Tα παλιότερα χρόνια -προπολεμικά και μεταπολεμικά- ο καφές ήταν ένας και μόνο ένας, κάθε μέρα, για τον «πάσα» έναν, άντρα ή γυναίκα… Εδώ, μάλιστα, είχαμε και μια «ανακολουθία»…: οι άντρες έπιναν το πρωί τον καφέ τους -σπάνια το απομεσήμερο, μετά το φαγητό, έναν δεύτερο -ενώ, οι γυναίκες το απόγευμα… ‘κειδά στο κεφαλόσκαλο ή στην μπασιά με τις άλλες γειτόνισσες και «μιξάζ» μοντέλο… 50% καφές και 50% σιτάρι ή ρεβύθι… για λόγους οικονομίας αφού, όταν μαζεύονταν δέκα γειτόνισσες… πού να ‘βρει άκρη η νοικοκυρά…· έτσι, η καθεμιά έφερνε το φλιτζάνι της αλλά και, εκ περιτροπής, καφέ ζάχαρη…

Αναγκαστικά, οι γυναίκες δεν έπιναν το πρωί καφέ αφού, πού να βρούνε ώρα όταν έπρεπε να κάνουνε σωρό δουλειές…· έτσι, το απόγευμα οι φουκαριάρες βρίσκανε λίγη αναπαή, να μαζευτούνε και να λακρυντέψουνε…! Υπήρχαν, βέβαια, και οι εξαιρέσεις, όπως οι κυρίες των ιατρών και μεγαλεμπόρων, των δικηγόρων και μεγαλοεπιχειρηματιών που διέθεταν υπηρέτρια (υπηρεσία) οπότε, αυτές, το ‘ριχναν στην κουβενταρία και στο χαρτάκι με απαραίτητο το καφεδάκι και το τσιγαράκι…!

Οι άντρες έπιναν το πρωί τον καφέ τους “για ν’ ανοίξουν τα μάτια τους”, όπως έλεγαν, και μόνο «τούρκικο» αφού, τότε, δεν υπήρχε κάτι άλλο… όπως, σήμερα, με τους «φρέντο» ή «νες» ή…· άσε, που, κι αν υπήρχε και τολμούσε κανείς να παραγγείλει τέτοιον… θα τον άρχιζαν με τα “αχ καλέ, αυτός φτερού είναι, χτυπήστε τον με λουκουμόσκονη…”… Άλλος έπινε «βαρύ γλυκύ», άλλος «πολλά βαρύ μισόν», άλλος “οθωμανικόν…” κ.ο.κ…. Είτε γραφιάς ήτανε, είτε χειρώνακτας… πάντα το πρωί έπινε τον καφέ του και όχι του «ρουφήξτε, ψεκάστε, τελειώσαμε…» αλλά το πιόσιμο κρατούσε μία, δύο και τρεις ώρες… γουλιά γουλιά… ενώ υπήρχανε και οι θεριακλήδες, που, π.χ. στον «πολλά βαρύ μισόν», στο τέλος, βουτούσανε μια δυο φορές και το δάχτυλο -τον δείχτη- και μάζευαν τα κατακάθια τα οποία έγλειφαν! Κάποιοι από τους γραφιάδες -δημοσίους υπαλλήλους….- συνόδευαν τον καφέ με μια ασπιρίνη ή ένα σουσαμένιο κουλούρι… αφού, τότε, δεν υπήρχανε τα «λουκούλλεια» πρωινά… τα πρωινά του βουτύρου, του αυγού, του μελιού… αλλά ο καθένας έφευγε για τη δουλειά του «θεονήστικος»…!

Κι όλα τ’ ανωτέρω, γιατί θεωρούσαν, πως, ο ένας καφές αρκεί «να σε ξυπνήσει»… δηλ. να σου διεγείρει τα νεύρα… ώστε ν’ αρχίσεις να εργάζεσαι… Και τον απολάμβαναν, τότε, τον καφέ… Το πιόσιμο ήτανε μια ιεροτελεστία… Έπιναν, πρώτα, μια μεγάλη γουλιά νερό -ίσως κι ένα ποτήρι- για να ξεπλύνουν το στόμα τους -δεν υπήρχανε, τότε, οδοντόκρεμες- και μετά ρουφούσανε τον καφέ… όπως «ο χωριάτης τον τραχανά»…· δηλ. ακουγότανε το ρούφηγμα και το, αμέσως, μετά, πλατάγισμα χειλιών και στόματος…!

Γνώριζε, από τότε, ο κοσμάκης, ότι, οι πολλοί καφέδες δεν κάνουνε καλό… κι έτσι έπιναν μ’ επιφύλαξη έχοντας στην απόλαυση του καφέ και «ολίγον ένοχη»… Όμως, με τον έναν, που, έπιναν, τους περνούσαν, προσωρινά, οι κεφαλαλγίες και ημικρανίες κι ένοιωθαν το αίμα τους να κυλάει πιο εύκολα… ένεκα της καφεΐνης… κάτι, που ανακάλυψαν, αργότερα, οι επιστήμονες, ότι ο ένας καφές αιματώνει τον εγκέφαλο… και το άτομο ανακουφίζεται, έστω, και για λίγες ώρες… Στις τελευταίες ανακαλύψεις, μάλιστα, έχει διαπιστωθεί, πως, με τον καφέ αντιμετωπίζεται, και λίγο, ο ζαχαροδιαβήτης αλλά είναι και μια μικρή προστασία προς τις επερχόμενες ασθένειες του Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον…!

Από ‘κει και πέρα, όμως, η υπερβολική κατανάλωση επιφέρει εθισμό στην καφεΐνη, υπερδιέγερση νεύρων, έκκριση αδρεναλίνης, υπέρταση, επιτάχυνση καρδιακών παλμών…

Μετά όλα τ’ ανωτέρω, έρχεσαι να ‘πεις, με τη σημερινή νεολαία… τι γίνεται και με τον αριθμό καφέδων -«στούκας»- που πίνουνε… πρωί, απόγευμα και βράδυ; Πώς κοιμούνται αυτά τα παιδιά πίνοντας καφέ το βράδυ; πώς αντιστέκονται με την υπερένταση, που, αποκτούν πίνοντας τόσο δυνατούς καφέδες; Είναι ν’ αναρωτιέται κανείς… πώς τα βγάζουνε πέρα… και πώς η καρδιά αντέχει με το καθημερινό πολύωρο “στρες” από τον καφέ…

Μήπως, μπορεί κανείς να μας το εξηγήσει; μήπως, τώρα που είναι νέοι… αντέχουνε… όμως, μεγαλώνοντας «θα πέσουνε» γρήγορα και πριν της ώρας τους…; εκτός, εκτός κι αν ο καφές, δεν είναι ο “ορίτζιανλ” καφές που πίναμε τότε…, ο γνήσιος, αλλά “ξεμπιστημένος”…· αυτό είνα βέβαιο… όπως σε όλα τα είδη…· μήπως το σημερινό ψωμί είναι αυτό που τρώγαμε τότε; το γάλα, το τυρί, το γιαούρτι; ακόμη, ακόμη και η ντομάτα, και το κρέας, και το αυγό… άλλη γεύση είχαν τότε…· “αχ, κενωνία άτιμη, πώς μας κατάντησες… να τρώμε πλαστικά…”…

(54)