των «Αρματολών» δηλ. των ανθρώπων των αρμάτων (όπλων) που κυριάρχησαν σε μερικές ελληνικές περιοχές, με τα κληρονομικά «Αρματολίκια» τους.

• Μα πιο καλά να ήμουνα Αρματολός και Κλέφτης / Αρματολός μες στα βουνά και Κλέφτης μες στους κάμπους / να ‘χω τα βράχια συντροφιά, τα δέντρα συγγενάδα.
• Της νύχτας οι Αρματολοί και της αυγής οι Κλέφτες/ ολονυχτίς κουρσεύουνε και την αυγή, κοιμούνται.
• Σαββάτο βάλανε βουλή / οι Κλέφτες και οι Αρματολοί / και οι τρεις καπεταναίοι / είναι, οι Κολοκοτρωναίοι.
• Δώδεκα χρόνους έκαμα, Αρματολός και Κλέφτης / τον κούκο δεν τον άκουσα, τον Αύγουστον, τον μήνα.
• Να ιδήτε Αρματολών σπαθιά και κλέφτικα ντουφέκια / πώς πολεμούν οι Έλληνες, πώς πελεκάν, τους Τούρκους.
• Κλέφτης να βγεις παιδάκι μου, κάμπους βουνά να τρέχεις / ολημερίς να πολεμάς και νάχεις όλη νύχτα / μια πέτρα για προσκέφαλο και το σπαθί για στρώμα / και το βαρύ ντουφέκι σου, σαν κόρη αγκαλιασμένο.
• Έβγα ψηλά στο Μαίναλο, στα μαύρα τα λιθάρια / για να σφυρίξεις κλέφτικα, να ρθουν τα παλληκάρια.
• Γλεντάνε τα κλεφτόπουλα, χορεύουν τα καημένα / κι ένα μικρό Κλεφτόπουλο, το τρώει το μαράζι.
• Είκοσι χρόνια έκαμα, στους Κλέφτες καπετάνιος / ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια, τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου την γλυκάδα.
• Χορεύουν τα Κλεφτόπουλα, στα έλατα από κάτω / χορεύουνε και χαίρονται και λιανοτραγουδάνε.
• Όσο είν’ ο Κλέφτης ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει / κι αν πέσει το κεφάλι του, δεν μπαίνει σε ταγάρι / το παίρνουν οι σταυραετοί, να θρέψουν τα παιδιά τους / να κάνουν πήχυ το φτερό και πιθαμή το νύχι.

• Μαύροι ζωή που κάνουμε, εμείς οι μαύροι Κλέφτες / ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε / όλη μερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι.
• Εγώ παινεύω το σπαθί, το τουρκοματωμένο / το’ χει καμάρι η Κλεφτουριά, μεγάλη περηφάνια.
• Παιδιά σαν θέλτε λεβεντιά και Κλέφτες να γενήτε / εμένα να ρωτήσετε να σας τα μολογήσω / της Κλεφτουριάς τα βάσανα και τα πικρά τα ντέρτια.
• Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω / για να περάσω αντίπερα, που ‘ναι τα Κλεφτοχώρια / που ‘χουν οι Κλέφτες μάζωξη, που έχουν τα λημέρια.
• Δεν θέλω κλέφτης για τραγιά και κλέφτης για κριάρια / μον’ θέλω Κλέφτης για σπαθί και Κλέφτης για ντουφέκι.
• Ένας αητός τριγύριζε, στα κλέφτικα λημέρια / δεν βλέπει αρνιά να βόσκουνε, κατσίκια να βελάζουν / βλέπει λημέρια των Κλεφτών, να ‘ναι χορταριασμένα.
• Πέντε πασάδες έρχονται στο Μαίναλο να βγούνε / μα τρέμουνε την Κλεφτουριά, τους Κλέφτες τους λεβέντες.
• Και με τον νου της έλεγε, τον νου τον σαλεμένο / θα πάρω το Κλεφτόπουλο, το λεροφορεμένο.
• Μια κόρη αποφάσισε να πάει με τους κλέφτες / βάζει φωτιά στον αργαλειό, στο φιλτισένιο χτένι και τ’ άρματα της σύναξε και στο βουνό πηγαίνει.
• Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Το όνομα «Κλέφτης» ήταν καύχημα. Έλεγε το παλικάρι « είμαι Κλέφτης» και έλαμπε ο κόσμος όλος. Η ευχή κάθε πατέρα, τότε, ήταν να γίνει Κλέφτης το παιδί του, να αγωνιστεί για τη λευτεριά της πατρίδας.

(260)