Του Κυριάκου Ντελόπουλου
(με Αρκαδική καταγωγή)

Όλα άρχισαν σε ένα πρόσχαρο, φιλόμουσο και μουσικόφιλο νησί του Ιονίου, την Κέρκυρα φυσικά, που το κατοικούσαν κάποτε οι Φαίακες (δεν ξέρουμε τι απέγιναν, καλή τους ώρα), τότε που διάφορες ευτυχισμένες συμπτώσεις, σθεναρές πρωτοβουλίες και αμοιβαία αισθήματα συνένωσαν τις άδολες ψυχές των μελλόντων γονέων μου, με αποτέλεσμα να προκύψει η έλευσή μου στον πλανήτη γη και να συμβάλω κι εγώ, έστω εν αγνοία μου, στην αύξηση του πληθυσμού κατά μία μονάδα, του ωραίου τόπου, της γλυκιάς πατρίδας και του κόσμου όλου, για να είμαι δίκαιος.

Το μέρος όπου είδα το ηλεκτρικό φως της νυκτός -λέγεται ότι ήταν βαθιά μεσάνυχτα- δεν ήταν η γενέτειρα των γεννητόρων μου. Οι δικές τους βρίσκονταν αλλού, πολύ μακριά, στα βάθη του Μωρέως, όπου όμως ομιλείτο η Ελληνική με κάποιες αποκλίσεις στην προφορά.

Το γεγονός της γέννησής μου ακολούθησε η βάπτισή μου, μυστήριο δημοφιλές, στο οποίο υπήρξα πρωταγωνιστής. Φημολογείται ότι έλαβε χώρα μέσα σε ένα μείγμα ανείπωτης χαράς, θρησκευτικής κατάνυξης και κόσμιας συμπεριφοράς, ότι είχε εναρμονιστεί πλήρως με τις τυπικότητες της Εκκλησίας, τα τοπικά έθιμα και τις κοινωνικές επιταγές που ίσχυαν ακόμη εκείνη την εποχή του πνέοντος τα λοίσθια χαρισάμενου Μεσοπόλεμου. Σημαντικούς ρόλους υποδύθηκαν δύο καλοί φίλοι της οικογένειας, γεροντοπαλίκαρα εκ πεποιθήσεως, διακεκριμένα μέλη της ανώτερης κοινωνίας και επιφανείς κρατικοί λειτουργοί. Κατά την κορυφαία στιγμή του μυστηρίου, όταν εκστομίζεται η φράση «και το όνομα αυτού», το παριστάμενο πλήθος, αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από ενδημούντες, παρεπιδημούντες, ενδιατρίβοντες Πελοποννησίους, εγχώριους φίλους και τους αναγκαίους παρείσακτους, στην αγωνία του να ακούσει το όνομα που θα δινόταν στο νεοφώτιστο, άρχισε σύσσωμο να φωνάζει σε άπταιστα μωραΐτικα «Πάφτε, ρε, ν’ ακούσουμε πώς θα το βγάλουν», με αποτέλεσμα να μην ακούσει κανείς κανένα από τα δύο ονόματα που μου δόθηκαν, κι ας ανεφώνησαν οι διαπρεπείς ανάδοχοί μου, στεντόρεια, «Κυριάκος» ο ένας και «Δημήτριος» ο άλλος. Ούτε και εγώ άκουσα, γιατί, όπως έμαθα αργότερα, έκλαιγα γοερά, κατά κάποιους επειδή είχα αρχίσει να βγάζω δόντια και κατ’ άλλους ότι αυτό ήταν σημάδι της μέλλουσας προσωπικότητάς μου και του ισχυρού χαρακτήρα μου.

Τα ονόματά μου συμπληρώθηκαν την επομένη αμέσως στη σχετική στήλη του επίσημου υπέρβαρου κατάστιχου του αρμόδιου ληξιαρχικού γραφείου του δήμου, μαζί με το ιστορικό επώνυμό μας. Ο ληξίαρχος δεν έκρυψε την ικανοποίησή του για το δεύτερο συνθετικό του βαπτιστικού μου διπλού ονόματος, γιατί ήταν συνώνυμο του συζύγου εξαδέλφης του, ενώ αδιαφόρησε για το πρώτο. Πάντως το ενέγραψε και αυτό με τα ίδια πλάγια καλλιγραφικά γράμματα.
«Κυριάκος ήταν και το όνομα του αειμνήστου πατρός μου», είπε ευλαβικά ο δικός μου -αργότερα- αείμνηστος πατήρ.
«Μπα; Κυριάκος στον Μωριά;» παρατήρησε ένας από τους παριστάμενους υπαλλήλους.
«Και βέβαια», τον αποστόμωσε ο πατήρ μου και αναφέρθηκε στο παραδοσιακό ονοματολογικό της οικογένειας μας, κάνοντας γνωστό ότι ο πατήρ του με το όνομα Κυριάκος διέπρεψε ως ελληνοράπτης κατά τη μέση οθωνική περίοδο και ότι έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως «πάρα πάσι» και ως ικανός επαγγελματίας και ως χρηστός πολίτης και ως λαμπρός οικογενειάρχης.

Και πριν παρέμβει άλλος και αρχίσει να μιλάει για τα ονόματα της δικής του οικογένειας, πρόσθεσε πως Κυριάκος ήταν και ο παππούς μου, δηλαδή ο πατήρ του δικού του παππού, αγωνιστής του ’21, από τους πρώτους που εφόρμησαν στα τείχη της Ντροπολιτσάς και συνέβαλαν στην ιστορική άλωση της. Ακολούθησε ένας βουβός θαυμασμός, ο οποίος αυξήθηκε όταν ένας κύριος, που μόλις είχε εισέλθει στην αίθουσα και που συστήθηκε ως αντισυνταγματάρχης, με βροντερή φωνή ανέκραξε: «Κυριάκος να είναι ο εγγονός του Κυριάκου σας, και ως Δημήτριος να επαναλάβει τους πολεμικούς άθλους του συνωνύμου του αγίου, ο οποίος άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις ως ανώτερος αξιωματικός του πεζικού και επαξίως τιμάται σήμερον ως προστάτης του», και ευχήθηκε σε όλους υγεία και χαρά και ότι ποθούσαν οι δικοί μου και οι εμβρόντητοι υπάλληλοι του δήμου.

(Από το αφήγημα «Και το όνομα αυτού…» – Καστανιώτης 2004)

(35)