Από τα Καλλιστεία, την Αμερική και τον Φελίνι, μέχρι τις ταινίες με τον Χατζηχρήστο και τις ζηλοτυπίες της Βουγιουκλάκη, η όμορφη, χαλαρή σταρ εξομολογείται τα πάντα (τα πάντα όμως!) στον Αντώνη Μποσκοΐτη

Μια έφηβη, πανέμορφη Κρητικοπούλα, μαθήτρια του Μόραλη στην Καλών Τεχνών, συναντά τον Μενέλαο Λουντέμη και σχεδιάζει το εξώφυλλο μιας ποιητικής συλλογής του. Αυτή η κίνηση της κοστίζει μια μεγάλη περιπέτεια μέσα στην αντικομμουνιστική υστερία της μακαρθικής Αμερικής, της εξασφαλίζει όμως και το εισιτήριο για μια ζωή όπως την ονειρευόταν από μικρό παιδάκι. Συναντήσεις με ιερά τέρατα της τέχνης του 20ού αιώνα, χλιδή, εξώφυλλα, πρωτοσέλιδα, φλας, παπαράτσι. «Η ζωή μου όλη ήταν μία σύμπτωση» παραδέχεται σε αρκετά σημεία της συνέντευξής μας η ηθοποιός, εικαστικός και συγγραφέας Ρίκα Διαλυνά. Το καταλαβαίνει κανείς πλήρως σαν φτάνει στο σημείο που έψαχνε στα σκουπίδια της φίλης της για να ξεθάψει το τηλεγράφημα-προσκλητήριο του μέγιστου Φεντερίκο Φελίνι, κάποτε στην Τσινετσιτά της «Ιουλιέτας των πνευμάτων». Κι από κει, πίσω στην Ελλάδα του ερασιτεχνικού λαϊκού σινεμά, στην Ελλάδα του Παπαγιαννόπουλου και του Χατζηχρήστου, του «Λαός και Κολωνάκι», στην Ελλάδα των σταρ προς εγχώρια κατανάλωση που έσκιζαν τις σάρκες τους ή πατούσαν επί πτωμάτων για την πολυπόθητη διεθνή καριέρα. Είπε πολλά πράγματα η Ρίκα Διαλυνά στη συζήτησή μας και μάλιστα για πρώτη φορά, πράγματα που ένιωσα ότι τη βάραιναν για μισό αιώνα και ήρθε η ώρα να τα μοιραστεί με τον κόσμο που την αγαπά και αναγνωρίζει όλων των ειδών τις ομορφιές της. Νιώθω κι εγώ την επιθυμία να την ευχαριστήσω από δω για την εξομολογητική της διάθεση, την εμπιστοσύνη και τα ζεστά της λόγια. Μια καλή ή επιτυχημένη συνέντευξη χρειάζεται πάντα δύο και η Ρίκα Διαλυνά αποτέλεσε πραγματικά έναν από τους καλύτερους συνομιλητές που είχα ποτέ στη δουλειά αυτή. Δική σας! Ρίκα Αδιάλυτη, όπως εύστοχα σχολίασε ο φίλος Σταμάτης Κραουνάκης, όταν του είπα ότι θα τη συναντούσα.

— Κυρία Διαλυνά, πείτε μου καταρχάς σε ποια ακριβώς φάση σας πετυχαίνω.

Με πετυχαίνετε στην πιο άσχημη φάση της ζωής μου.

— Της ζωής σας;

Ναι, έχοντας χάσει τη μάνα μου, τον πατέρα μου και την αδερφή μου, τώρα μπαίνω στην τέταρτη πιο άσχημη φάση της ζωής μου, γιατί έχω τον άντρα μου που είναι πολύ άρρωστος. Χειρότερα δεν μπορεί να γίνει. (χαμογελάει με πικρία)

— Πόσα χρόνια είστε μαζί;

Τριάντα έξι. Μια καλή ζωή δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που άξιζε να τον αγαπάς και να τον θαυμάζεις, γιατί έτσι ξεκινήσαμε: με εκτίμηση και όχι με έρωτα. Αν ξεκινούσαμε με έρωτα, θα ‘χαμε μαλλιοτραβηχτεί στα μισά. Απλά ξεκινήσαμε, λοιπόν, με αλληλοθαυμασμό, εκτίμηση και αγάπη, η οποία έδενε όλο και πιο πολύ όσο περνούσαν τα χρόνια.

Εμένα, όλα όσα είχα ονειρευτεί, μου «βγήκαν». Ήταν σαν μια μάγισσα να με ακούμπησε με το μαγικό της ραβδί. Είχα τολμηρά όνειρα εγώ.

— Μου περιγράφετε μια ιδανική συζυγική ζωή, άρα ο πόνος τούτες τις ώρες είναι αβάσταχτος.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Όταν είσαι νέος, ο χρόνος κυλάει και δεν σου περνάει απ’ το μυαλό ότι το τέλος μιας σχέσης μπορεί να είναι ο θάνατος.

— Απ’ την άλλη, γκουγκλάροντας βρήκα την ηλικία του συζύγου σας και είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερός σας.

Ναι, αλλά αυτό δεν παίζει κανέναν ρόλο, αφού πάντοτε με είλκυαν οι μεγαλύτερο από εμένα άντρες. Το θέμα δεν είναι πόσο μεγαλύτερός μου είναι αλλά το ότι δεν άντεξε στην αρρώστια του.

— Αν και την κουβέντα συνήθως την πάω προς το τέλος σε τέτοια θέματα, δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω αν όλη αυτή η διαδικασία σάς έχει οδηγήσει σε μεταφυσικές ανησυχίες.

Κοιτάξτε, επειδή ο άντρας μου είναι άρρωστος από τις 7 του περασμένου Σεπτέμβρη, τον πρώτο καιρό μού είχαν πει απ’ το νοσοκομείο ότι ήταν θέμα ημερών. Μετά, εδώ, στο σπίτι, είτε η φροντίδα είτε η αγάπη, του έδωσε μια μεγάλη παράταση και «ζωντάνεψε». Τελευταία τον παρακολουθώ να έχει επικοινωνία με ανθρώπους που έχουν πεθάνει, να τους μιλάει σαν να τους απαντάει σ’ αυτά που του λένε, υποτίθεται. Όλο αυτό με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχει μια επικοινωνία, ότι οι ψυχές δεν χάνονται δηλαδή.

Να πάω στην Αμερική, ας πούμε, σε εποχές που ούτε εύκολο ήταν ούτε συνηθισμένο. Νομίζω πως όταν κάποιος θέλει κάτι πολύ, έρχεται από μόνο του. Όσο το προσπαθείς και το πολεμάς, σου γίνεται εμμονή, νεύρωση και δεν σου κάθεται. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Όμορφο δεν είναι αυτό, αν όχι ελπιδοφόρο;

Δεν ξέρω να σας πω αν είναι όμορφο. Πολλές φορές μιλάει σαν να ‘χει τον άλλον δίπλα του. Σταματάει για να τον ακούσει και μετά απαντάει σ’ αυτά που του είπε. Τραγικό είναι!

— Τραγικό θα ήταν να βρισκόταν στην απόλυτη βύθιση, «φυτό» που λένε. Εδώ ο άνθρωπος επικοινωνεί με κάτι που εμείς δεν βλέπουμε. Έχετε σκεφτεί ποτέ να «μπείτε» κι εσείς στους επιθανάτιους διαλόγους του;

Όχι, όχι, ποτέ.

— Για να μην τον ταράξετε;

Όχι, δεν θα ήθελα. Έχει χάσει πολλούς ανθρώπους από την οικογένειά του και φίλους. Το γιο του, επίσης. Με όλους αυτούς επικοινωνεί τώρα, όπως και με έναν φίλο του που «έφυγε» πρόσφατα και του μιλάει συνέχεια.

— Εγώ το βρίσκω συγκλονιστικό.

Μα, είναι! Και να μην μπορείς να του πεις και τίποτα, γιατί όταν συνέρχεται, δεν θυμάται τίποτε απ’ όσα έλεγε. Μάλιστα, συχνά, όταν μιλάει με τους πεθαμένους, κοιτάζει προς τα πάνω. Ήταν άγριο στην αρχή, αλλά μετά τον έβλεπες σιγά-σιγά να συνεννοείται με τα πρόσωπα αυτά.

— Να σας πω, κ. Διαλυνά, πολύ θα το ‘θελα να μιλάω κι εγώ με τους πεθαμένους που αγαπώ. Ό,τι καλύτερο, όταν μέσα στη συνάφεια της ζωής συγχρωτιζόμαστε με τον κάθε αδιάφορο τύπο.

Η ζωή είναι περίεργη. Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι το τέλος είναι τέλος για όλους, δεν υπάρχει κανείς που να τη γλίτωσε. Άλλοι είναι τυχεροί που «φεύγουν» χωρίς να το καταλάβουν και άλλοι είναι άτυχοι γιατί ταλαιπωρούνται. Όταν βγήκαμε απ’ το νοσοκομείο μετά από έναν μήνα νοσηλείας, οι γιατροί μάς είπαν να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά. Η κόρη μου από τον πρώτο μου γάμο, παρόλο που δεν έζησε πολύ κοντά του, τον αγαπούσε, τον θαύμαζε και τον περιποιήθηκε σαν να ήταν δυο φορές παιδί του. Μου λέει, λοιπόν, τώρα: «Στενοχωριέμαι που τον έκανα να πάρει τα πάνω του και σήμερα ταλαιπωρείται».

— Πρέπει, όμως, πράγματι να ετοιμάζεστε για μία ακόμη απώλεια.

Α, βέβαια. Τον βλέπω να «φεύγει» καθημερινά και λέω: «Θεούλη μου, μην αφήνεις κανέναν να παλεύει με τον θάνατο τη στιγμή που ξέρεις ότι θα τον πάρει». Σήμερα, μάλιστα, που ήρθε κάποιος και τον είδε μου είπε: «Εγώ δεν θα φτάσω στο σημείο να ταλαιπωρηθώ ο ίδιος και η οικογένεια μου. Τα έχω κανονίσει να με πάνε στην Ελβετία για ευθανασία». Εγώ πιστεύω ότι αυτό που έκανε ο Βέλιος ήταν πράξη γενναία. Τρομερή! Ούτε μετά θάνατον δεν τον άφησαν σε ησυχία τον άνθρωπο. Ξέρετε τι λέω εγώ; Θα έπρεπε να επιβάλλεται μία φορά τον χρόνο οι άνθρωποι να επισκέπτονται τα νοσοκομεία. Να βλέπουν τι γίνεται με τους συνανθρώπους τους για να γίνονται καλύτεροι οι ίδιοι! Αφού όλοι ξέρουν ότι θα «φύγουν», γιατί να μην είναι μονιασμένοι και να έχουν αυτές τις κακίες, τους πολέμους, το μίσος…

Με τον Μιχάλη Νικολινάκο στη Συννεφιασμένη Κυριακή, 1959

— Αν σκεφτόμασταν τον θάνατο τόσο, δεν θα δημιουργούσαμε, δεν θα είχαμε διάθεση για ζωή.

Πιστεύω πως θα δημιουργούσαμε καλύτερα αν σκεφτόμασταν τον θάνατο ως κάτι ωραίο και αναπόφευκτο. Θα αγαπούσαμε τον συνάνθρωπο σε μια περίοδο που η οικουμένη έχει γίνει κόλαση! Τι να σας πω. Βλέπω αυτά που γίνονται στο Μενίδι, ο κόσμος όλος είναι ανάστατος. Η φτώχεια τα κάνει όλα και ξέρετε γιατί; Λείπει το όνειρο. Τι όνειρα να έχουν οι σημερινοί νέοι ώστε να τα πραγματοποιήσουν;

— Εσείς ανήκετε στους ανθρώπους που ως νέοι πραγματοποίησαν τα όνειρά τους;

Εμένα, όλα όσα είχα ονειρευτεί, μου «βγήκαν». Ήταν σαν μια μάγισσα να με ακούμπησε με το μαγικό της ραβδί. Είχα τολμηρά όνειρα εγώ.

— Πόσο τολμηρά;

Να πάω στην Αμερική, ας πούμε, σε εποχές που ούτε εύκολο ήταν ούτε συνηθισμένο. Νομίζω πως όταν κάποιος θέλει κάτι πολύ, έρχεται από μόνο του. Όσο το προσπαθείς και το πολεμάς, σου γίνεται εμμονή, νεύρωση και δεν σου κάθεται. Προσπαθείς για κάτι και δεν γίνεται. Προσπαθείς να μην κάνεις κάτι και γίνεται. Και δεν προσπαθείς για τίποτα και σου έρχεται αυτό το ωραίο κάτι.

— Πότε συνειδητοποιήσατε το χάρισμα της ομορφιάς, του κάλλους;

Όταν μεγάλωσα και μου είπαν ότι ήμουν όμορφη (γέλια). Δεν έδινα τόσο μεγάλη σημασία στην ομορφιά, όσο στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Επειδή η αδερφή μου ήταν και πολύ μεγαλύτερή μου κι επίσης πολύ όμορφη, άκουγα να λένε «το καημένο, το αδικημένο» και μου ‘κανε καλό ίσως. Όταν ένας άνθρωπος ξέρει ότι είναι όμορφος, αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του. Εγώ δεν νομίζω πως θα άλλαζα, ακόμα και να το ήξερα αυτό. Επομένως, δεν ήξερα αν ήμουν όμορφη και δεν πολυέδινα σημασία.

— Διοχετεύσατε αλλού την ομορφιά σας: σπουδές υποκριτικής, Καλών Τεχνών, ζωγραφική, καλλιστεία.

Έγραφα από μικρό παιδάκι. Έχω ακόμα ένα ημερολόγιο όπου έγραφα πώς θα ‘θελα να είναι η ζωή μου. Όταν είπα πριν «τολμηρά όνειρα», εννοούσα τολμηρά για τότε, όχι για σήμερα, που όλα είναι εύκολα, όπως το να πας ένα μακρινό ταξίδι.

— Ποια ήταν η πρώτη στιγμή που είδατε να γίνεται πραγματικότητα το όνειρό σας;

Θα σας πω! Εγώ, ως παιδάκι, δεν ξέρω πώς και γιατί, είχα παθολογική αγάπη στην Αμερική. Μάλιστα, επειδή το όνομά μου είναι Ειρήνη, εγώ έλεγα: «Όχι, όχι, Αμέρικα θέλω να με φωνάζετε». Έτσι η μάνα μου έκοψε το «Αμέρικα» και κράτησε το «Ρίκα». Να φανταστείτε, έδενα τα κορδονάκια από τα παπούτσια όλης της οικογένειας, τα έκανα σιδηρόδρομο κι έλεγα: «Τώρα πάω απέναντι, στην Αμερική»!

— Χαριτωμένο! Και σε ποια ηλικία πήγατε, τελικά, στην Αμερική;

Τότε με τα καλλιστεία, στα 17-18.

— Στην καλύτερη ηλικία για να γνωρίσετε τον κόσμο που θέλατε τόσο.

Δεν μπήκα ακριβώς έτσι στον κόσμο αυτό, γιατί τότε είχα περάσει μόλις στην Καλών Τεχνών. Βρισκόμουν όμως στην Αθήνα, στο σπίτι της θείας μου, όπου είχε έρθει ένας οικογενειακός τους φίλος, δικηγόρος, και βγάλαμε μαζί μια φωτογραφία. «Αχ, πρέπει να πας στα καλλιστεία εσύ» μου είπε. Με το που το άκουσα, κοκκίνισα. Είπα: «Αν ήμουν ωραία, καλά θα ήταν να πήγαινα στα καλλιστεία». Αυτός, όμως, «έκλεψε» τη φωτογραφία και την έστειλε στην «Απογευματινή». Με είδαν, λοιπόν, μια μέρα στην εφημερίδα και με ενέκριναν για τα καλλιστεία, χωρίς εγώ να έχω ασχοληθεί καθόλου. Σκέφτηκα ότι αφού είχα εκτεθεί έτσι, έπρεπε να ακολουθήσω αυτόν το δρόμο. Πήγαινα κάθε λίγο και λιγάκι, μαζί με πολλές άλλες κοπέλες, και έκαναν το ξεσκαρτάρισμα, πράγμα που κράτησε πολύ και με κούρασε. Λίγο πριν με πάρουν στην τελική εντεκάδα, είχα πει πως αν δεν πετύχαινα θα γινόμουν καλόγρια.

— Α, εσείς πήγατε στο άλλο άκρο.

(γέλια) Είχα δει κι ένα όνειρο. Φορούσα ράσο, είχα ανέβει σ’ ένα σύννεφο κι όλο ανέβαινα στον ουρανό, μέχρι που άκουσα τη φωνή μιας άλλης καλόγριας να μου λέει από ψηλά: «Εδώ έχουμε όρθρο και σηκωνόμαστε από τις 5 το πρωί». «Όχι, όχι, ευχαριστώ» απάντησα κι άρχισα να ξανακατεβαίνω.

— Τέλειο! Τα καλλιστεία δεν ήταν πρόβλημα για τις καλλιτεχνικές σπουδές σας;

Ακούστε, έχει ενδιαφέρον η ιστορία! Επειδή από μικρό παιδί έγραφα, μου άρεσε να γράφω επιστολές στους συγγραφείς που είχα διαβάσει. Δεν τις έστελνα φυσικά, τις κράταγα στο συρτάρι μου. Οι φίλες μου μού έκαναν δώρα βιβλία, αλλά ήταν τόσο άσχετες, που έχω ακόμα τον «Άμλετ» στα αρχαία ελληνικά. Ήθελα από παιδί να συνομιλώ με μεγαλύτερους ανθρώπους, με τους οποίους όμως, αν συναντούσα, με έπιανε μουγγαμάρα και δεν τους μιλούσα. Είχα μεγάλο πάθος με τον Μενέλαο Λουντέμη κι όταν μπήκα στην Καλών Τεχνών, τρέλαινα τους συμφοιτητές μου μιλώντας τους γι’ αυτόν. Μου λέει μια μέρα ένας: «Απέναντι απ’ τη σχολή μας θα γίνει μια βραδιά Ελλήνων Επιστημόνων και θα μιλήσει ο Λουντέμης. Είναι οικογενειακός φίλος και με έχει καλέσει. Θες να έρθεις;». «Δεν μπορώ, οι θείοι μου είναι πολύ αυστηροί και δεν θα με αφήσουν. Να έρθω με τη θεία μου;» «Με τη θεία σου; Είσαι στα καλά σου;» Κάθε βράδυ ο θείος μου μας κλείδωνε τις πόρτες για να μη βγαίνω ούτε εγώ ούτε η ξαδέρφη μου. Πού θα μου ξαναδινόταν, όμως, η ευκαιρία να γνωρίσω τον Λουντέμη; Μέναμε σε μια δίπατη μονοκατοικία, στον απάνω όροφο εγώ με την ξαδέρφη μου. Συνεννοηθήκαμε, είχα ειδοποιήσει και τον συμφοιτητή μου κι έβγαλα την ανεμόσκαλα από το παράθυρο. Στη δε ξαδέρφη μου είχα δέσει ένα κορδονάκι στο χέρι της για να μου ξαναρίξει τη σκάλα όταν θα επέστρεφα. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» απέναντι απ’ τη σχολή και μου λέει ο συμφοιτητής: «Περίμενε εσύ εδώ λίγο, να πάω μέσα να βρω τον Λουντέμη». Έκοβα βόλτες περήφανη που θα συναντούσα τον αγαπημένο μου λογοτέχνη. Κάποια στιγμή περνάει ένας κύριος και λέει «Τι κάνει το κοριτσάκι εδώ;». Γυρνάω εγώ με ύφος: «Περιμένω τον κ. Λουντέμη!». Φεύγει, γυρίζει μετά από λίγο, μου κάνει: «Ελάτε μαζί μου, σας περιμένει ο κ. Λουντέμης». Τον ακολουθώ κορδωμένη εγώ, μπαίνω σε μια αίθουσα όπου κάθονταν όλοι οι διανοούμενοι –μου τους σύστησε έναν-έναν, αλλά ούτε που τους ήξερα– και ρωτάω: «Και ο κ. Λουντέμης πού είναι;». «Αν δεν κάνω λάθος, εγώ είμαι ο Λουντέμης» μου απαντάει! Άρχισε να μου λέει πολλά πράγματα, είδε πως του μιλούσα κι εγώ και με ρώτησε ευθέως: «Θες να ζωγραφίσεις το εξώφυλλο του βιβλίου μου με ποιήματα που θα κυκλοφορήσει;» Τρελάθηκα! «Το έχω δώσει σε άλλον», μου εξήγησε, «αλλά θέλω εσένα να το κάνεις, γι’ αυτό μέχρι τις 7 αύριο το πρωί πρέπει να ‘χω το σχέδιο». Ήταν το έργο του με τίτλο «Κραυγή στα Πέρατα» και ήθελε να φτιαχτεί ένα συρματόπλεγμα ως πλαίσιο στο εξώφυλλο. «Να βάλουμε κι ένα χέρι με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο για να ‘χει και λίγο χρώμα;» προτείνω κι αυτός μου λέει «ναι». Την ώρα που πάω να φύγω, βλέπω τον συμφοιτητή μου: «Ρίκα», μου λέει, «δεν τον βρήκα τον κ. Λουντέμη». «Καλά», του λέω, «να σ’ τον γνωρίσω εγώ τον κ. Λουντέμη». (γέλια) Γυρίζω σπίτι, τραβάω το κορδονάκι για να ξυπνήσει η ξαδέρφη μου και να μου ρίξει την ανεμόσκαλα κι όλη τη νύχτα ζωγράφιζα το σχέδιο. Σηκώθηκα πρωί-πρωί, τράβηξα μία την πόρτα και χτύπησα το μάτι μου και μέχρι να φτάσω στον Λουντέμη δεν ήξερα αν μου είχε χυθεί το μάτι στον δρόμο. Μάλιστα, επειδή ο θείος μου μας έδινε χρήματα ίσα-ίσα για τα εισιτήρια του λεωφορείου, τη μισή διαδρομή την έκοψα με τα πόδια. Έδωσα στον Λουντέμη το σχέδιο, του άρεσε πολύ, με ευχαρίστησε κι έκανε να μου δώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. «Δεν τα θέλω τα λεφτά», του είπα, «η τέχνη δεν πρέπει να πληρώνεται». Κι εγώ δεν είχα ούτε το εισιτήριο για να γυρίσω σπίτι! «Να γράψετε όμως το όνομά μου» του λέω. Το έγραψε, αφού με ρώτησε πως με λένε, και εκεί του ξαναείπα: «Κάτι δεν γράψατε σωστά». «Ρίκα δεν σε λένε;» «Ναι, αλλά θα βάλετε πρώτα δεσποινίς Ρίκα Διαλυνά».

— Βγήκε, τελικά, το βιβλίο με το σχέδιό σας; Η «Κραυγή στα Πέρατα» μελοποιήθηκε στα ’70s από τον Σπύρο Σαμοΐλη, αν το γνωρίζετε.

Όχι, δεν το γνώριζα, αλλά με το βιβλίο αυτό και τα καλλιστεία στη συνέχεια έγινε παγκόσμιο θέμα! Είχα μπει στη ρότα των καλλιστείων και με γύριζαν σαν αξιοθέατο –Ελληνίδα, Κρητικοπούλα– σε ολόκληρη την Κρήτη μαζί με τους γονείς μου. Όταν φτάνουμε στην Αθήνα, με ειδοποιούν πως ήθελε να με δει ο Μπότσης της «Απογευματινής». Πάμε με τους γονείς μου στο σπίτι του Σάκη και της Έλλης Μπότση, όπου μου αναγγέλλουν ότι μου απαγορευόταν να ταξιδέψω στις ΗΠΑ επειδή ήμουν τάχα αριστερή, επειδή είχα συνεργαστεί με έναν κομμουνιστή καλλιτέχνη. «Είμαι εγώ αριστερή;», άρχισα να φωνάζω, «εγώ είμαι δεξιά, να!» και πιάνω δύο μολύβια κιόλας για να τους δείξω ότι γράφω με το δεξί – τέτοια άγνοια είχα! Ήταν η περίοδος του μακαρθισμού τότε και όποιος είχε οποιαδήποτε σχέση με την αριστερά, του απαγορευόταν η είσοδος στην Αμερική. Έστειλαν μιαν άλλη στη θέση μου, μόνο που άρχισε διεθνής διαμαρτυρία. Οι εφημερίδες έγραφαν: «Ολόκληρη Αμερική και φοβάται ένα κοριτσόπουλο!». Καθημερινά δημοσιογράφοι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου με ρωτούσαν τι σκόπευα να κάνω, αλλά εγώ είχα στενοχωρηθεί τόσο, που είπα του πατέρα μου: «Μπαμπά, δεν πειράζει, δεν θέλω να πάω, ας πάει η άλλη κοπέλα στη θέση μου». «Όχι, θα πας», επέμενε εκείνος, «αυτά τα πράγματα αλλάζουν συνέχεια, εσύ θα κάνεις όμως αυτό που θες τόσο πολύ». Συμβαίνει να δω ένα άλλο όνειρο τότε: ήμουν σ’ έναν ερημικό δρόμο και συναντώ έναν παχουλό, μεγάλο κύριο με γυαλιά. «Κύριε Αναστασιάδη μου!» του φωνάζω, χωρίς να ξέρω κανέναν Αναστασιάδη. «Εγώ είμαι εδώ για σένα» μου λέει αυτός. Τις επόμενες μέρες έλεγα «λες να γίνει καμιά “ανάσταση”» με το θέμα μου; Διηγήθηκα το όνειρο στους δημοσιογράφους κι έκανε τον γύρο του κόσμου. Κι ένα βράδυ, στις 3 τα χαράματα, μου χτυπάνε την πόρτα ξένοι και Έλληνες δημοσιογράφοι.

— Καλά, σας ξύπνησαν κανονικά μες στη μαύρη νύχτα;

Ναι, δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε. Μου λένε: «Φεύγεις για Αμερική! Έδωσε την άδεια ο Ντάλας, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, για να πας τελικά!». Μου φέρνουν και μια φωτογραφία του: «Α, ο κ. Αναστασιάδης» αναφωνώ! «Όχι, δεν τον λένε Αναστασιάδη, ο Ντάλας είναι αυτός, ο Αμερικανός υπουργός που σου δίνει άδεια». Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να προλάβω τον διαγωνισμό. Αρχίσαμε να τρέχουμε σε πρεσβείες για τις βίζες και όλα αυτά και ο τελευταίος που πάτησε σφραγίδα στο διαβατήριό μου λεγόταν Αναστασιάδης!

— Ε, τώρα, αυτό δεν το λες και τυχαίο!

Μα, εμένα μου συνέβαιναν συνέχεια τέτοια πράγματα, ήταν κάτι το απίστευτο! Άσε που δεν έδιναν λεφτά δεύτερη φορά για τα εισιτήρια, αφού είχαν δώσει ήδη για τα εισιτήρια της αντικαταστάτριάς μου. «Ρίκα, δεν θα λυγίσεις μπροστά σ’ αυτό που θες να κάνεις» μου έλεγε ο πατέρας μου.

Εξώφυλλο στο περιοδικό Εικόνες

Όταν ένας άνθρωπος ξέρει ότι είναι όμορφος, αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του. Εγώ δεν νομίζω πως θα άλλαζα, ακόμα και να το ήξερα αυτό. Επομένως, δεν ήξερα αν ήμουν όμορφη και δεν πολυέδινα σημασία.

— Μπράβο του, πάντως, του μπαμπά.

Ναι, εγώ δεν ήθελα να πάω πια και αν δεν επέμενε εκείνος, δεν ξέρω αν θα ‘χα φύγει. Ήθελε να υπερνικάω τα εμπόδια της ζωής. Μου έλεγαν οι άλλοι να ζητήσω λεφτά για τα εισιτήριά μου και τους έλεγα πως δεν θα ζητούσα από τον πατέρα μου τον ίδιο, όχι από ξένους! Ας είναι καλά ο πατέρας μου εκεί που είναι, μου πλήρωσε εκείνος τα εισιτήρια κι έφυγα. Όλο αυτό το κλίμα, όμως, μου είχε δημιουργήσει μια φοβία!

— Λογικό, μια μικρή κοπέλα να νιώθει ότι την καταδιώκει μια υπερδύναμη…

Ακριβώς. Θυμάμαι, είχα φτάσει στο μεγαλύτερο ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, χάζευα τα χαλιά και τους πολυελαίους. Ιδέα δεν είχα πού έπεφτε το Long Beach, νόμιζα ότι επιτέλους έφτασα στην Αμερική κι αυτό ήτανε! Κάτσαμε σ’ ένα μεγάλο τραπέζι με μια Ελληνίδα μεταφράστρια και τους παραγωγούς, μάνατζερ κ.λπ. της Universal που με είχαν αναλάβει – δεν ήξερα καν τι να παραγγείλω να φάω και πήρα μια αηδία με ωμό κιμά (γέλια). Αποκοιμήθηκα κι έρχεται αυτή και με κουνάει: «Ξύπνα, πρέπει να πάρεις το αεροπλάνο και να πας στο Long Beach!». «Πάλι αεροπλάνο;» της λέω. «Έφτασα, δεν έφτασα στην Αμερική; Δεν πάω πουθενά» και πέφτω πάνω της κι αρχίζω να κλαίω. Με λυπήθηκαν μάλλον τόσο που μου έβαλαν κι αυτήν τη γυναίκα να ταξιδέψει ως συνοδός μαζί μου. Τέλος πάντων, φτάνουμε στο Long Beach, με βάζουν σε ένα δωμάτιο σαν ανακριτικό γραφείο – από πάνω μου πολλοί δημοσιογράφοι πάλι, αλλά και πολλοί Έλληνες, Κρητικοί, που είχαν έρθει να με δουν, τηλεοπτικές κάμερες που έμοιαζαν με όπλα στραμμένα πάνω μου. Πατάω πάλι τα κλάματα, σκεπτόμενη ότι αυτοί εδώ θα με βάλουν φυλακή και τέτοια. Τι να σας λέω, χαμός…

Θέλω πάντα να είμαι δεύτερη στους πρώτους και όχι πρώτη στους δεύτερους. Θέλω να θαυμάζω οποιονδήποτε κάθεται κοντά μου, να ξέρω ότι είμαι δίπλα στον καλύτερο. Δεν θέλω να λένε «αυτή είναι η καλύτερη».

— Ο πατέρας σας ήταν αριστερός;

Όχι, καμία σχέση, έβλεπε απλώς να γίνεται μια αδικία στο παιδί του και ήξερε ότι δεν σκάμπαζα καθόλου από πολιτικά. Να φανταστείτε, νόμιζα πως όλα τα κράτη είχαν βασιλιά, αφού ως κοριτσόπουλο μού άρεσαν τα στέμματα και περίμενα το βασιλόπουλο καβάλα στ’ άσπρο άλογο. Είχα πολλά όνειρα ως παιδί: ανέβαινα σ’ ένα υψωματάκι στην αυλή μας κι έδινα παράσταση με εισιτήριο κιόλας, το οποίο ήταν να μου καθαρίζουν καρύδια να τρώω. Μετά ήθελα να γίνω μπακάλισσα. Είχα φτιάξει μπακαλικάκι, πάντα στον κήπο μας, με χρωματιστά χώματα: ο καφές, η ζάχαρη κ.λπ. Φύσηξε, όμως, ένας αέρας που διέλυσε το μαγαζάκι μου κι είπα ότι δεν το ήθελα το επάγγελμα αυτό και ότι θα γινόμουν καλλιτέχνις.

— Ας πάμε πάλι στα χρόνια στην Αμερική.

Σύντομα βρέθηκα στο Πίτσμπουργκ, όπου ανέλαβαν να με προσέχουν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Ελλήνων ομογενών. Ο πατέρας μου μού είχε πει, θυμάμαι, να μην υπογράψω κανένα συμβόλαιο εκεί. Ήρθαν τρεις τύποι και μου έφεραν πρόταση από τον Τζιμ Λόντος, τον περιβόητο μποξέρ της εποχής! Θα μου έδιναν 3.000 δολάρια κάθε μέρα –τρελό νούμερο– για να βγαίνω και να αναγγέλλω τους παίκτες. Τους είπα ένα ντροπαλό «όχι», αλλά επέμεναν, ήρθαν και δεύτερη φορά. Την τρίτη, με τα λίγα αγγλικά που μίλαγα, πιάνω έναν τύπο και του λέω: «Σας παρακαλώ, πείτε τους ότι είστε ο κηδεμόνας μου και να μ’ αφήσουν ήσυχη». Τόσο πολύ είχα τρομάξει! Η ζωή μου όμως έμοιαζε με ιστό, οπότε εκεί μπλέκεται και μία άλλη ιστορία: ο παππούς μου γνώριζε από την Κρήτη τους Γαλιφιανάκηδες, των οποίων ο εγγονός είναι ο γνωστός σήμερα ηθοποιός. Η Σοφία Γαλιφιανάκη, που τη φώναζα θεία, μου είχε πει πως θα με αναλάμβανε στην Αμερική, αφού είχε μεγάλη υποχρέωση στον παππού μου. Της ζήτησα να βγούμε μαζί με τον κύριο Νίκο, τον άνθρωπο που σας έλεγα πριν ότι τον έβαλα να κάνει τον κηδεμόνα μου στους άλλους για να γλιτώσω. Έδειξε εκτίμηση προς το πρόσωπό του και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, αφού αυτός ο κύριος Νίκος ήταν επιφανής μεταξύ των ομογενών στις ΗΠΑ. Βγήκαμε, λοιπόν, η θεία Σοφία, ο Νίκος κι εγώ κι εκεί μου ζήτησε να με παντρευτεί. Δεν ήξερα να πω «όχι» αλλά ούτε και «ναι». Είδε αυτός ότι δεν μίλησα, με πήρε και πήγαμε σε ένα δικηγορικό γραφείο, βάλαμε κάτι υπογραφές και μου λέει: «Τώρα, ξέρεις, παντρευτήκαμε». Μετά είπαμε στη θεία μου ότι ο γάμος θα γινόταν κανονικά και επισήμως στη Νέα Υόρκη. Εκείνη, πάλι, χάρηκε, αν και με προόριζε για σύζυγο του γιου της του Γαλιφιανάκη, του μπαμπά του ηθοποιού. Χάρηκε πολύ γιατί ήξερε πως ο Νίκος Παπαδάκος, περίπου 13-14 χρόνια μεγαλύτερός μου, ήταν πολύ καλή περίπτωση για μένα! Ωραίος άντρας, αυτοδημιούργητος, καλοστεκούμενος, όλοι οι Έλληνες της παροικίας ήθελαν να τον έχουν στον κύκλο τους! Γυρίσαμε στη Νέα Υόρκη με το αυτοκίνητο, μαζί με τη θεία Σοφία, που ήθελε να με προικίσει, κι αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τον γάμο.

Δεν καπνίζω, γιατί ο καπνός πάντα με ζάλιζε, δεν πίνω, γιατί ποτέ δεν μου άρεσε. Ούτε ξενυχτάω, κάτι που επίσης δεν έκανα ποτέ. Αυτά τα τρία είναι που σε αλλοιώνουν με το πέρασμα των χρόνων. Από κει και πέρα, προτιμώ να έχω ρυτίδες παρά να πηγαίνω να με φουσκώνουν από δω, να με φουσκώνουν από κει και να με κάνουν σαν φλασκί. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Και οι γονείς εδώ πέρα;

Είχαν ενημερωθεί φυσικά, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο χάρηκαν, μια και το παιδί τους θα ξενιτευόταν οριστικά. Μετά, βέβαια, ήρθε η μάνα μου στην Αμερική. Ο γάμος έγινε στο «Waldorf Astoria» και το γλέντι κράτησε τρεις μέρες.

— Εσείς, τελικά, ερωτευμένη πότε νιώσατε; Ίσαμε τότε όλα μηχανικά γίνονταν.

Αμέσως μετά τον γάμο. Ήταν πολύ ωραίος ο άντρας μου και με μια υπέροχη φωνή, σαν το βασιλόπουλο που περίμενα μια ζωή. Μπήκα σ’ ένα όνειρο. Η ζωή μου άλλαξε μέσα σ’ έναν χρόνο, τότε που έκανα και την κόρη μου νωρίς-νωρίς. Παράλληλα, πήγαινα στο New York University, στις δραματικές σχολές, έκανα όσα ονειρευόμουν.

— Κι όλα αυτά σε ηλικία κάτω των 20 ετών.

Ναι, ήμουν στα 19, γιατί όλα έγιναν μέσα σ’ έναν χρόνο.

— Θέλω να πούμε τώρα για τον Ελία Καζάν. Ξέρω πως κι αν δεν είχατε συνεργαστεί, σας εκτιμούσε πολύ.

Τον Καζάν ήθελα, επίσης, να τον γνωρίσω. Είχα ακούσει για το περίφημο Actors Studio και το έλεγα σε όλους. Μια μέρα, ενώ τάιζα την κόρη μου, δέχομαι ένα τηλεφώνημα από μια κοπέλα: «Είμαι η γραμματέας του κ. Καζάν», μου λέει, «αύριο στις 10 το πρωί σάς περιμένει στο γραφείο του στο 1454 του Broadway» – θυμάμαι και το νούμερο! Νόμιζα πως μου έκανε φάρσα κάποιος που ήξερε πόσο ήθελα να γνωρίσω τον Καζάν. Επειδή όμως πολλά είχαν συμβεί ήδη στη ζωή μου από συμπτώσεις, είπα: «Και δεν πάω; Έχω τίποτα να χάσω;». Πήγα, είδα πράγματι στο κουδούνι το όνομά του, χτύπησα, μου άνοιξε ένα ασήμαντο ανθρωπάκι, είπα ποια είμαι και ότι είχα ραντεβού με τον Καζάν και με οδήγησε σε ένα γραφείο απλό, πολύ ελληνικό, όχι απ’ αυτά τα μεγάλα τα αμερικανικά, με όλες τις φωτογραφίες όμως των μεγάλων ηθοποιών. Όλα αυτά έγιναν στις αρχές του 1960, προτού κάνει το «America – America». Κάθομαι στο γραφείο, κάθεται κι αυτός απέναντί μου και σκεφτόμουν: «Κοίτα τώρα, αυτό το ανθρωπάκι πάει και κάθεται στο γραφείο του Καζάν». Δεν μιλούσα, δεν μιλούσε, καθόμουν σταυροπόδι κιόλας, και λέω σε μια στιγμή: «Θ’ αργήσει ο κ. Καζάν;». «Εγώ είμαι ο Καζάν» μου απαντάει χαμογελαστός, στα ελληνικά πλέον. Τρελάθηκα, δεν το πίστευα, θυμήθηκα τι είχε γίνει με τον Λουντέμη. Μου εξήγησε πως με είχε δει σε μια έξοδο με τον άντρα μου στο Carnegie Hall, όπου είχε δώσει μια παράσταση η Παπαθανασίου, η περίφημη τραγωδός. Ρώτησε για μένα και ζήτησε το τηλέφωνό μου. Εγώ του ζήτησα να μπω στο Actors Studio, αλλά μου εξήγησε με την πρώτη πως δεν θα μου κάνει, διότι εκεί πάνε οι μεγάλοι ηθοποιοί που βγαίνουν μία στο τόσο να παίξουν κάποια σκηνή. Προθυμοποιήθηκε, ωστόσο, να με πάει στον καλύτερο ιδιωτικό καθηγητή των ΗΠΑ, τον Wynn Handman. Ακόμα ζει και διδάσκει, ψάξτε και βρείτε ποιοι ηθοποιοί έχουν περάσει απ’ τα χέρια του! Με πήγε ο ίδιος ο Καζάν στον Handman και φοίτησα κανονικά στη σχολή του, πέντε ώρες καθημερινά. Εκεί πάλι γνώρισα μια Ελληνίδα, που δεν έλεγε ότι είναι Ελληνίδα, παντρεμένη με έναν μεγαλοπαραγωγό του Χόλιγουντ, αυτόν που έκανε τις ταινίες του Πολάνσκι στην Αμερική. Με την κοπέλα, Φρίντα τη λέγανε, όταν σιγουρεύτηκε για μένα, παρόλο που σνόμπαρε τους Έλληνες, γίναμε κολλητές. Μέναμε και κοντά, στους 57 Δρόμους, το σπίτι της ήταν τρία τετράγωνα απόσταση από το δικό μου. Σας πάω στο σήμερα και σας λέω το εξής: όταν έφυγα από την Αμερική γιατί αρρώστησε η μητέρα μου κι έπρεπε να γυρίσω πίσω, έκοψα κάθε επαφή με τους εκεί ανθρώπους. Τη Φρίντα ήθελα πολύ να την ξαναβρώ, γιατί ήταν η κολλητή μου. Ένα βράδυ, δεν θα ‘ναι ένας χρόνος, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα εδώ στο σπίτι μου, στις 11 το βράδυ. «Ρίκα, είμαι η Φρίντα από την Αμερική» ακούω μια φωνή και τα χάνω. Άρχισα να της κάνω ερωτήσεις από εκείνα τα χρόνια μην τυχόν και ήταν καμιά φάρσα. «Φρίντα μου!», έβαλα μια φωνή, «ξέρεις πόσα χρόνια σε ψάχνω;». «Κι εγώ το ίδιο» μου απάντησε!

Στιγμιότυπo από την χοροεσπερίδα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (σε πρώτο πλάνο η Ρίκα Διαλυνά) – 1962.

Εξώφυλλο σε ιταλικό περιοδικό

— Συγκινητικό, τύφλα να ‘χει το «Πάμε Πακέτο»!

Εντελώς! Μου εξήγησε πως μαθαίνει ελληνικά μέσω Skype με μια Ελληνίδα από το Λονδίνο και όταν της είπε για τη φιλία μας, εκείνη την ενημέρωσε πως η Ρίκα Διαλυνά «υπάρχει» ακόμη και είναι πολύ γνωστή στην Ελλάδα! Άκου τώρα! Ήρθε η Φρίντα στην Ελλάδα, περάσαμε τρεις μέρες στο Porto Hydra και ο άντρας μου τη λάτρεψε! Όταν έφυγε, μου είπε πως θα μιλούσε στον Handman για την επανασύνδεσή μας. Το έκανε, διότι πριν από λίγες εβδομάδες ο ίδιος ο Handman μού έστειλε φωτοτυπίες από τα γράμματα και τις κάρτες που ανταλλάζαμε επί σειρά ετών (σ.σ. πηγαίνει μέσα και μου φέρνει πράγματι τα γράμματα του Handman με χρονολογίες του 1961, του ’62 κ.λπ.). Με συγκίνησε πολύ ο Handman που κράτησε τα πρωτότυπα και μου έστειλε φωτοτυπίες (σ.σ. η Ρίκα Διαλυνά στο σημείο αυτό μου άνοιξε το φωτογραφικό άλμπουμ της ζωής της: στιγμιότυπα με τον Μάρλον Μπράντο, τον Τζον Κασαβέτις, τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, αλλά και τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον Δημήτρη Ψαθά κ.ά. Το μάτι μου πέφτει σε μια φωτογραφία της με τον Μπόρις Καρλόφ και παθαίνω πλάκα!)

— Όπα, κάτσε τώρα, έχετε δουλέψει και με τον Μπόρις Καρλόφ, το τέρας του «Φρανκενστάιν» της Universal;

Ναι, φυσικά, στην Ιταλία, σε μια ταινία τρόμου του Μάριο Μπάβα! Τι καλός κύριος που ήταν! Ο πιο γλυκός άνθρωπος! Καθόταν μαζί με τη γυναίκα του μέχρι να κάνει τις σκηνές του και ήταν με όλους ευγενικός. Όταν όμως φόραγε το μακιγιάζ του, Παναγία βοήθα! Εγώ σ’ εκείνη την ταινία, που βασιζόταν σε νουβέλα του Τολστόι, έκανα μια μάνα που ο βρικόλακας της έπαιρνε το παιδί κι αυτή πήγαινε να τον σκοτώσει. Έμενα σε ξενοδοχείο της Ρώμης, αλλά τις νύχτες έβλεπα σε εφιάλτες τον Καρλόφ να έρχεται να μου πιει το αίμα και πεταγόμουν με ουρλιαχτά! Στο τέλος με έδιωξαν, γιατί, λέει, αναστάτωνα τον κόσμο στο ξενοδοχείο/ (γέλια)

— Θυμάστε κάτι, μια συζήτηση που να είχατε με τον Μπόρις Καρλόφ;

Όχι, ειλικρινά δεν θυμάμαι, ήταν πολύ σοβαρός και διακριτικός άνθρωπος. Πέθανε λίγα χρόνια μετά, νομίζω.

— Ο Καρλόφ πέθανε το 1969 και, αν δεν κάνω λάθος, η ταινία που λέτε είναι το θρυλικό «Black Sabbath» του Μάριο Μπάβα. Κοίτα να δεις, η Διαλυνά έχει παίξει στην πιο cult ευρωπαϊκή ταινία τρόμου των ’60s!

(γέλια) Εγώ θυμάμαι τον ιταλικό τίτλο, «I tre volti della paura», αλλά τα θρίλερ ποτέ δεν μ’ άρεσαν. Τόσο σημαντική ήταν η ταινία αυτή; Για φαντάσου! Α πα πα, δεν τα θέλω τα θρίλερ! Ο δε Μάριο Μπάβα, αυτός κι αν ήταν γλυκός άνθρωπος! Ξέρετε ότι στην Ευρώπη θεωρούνταν για ένα διάστημα ανώτερος του Χίτσκοκ;

H Ρίκα Διαλυνά στην ταινία «Black Sabbath» του Μάριο Μπάβα.

— Ξέρω καλά, είμαι φαν! Τι βλέπω εδώ; Τον Φελίνι και την Τζουλιέτα Μασίνα; Βέβαια, παίξατε σε μια ονειρική σκηνή στην «Ιουλιέτα των Πνευμάτων»! Θα τρελαθώ σήμερα! Πείτε μου, σας παρακαλώ, για τον Φελίνι!

Ο Φελίνι ήταν υπέροχος! Έστηνε ένα πλάνο μία ολόκληρη μέρα! Μπορεί να είχες μια σκηνούλα με το χέρι σου υψωμένο και να καθόσουν έτσι ένα ολόκληρο 24ωρο. Ήθελε να δει πρώτα το πλάνο του ως εικόνα. Όταν όμως έκανες ό,τι έπρεπε κι ήταν ευχαριστημένος, είχε πάντα στις τσέπες του καραμελίτσες κι έδινε από μία σε όλους τους ηθοποιούς του.

— Η Τζουλιέτα Μασίνα;

Με παίρνανε μαζί τους τα μεσημέρια και τρώγαμε πότε στο σπίτι τους και πότε σε εστιατόρια. Ήταν τρομερά αγαπημένο ζευγάρι με τον Φελίνι. Με αγαπούσε η Μασίνα, γιατί, αν και ήμουν νέο κι όμορφο κορίτσι, έβλεπε ότι ήμουν «ήσυχη» και καθόλου ψωνισμένη.

— Θα ξαναπάμε στους δυο τους, έχει μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή φοβάμαι όμως μην τα μπλέξω με το μοντάζ της συνέντευξης, καλό θα ‘ναι να μου πείτε τώρα πώς βρεθήκατε στην Ιταλία.

Όταν έφυγα από την Αμερική και γύρισα στην Ελλάδα με την κόρη μου, αγαπούσα ακόμα πολύ τον πρώτο μου άντρα. «Να πας», μου είπε, «και να κάτσεις όσο θες», πράγμα που με στενοχώρησε, καθώς κατάλαβα ότι ερχόταν το τέλος μιας σχέσης. «Πώς μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα;» σκεφτόμουν, αλλά αυτός το ‘λεγε για μένα, όχι ότι είχε κάτι άλλο στο μυαλό του. Γύρισα στην Ελλάδα, μιλάμε για τέλη του ’50, κι άρχισα να παίζω κατευθείαν σε ταινίες. Με τσίμπησαν αμέσως. Έκανα μία ταινία με τον Ζερβουλάκο στην αρχή κι άλλες τέσσερις με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Ερχόταν ο άντρας μου να με πάρει, αλλά πάντα με πετύχαινε εν μέσω γυρισμάτων. Χαιρόμουν πολύ, γιατί έκανα εδώ πράγματα, γινόμουν γνωστή στη χώρα μου.

— Μα, δεν ήταν τεράστια η αλλαγή κλίματος; Από τα φώτα του Χόλιγουντ στις ερασιτεχνικές σχεδόν ταινίες με τον Χατζηχρήστο;

Όταν είσαι νέος, κυνηγάς τα όνειρά σου και κάνεις πολλά πράγματα μαζί, όλα μπερδεύονται γλυκά. Δεν με ενδιέφερε τόσο η εδώ αποδοχή, αφού τελικά ξαναγύρισα στη Νέα Υόρκη με τη Φρίντα, τον Καζάν και τον Wynn Handman που λέγαμε. Τα φώτα του Χόλιγουντ, δηλαδή, ήρθαν αργότερα. Στην Ελλάδα η κινηματογραφική μου περίοδος χωρίζεται σε δύο περιόδους.

Κώστας Χατζηχρήστος και Ρίκα Διαλυνά στην ταινία «Λαός και Κολωνάκι»

— Σωστά, στην ασπρόμαυρη και στην έγχρωμη, με διαφορά σχεδόν μία δεκαετία.

Ακριβώς! Στην Ελλάδα, λοιπόν, συνεργαζόμουν με ένα καλλιτεχνικό πρακτορείο που με έστειλε στην Ιταλία για δουλειά. Έκανα μια ταινία με τον Βιτόριο Γκάσμαν και μετά η μία διαδεχόταν την άλλη. Μπήκα στην Τσινετσιτά με τα μπούνια, που λένε. Ακούστε τώρα πώς έγινε η συνάντηση με τον Φελίνι. Έχει μεγάλη πλάκα και πρόκειται πάλι για σύμπτωση. Αρχικά, εγώ έμενα στο σπίτι μιας φίλης μου στη Ρώμη, μέχρι να πάω στο δικό μου. Κάθε βράδυ μίλαγα μαζί της στο τηλέφωνο. Μου λέει ένα βράδυ: «Ξέρεις, ήρθε ένα τηλεγράφημα από τον Φελίνι. Σε περιμένει αύριο στην Τσινετσιτά». «Καλά», κάνω εγώ, «θα με είδε στον ύπνο του». «Αυτό είπα κι εγώ», μου είπε η φίλη μου, «γι’ αυτό το πέταξα στα σκουπίδια». Πέφτω για ύπνο, αλλά στις 4 τα χαράματα ξυπνάω. Με έτρωγε η σκέψη, αυτό το «κι άμα είναι για καλό;» που μου τύχαινε πάντα. Σηκώνομαι, πάω έξω απ’ το σπίτι της φίλης μου κι αρχίζω να ψάχνω τα σκουπίδια της στον κάδο. Βρίσκω πραγματικά το τηλεγράφημα του Φελίνι (γέλια). Πηγαίνω κατευθείαν στο ραντεβού την καθορισμένη ώρα και βρίσκω τον ίδιο στα γυρίσματα της «Ιουλιέτας των Πνευμάτων». Με συμπάθησε αμέσως, είχε δει φωτογραφία μου που ‘χε στείλει το πρακτορείο μου στην Τσινετσιτά. «Καλά, βρε παιδί μου», μου λέει στα αγγλικά, «είναι δυνατόν να σε ψάχνουμε με τηλεγραφήματα;». Μου είπε να πάω να με ντύσει επιτόπου μια ενδυματολόγος. Με έντυσε με κάτι βαριά φορέματα, με καπέλα κ.λπ., αυτά τα ονειρικά τα γνωστά του Φελίνι, μέχρι που εγώ τα πέταξα κρυφά, έβαλα ένα λιτό μαύρο φόρεμα με μια κόκκινη κάπα και πήγα και παρουσιάστηκα μπροστά του. «Αχ, τέλεια είσαι» μου λέει αυτός και η απόδειξη ήταν ότι ολόκληρη η διαφήμιση της ταινίας βασίστηκε πάνω σε μια δική μου εικόνα, έτσι όπως ήμουν ντυμένη σαν φάντασμα. Τελικά, έχω κάνει και λάθη στη ζωή μου. Όταν έφυγα και από την Ιταλία, ξέρετε τι μου είπε ο Φελίνι; «Τώρα φεύγεις; Με την Τζουλιέτα λέγαμε να κάνουμε πάνω σου την επόμενη ταινία. Γιατί μας το κάνεις αυτό;». Έπρεπε να φύγω, όμως, έπρεπε.

— Την Ιταλία, όμως, ακολούθησαν το Λονδίνο, το Χόλιγουντ και μετά τα πάτρια εδάφη. Τον «ακάθιστο» είχατε.

Ακούστε, είχε αρρωστήσει η μητέρα μου. Με τον πρώτο μου άντρα είχαμε χωρίσει, αλλά πάντα είχαμε καλές σχέσεις, μέχρι τον θάνατό του. Όταν πέθανε η μητέρα μου, που μου κρατούσε το παιδί όσο εγώ δούλευα στο εξωτερικό, έπρεπε να μείνω εδώ και να δουλέψω. Δεν μπορούσα να πω, όμως, ότι ήμουν ευχαριστημένη, γι’ αυτό πολλές φορές σταματούσα κι έκανα άλλα πράγματα, άνοιξα μια μπουτίκ λόγου χάριν. Δεν μπορεί να σε πιστεύουν όλοι έξω, ο Καζάν, ο Φελίνι, κι εδώ, στις ταινίες, να παίζουν τα… ρούχα σου. Ερχόταν ο Καζάν στη σχολή του Handman και μου άλλαζε το μέικ απ. Τη μία με έκανε άσχημη, την άλλη άγρια. Μου έλεγε: «Θα το παίξεις, αφού πρώτα δεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη». Αυτά είναι τρομερά πράγματα!

— Πώς δεν είναι; Και μετά ήρθες εδώ κι έπαιζες την πλούσια γκόμενα στις ταινίες των Καραγιάννη – Καρατζόπουλου.

Ακριβώς. Ήμουν απλώς το ωραίο, καλοντυμένο κορίτσι, η πλούσια ντάμα κ.λπ. Όταν έπαιζα κάτι καλό, θαβόμουν! Έκανα δηλαδή μια επιτυχία με τον Κωνσταντάρα, το «Τι 30, τι 40, τι 50» και δεν με ξαναφώναξαν.

— Για ποιον λόγο;

Δεν ξέρω, δεν ξέρω…

— Μήπως σνόμπαραν το διεθνές σας άνοιγμά;

Εγώ νομίζω, ναι, αυτό ήταν. Δεν ήμουν και των δημοσίων σχέσεων, δεν πήγαινα να φάω μετά τα γυρίσματα ή το θέατρο με τους συναδέλφους μου, προτιμούσα να γυρίσω στο σπίτι μου. Εν τω μεταξύ, να κυκλοφορώ στο κέντρο, στο Σύνταγμα, και να με βλέπω στα εξώφυλλα των ξένων περιοδικών της εποχής. Πάλι καλά που βρέθηκε σήμερα ένας νέος άνθρωπος, ο Ζαχαριάδης, φαν μου από 5 ετών, που συλλέγει μετά μανίας, και δίνει κι ένα κάρο λεφτά κιόλας, για να μαζέψει όλα τα περιοδικά και τα εξώφυλλα με μένα. Δούλεψα ωστόσο με εξαιρετικούς Έλληνες ηθοποιούς, μυθικά πρόσωπα κι αυτοί σήμερα: με τον Ορέστη Μακρή, τον Γκιωνάκη, τον Χατζηχρήστο, τον Κωνσταντάρα, τον Χρήστο Ευθυμίου!

Με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα

— Με τον Ευθυμίου κάνατε το «Ένας βλάκας και μισός», υπέροχη λαϊκή κωμωδία.

Τότε έστελναν αμάξια να μας πηγαίνουν στις 5:30-6 το πρωί στα γυρίσματα. Φόραγα εγώ το φουστανάκι μου, το μαντιλάκι μου και στο γύρισμα άλλαζα, έβαζα ρόμπες και φορέματα με φουρό και γινόμουν η σέξι ντάμα. Μετά τα ίδια, άλλαζα και μας γυρνούσαν στα σπίτια μας. Ένα βράδυ λέει ο Ευθυμίου του Παπαγιαννόπουλου: «Καλά, αυτή η Διαλυνά πότε έρχεται, πότε φεύγει και δεν τη βλέπουμε;». Κι εγώ ήμουν στο ίδιο αμάξι, μαζί τους (γέλια). Του Ευθυμίου του άρεσα ως κορίτσι και το ‘χε καταλάβει ο Παπαγιαννόπουλος που ήταν μέγα πειραχτήρι. Ένα βράδυ ο Παπαγιαννόπουλος έκανε ότι βήχει: «Βρε Ρίκα, χθες κοιμηθήκαμε με ανοιχτό παράθυρο και κρύωσα, μην το ξανακάνουμε!». Ο καημένος ο Ευθυμίου αναψοκοκκίνιζε και τα έβαφε μαύρα (γέλια). Όλοι τους ήταν εξαιρετικοί τότε. Ο Παπαγιαννόπουλος, που πάντα κρατούσε κρυφή την προσωπική του ζωή, τα είχε με μια φίλη μου ηθοποιό, συνομήλική μου, αλλά δεν θα σας πω το όνομά της.

— Ξέρετε ότι πέτυχα πρόσφατα ταξιτζή, ανιψιό του Παπαγιαννόπουλου; Μου εκμυστηρεύτηκε κάτι φοβερό: στο τέλος της ζωής του ο Παπαγιαννόπουλος έστελνε γράμματα στον εαυτό του.

Ήταν ιδιαίτερος άνθρωπος. Πάντα κρατούσε κρυφές τις σχέσεις του κι ενώ ποτέ δεν τον έβλεπες με μια γυναίκα, ξέραμε ότι είχε πολλές σχέσεις. Απλώς δεν ήθελε να εκθέτει τις γυναίκες που ήταν μαζί του. Καλός άνθρωπος, πλακατζής και παράλληλα μελαγχολικός και ευαίσθητος. Δούλεψα και με τον Γιάννη Δαλιανίδη, αλλά δεν ευοδώθηκε η συνεργασία μου στον Φίνο. Όταν έγινε η πολιτική κηδεία του Δαλιανίδη, διότι ήταν άθεος, και μετά τον έκαψαν στη Βουλγαρία, πήγαμε όλοι, χαιρετήσαμε και με πιάνει ένας άγνωστος: «Κυρία Διαλυνά, ήμουν πολύ φίλος με τον Γιάννη τα τελευταία χρόνια και μου έλεγε πόσο είχε μετανιώσει που δεν σας είχε φερθεί όπως σας άξιζε». Ποιος ξέρει… Ίσως δεχόταν πιέσεις ο άνθρωπος.

— Ας αφήσουμε τώρα τον Δαλιανίδη κι ας πάμε στον Κούνδουρο. Έχω δει τρομερά γυμνά πορτρέτα σας για μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ.

Μα, όλα τα ξέρετε; (γέλια)

Είχαμε τέτοια φιλία και εκτίμηση, που μας πετύχαινε κόσμος στα «Αστέρια» και πήγαιναν κι έλεγαν στη μάνα μου: «Δεν ντρέπεται η κόρη σου να ‘χει και το παιδί μαζί και να πηγαίνει για μπάνιο με έναν άσχετο των ασχέτων, έναν ρακένδυτο;». «Ποιος ρακένδυτος; Ο Ελία Καζάν είναι» τους απαντούσε η μάνα μου κι έπεφτε βουβαμάρα, αφού τότε γινόταν χαμός εδώ με τα γυρίσματα του «America – America».

— Το έκανε αυτό ο συχωρεμένος. Έταζε ταινίες στα πιο ωραία κορίτσια της εποχής, σ’ εσάς, στη Λιάσκου, στη Ναθαναήλ, και έβγαζε αριστουργηματικές φωτογραφίες σας.

Ήταν να κάνουμε μια ταινία και αυτά τα πορτρέτα βγήκαν απ’ τον Κούνδουρο και τον Φωτόπουλο που πήρε το Όσκαρ και του κράταγε το φανάρι (γέλια). Τότε ο Κούνδουρος είχε βοηθό του τον Στάθη Γιαλελή. Απ’ αυτόν τον γνώρισε ο Καζάν και τον έβαλε να παίξει στο «America – America». Εγώ πάλι σκόπευα να φύγω για Αμερική κι έστελνε ο Κούνδουρος κάθε λίγο και λιγάκι τον Γιαλελή: «Μη φύγετε, ο κ. Κούνδουρος μου είπε να σας πω ότι όπου να ‘ναι θα ξεκινήσει η ταινία». Ποτέ δεν ξεκίνησε. Σαν Ερμής ήταν ο Κούνδουρος, τρομερά εντυπωσιακός, σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα. Μόλις είχε κάνει τη «Μαγική Πόλη» και τον «Δράκο».

— Να τολμήσω να ρωτήσω αν παίχτηκε ποτέ κάτι μεταξύ σας;

Όχι, κοίταγα τη δουλειά μου μόνο. Θαύμαζα τους άντρες για την ομορφιά τους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έκανα αυτό που λέτε. Και με τον συγκεκριμένο, μην το ψάχνετε, γιατί πριν από μία δεκαετία που έτρεχα για την τιμητική σύνταξη, έμαθα ότι ήταν στην επιτροπή και ότι ήταν ο μόνος που με έκοψε. Ποτέ δεν το κατάλαβα και ούτε ποτέ του είπα τίποτα. Θέλω να πω ότι κοίταγα να είμαι καλή και ευγενική με όλους, να τα κάνω όλα λάθος, όπως ήταν η ανατροφή μου απ’ τους γονείς μου. Η πλάκα είναι που ερχόταν ο Καζάν στην Ελλάδα και είχε γνωρίσει τη μάνα μου, τρελαινόταν για τα ντολμαδάκια της. Το παιδί μου ήταν πολύ μικρό και μας έπαιρνε και πηγαίναμε για μπάνιο οι τρεις μας. Ήταν η περίοδος του «America – America» και δεν υπήρχε ρόλος για μένα. Είχαμε όμως τέτοια φιλία και εκτίμηση, που μας πετύχαινε κόσμος στα «Αστέρια» και πήγαιναν κι έλεγαν στη μάνα μου: «Δεν ντρέπεται η κόρη σου να ‘χει και το παιδί μαζί και να πηγαίνει για μπάνιο με έναν άσχετο των ασχέτων, έναν ρακένδυτο;». «Ποιος ρακένδυτος; Ο Ελία Καζάν είναι» τους απαντούσε η μάνα μου κι έπεφτε βουβαμάρα, αφού τότε γινόταν χαμός εδώ με τα γυρίσματα του «America – America». Παραδόξως, τον Μάνο Χατζιδάκι, που ήταν πολύ φίλος του Καζάν, δεν τον γνώρισα τότε, αλλά λίγα χρόνια μετά, στη Νέα Υόρκη (σ.σ. ψάχνει πάλι στο άλμπουμ να βρει φωτογραφία με τον Μάνο Χατζιδάκι). Είχε έρθει η μάνα του στην Αμερική κι έκανε παρέα με τη δική μου, μέναμε στο ίδιο ξενοδοχειακό συγκρότημα και τρώγαμε μαζί. Θυμάμαι καλά τα λόγια του: «Να ξέρεις πότε μπορείς να έχεις εχθρούς. Μόνο όταν είσαι δυνατός και όχι όταν είσαι αδύναμος». Εκεί ο Χατζιδάκις δούλευε τραγούδια με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Δεν τη γνώρισα ποτέ, όταν πήγαινα εγώ, εκείνη ήταν κάπου αλλού κι όταν ερχόταν, έλειπα εγώ. Η Νταντωνάκη όμως υπήρξε φίλη του πρώτου μου άντρα, αφού τραγουδούσε συχνά στις δεξιώσεις και στα πάρτι που έδινε στο ξενοδοχείο «Μπάκιγχαμ».

— Τα κρατήσατε τα λόγια του Χατζιδάκι;

Πάντα. Κι ενώ δεν ήμουν απ’ αυτούς που δημιουργούσαν έχθρες, κατάλαβα δυστυχώς πόσο δίκιο είχε. Αν μου κάνεις εσύ μια ασχήμια, θα σου κάνω εγώ άλλη μία, άρα πρέπει να ξέρουμε πότε και με ποιον μας παίρνει να την κάνουμε. Εγώ θαύμαζα όλους τους συναδέλφους μου, δεν ένιωσα ποτέ ανταγωνιστικά, εξού και σας είπα ότι η μάνα μου με είχε αναθρέψει λάθος, προορισμένη για μία κοινωνία αγγελικά πλασμένη.

Η Ρίκα Διαλυνά με τον Γουόρεν Μπίτι έξω από το Excelsior στις Κάννες

— Με το χέρι στην καρδιά, πιστεύετε ότι σας πολέμησαν εδώ στην Ελλάδα;

Το πιστεύω, ναι, είναι γνωστή ιστορία, αλλά δεν θέλω να την πω – άλλωστε έχουν πεθάνει και οι δύο πλέον.

— Εφόσον είναι ήδη γνωστή, πείτε και σε μένα που δεν ξέρω.

Γνωστή έγινε με τον τρόπο τους, έτσι όπως ήθελαν. Κάτι είχε γίνει στις Κάννες. Η Ροζίτα Σώκου ήταν παρούσα κι έλεγε: «Μα, να μην μπορούμε να τα γράψουμε αυτά στην Ελλάδα!».

— Για ποιους πρόκειται;

Για τη Βουγιουκλάκη (σ.σ. λέει σιγά το όνομα).

— Μη χειρότερα, γιατί λέτε σιγά το όνομα, μήπως σας ακούσει; Ακούστε, κ. Διαλυνά, καλό είναι, εφόσον κυκλοφορεί άλλη εκδοχή, απ’ ό,τι μου είπατε, να καταθέσετε εδώ, τώρα, τη δική σας άποψη. Δεν μπορεί να σας βαραίνει κάτι τέτοιο, μια αδικία ενδεχομένως, για μια ζωή ολόκληρη.

Με ταράζει αυτή η ιστορία και δεν την έχω πει ούτε στην αυτοβιογραφία μου. Με την Αλίκη και τον Δημήτρη ήμασταν συμμαθητές από τη σχολή. Όταν είχα κάνει κατάσταση στο εξωτερικό με τα εξώφυλλα που σας έλεγα, η Αλίκη μου τηλεφώνησε να εμφανιστώ στις «Διπλοπενιές» με έναν χορό. Ήταν η πρώτη ταινία του Σκαλενάκη, που μόλις είχε έρθει από την Τσεχία.

— Το θυμάμαι, καλοφτιαγμένη ταινία ήταν και είχε παιχτεί και εκτός συναγωνισμού στις Κάννες, μάλλον ως τουριστική ταινία.

Ακριβώς. Συναντάω, λοιπόν, τον Σκαλενάκη στις Κάννες και μου λέει: «Α, κ. Διαλυνά, ήρθατε στην ταινία μας». «Όχι», του λέω, «δεν είναι δική μου ταινία αυτή, εγώ είμαι εδώ για άλλη, για μία ξένη ταινία». Πραγματικά, δεν πήγα στην προβολή του φιλμ, αλλά με τα χίλια ζόρια με πήγαν στο ελληνικό γλέντι που θα στηνόταν αμέσως μετά. Εκεί ήταν η Σώκου, ο Βερνίκος, η Σάσα Ντάριο, όλοι. Βγαίνουν τα μπουζούκια, σηκώνεται η Αλίκη, αρχίζει να τραγουδάει, δεν γινόταν τίποτα. Μετά ο Παπαμιχαήλ βγάζει το σακάκι του, χορεύει ζεϊμπέκικο, πάλι τίποτα. Ανεβαίνει στο τραπέζι η Αλίκη, αρχίζει να κάνει τα νάζια της, τίποτα, μια αδιαφορία. Εμένα με είχαν κεράσει μια σαμπάνια και ήρθα στο κέφι. Με τραβάνε να χορέψω, μου άρεσε κιόλας που βρισκόμουν σε μια ελληνική βραδιά, αλλά έγινε ο κακός χαμός: πλάκωσαν όλοι οι παπαράτσι που με ήξεραν από την Ιταλία και μου φωνάζανε «Viva Rika, viva Rika!». Τα φλας άναψαν, η Αλίκη πήγαινε να χωθεί κι αυτή και την έδιωχναν. Εκεί δεν ήταν Ελλάδα που τους έκανε ό,τι ήθελε, ούτε κι εγώ ήμουν σε καμιά θέση ισχύος για να κουμαντάρω τους παπαράτσι. Η πλάκα είναι που είχαν έρθει πιάτα από την Ελλάδα για να σπάσουν όταν θα ‘βγαινε η «ντίβα», η Βουγιουκλάκη. Έλα, όμως, που δεν είχε γίνει τίποτα με την ίδια και οι άλλοι νόμιζαν πως τα πιάτα προορίζονταν για τον δικό μου χορό! Καταλαβαίνετε πως όλο αυτό δεν θα μπορούσε να ήταν στημένο, όπως με κατηγόρησε μετά τον θάνατον της Αλίκης ο Παπαμιχαήλ! Και εκατομμύρια να έδινα, δεν θα το κατάφερνα! Οι «Διπλοπενιές» ήταν παραγωγή του διδύμου Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης. Μάλιστα ο Μιχαηλίδης είχε εγχειριστεί πρόσφατα τότε στα μάτια. Τον βουτάει ο Παπαμιχαήλ απ’ τη γραβάτα, τον κολλάει στον τοίχο κι αρχίζει να τον κατηγορεί ότι το έφτιαξε όλο αυτό το σκηνικό για να «ρίξει» τη Βουγιουκλάκη και να προβάλει τη Διαλυνά! Τι να με προβάλει, που μου είχαν κόψει τον μισό ρόλο απ’ την ταινία κι άμα δεν ήμουν συνεπής, θα ‘χα φύγει στα μισά των γυρισμάτων. Έπειτα, σαν να τον βλέπω τώρα, πετάει τη βέρα του ο Παπαμιχαήλ και γυρνάει και λέει της Αλίκης: «Μωρή, σήκω να φύγουμε τώρα! Άμα δεν έρθεις, σε χωρίζω!». Πίσω στην Ελλάδα, οι Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης ήταν να κάνουν άλλη μία ταινία με την Αλίκη, που δεν έγινε. «Αν συνεχίσεις να ανέχεσαι αυτή την κατάσταση, χωρίζουμε τα τσανάκια μας» ήταν τα λόγια του Μιχαηλίδη στον Δαμασκηνό μετά απ’ ό,τι είχε συμβεί στις Κάννες! Εδώ ποιος να τα ‘γραφε αυτά; Όλοι οι δημοσιογράφοι τρώγαν και πίναν στο σπίτι της Αλίκης.

Φωτογραφίες από το επίμαχο γλέντι στις Κάννες

 

— Μα, δεν ήταν να δουλέψετε στο θέατρο με τη Βουγιουκλάκη μερικά χρόνια μετά; Κάνω λάθος;

Όχι, καλά τα λέτε. Ήταν η δεύτερη και τελευταία φορά που μου την «έκανε»! Κάναμε να μιλήσουμε τέσσερα χρόνια. Με πήρε πάλι η ίδια να κάνουμε μαζί θέατρο. Της είπα: «Θα έρθω, αρκεί να μη δυσαρεστηθώ. Άμα δυσαρεστηθώ, θα φύγω!». Πήγα πράγματι, κάναμε συμβόλαια και την προπαραμονή της πρεμιέρας, ενώ άλλα είχαμε κανονίσει, βλέπω στη μαρκίζα το όνομά της τεράστιο και το δικό μου στο τέλος, με κάτι γραμματάκια, που, αν ήσουν και μύωψ, δεν υπήρχε περίπτωση να τα διαβάσεις. Δεν είπα τίποτα. Της έστειλα μια ανθοδέσμη και σε όλους τους συναδέλφους μου ευχετήρια τηλεγραφήματα. Στην Αλίκη έγραψα: «Σου εύχομαι καλή επιτυχία, αλλά σου είχα πει κάτι και δεν το σεβάστηκες. Δεν μπορώ να είμαι σ’ αυτή την παράσταση». Τίποτα δεν έκανε, δεν με κατήγγειλε καν στο Σωματείο επειδή εγκατέλειψα την παράσταση. Η Αλίκη ήταν έξυπνη, ήξερε ότι είχε λερωμένη τη φωλιά της. Έκτοτε δεν ξαναμιλήσαμε.

— Σας λύπησε ο θάνατός της;

Πολύ, όπως με λυπεί ο θάνατος κάθε δικού μου ανθρώπου. Ήταν άδικος θάνατος. Η Αλίκη όμως ήταν «μικρή», ζήλευε και τη σκιά της ακόμα. Θυμάμαι, κάποια στιγμή, πριν γίνουν όλα αυτά που σας είπα, είχε δει ένα ζευγάρι μπότες μου. «Μου τις δίνεις να τις αντιγράψει ο παπουτσής μου;» με ρωτάει. «Βεβαίως» της απαντάω. Πέρασε ο καιρός και οι μπότες δεν έρχονταν πίσω. Έστελνα την κοπέλα, μια-δυο, τίποτα. Την τρίτη, μου έφερε μόνο τη μία μπότα. Εκνευρίστηκα. Της είπα: «Ισαβέλα έτσι έλεγαν την κοπέλα που είχα βοηθό–, θα πηγαίνεις κάθε μέρα μέχρι να πάρεις και την άλλη μπότα». Ήρθε, τελικά, και η άλλη μπότα με τα χίλια ζόρια κι αμέσως τις έδωσα κάπου αλλού. Είχα νευριάσει πάρα πολύ.

— Καλά κάνετε και τα λέτε, κ. Διαλυνά. Μην κρατάτε κακίες μέσα σας. Αν πάρει κάποιος τη ζωή τη δική σας και της Βουγιουκλάκη, τους ανθρώπους που γνωρίσατε εσείς, εκείνη ούτε στον ύπνο της δεν τους είχε δει. Η αλήθεια να λέγεται!

Μετά τον θάνατο της Αλίκης, όμως, έβγαλε ένα βιβλίο ο Παπαμιχαήλ όπου έλεγε πάλι τα δικά του. Ότι δηλαδή ο Μιχαηλίδης έστησε το σκηνικό στις Κάννες για να προωθήσει εμένα και να «θάψει» την Αλίκη.

— Ε και; Άμα το πίστευε, δικαίωμά του ήταν. Εσείς μόλις καταθέσατε και τη δική σας εκδοχή της ιστορίας αυτής και ο κόσμος ας κρίνει.

Όσο ζούσε η Αλίκη, δεν γράφτηκε τίποτα γι’ αυτό. Σας είπα, ήταν ξύπνια η Αλίκη. Σου λέει: «Θα πω αυτά, θα βγει η άλλη ν’ απαντήσει» και θα γινόταν μύλος το πράγμα. Αργότερα, ο Παπαμιχαήλ ερχόταν στο Porto Hydra και τα έλεγε με τον δεύτερο άντρα μου, μοιραζόταν μαζί του ιστορίες για την Αλίκη. Να σας πω ακόμα μια ιστορία, γιατί είναι πολύ αστεία: είχαν πάει οι δυο τους στη Νέα Υόρκη κάποτε. Η Αλίκη του έλεγε: «Σε παρακαλώ, Δημήτρη μου, πάμε στα μπουζούκια απόψε». Τον έπεισε, πήγαν κι άρχισε η Αλίκη ν’ ανεβαίνει στα τραπέζια, να χορεύει και να τραγουδάει. Πυρ και μανία ο Παπαμιχαήλ! Την επομένη, τα ίδια: «Σε παρακαλώ, πάμε κι απόψε στα μπουζούκια». «Αποκλείεται», της έλεγε αυτός, «μετά τα χθεσινά σου ρεζιλίκια». Τελικά τον έπεισε, ξαναπήγαν, άντε πάλι τα ίδια. Τι είχε γίνει; Η Αλίκη είχε κανονίσει να παίρνει 5.000 δολάρια τη βραδιά για να τραγουδάει και να χορεύει και δεν του το ‘χε πει του Παπαμιχαήλ!

Εγώ θαύμαζα όλους τους συναδέλφους μου, δεν ένιωσα ποτέ ανταγωνιστικά, εξού και σας είπα ότι η μάνα μου με είχε αναθρέψει λάθος, προορισμένη για μία κοινωνία αγγελικά πλασμένη. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Ας αλλάξουμε θέμα. Είπαμε ήδη πολλά για τη σχέση σας με τη Βουγιουκλάκη και, ειλικρινά, σας ευχαριστώ γι’ αυτή την εκ βαθέων εξομολόγηση. Θέλω να μου πείτε τώρα για τη σχέση σας με τους άλλους ανθρώπους γενικότερα.

Ποτέ δεν ήθελα να είμαι η ηθοποιός που έχει σοφέρ και όλα αυτά. Κυκλοφορούσα ανέκαθεν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. «Μα, πώς εσείς παίρνετε λεωφορείο;» με ρωτούσε ο κόσμος. «Δηλαδή με τι να κυκλοφορώ;» τους απαντούσα. Ποτέ δεν ήθελα να βλέπω τους άλλους από θέση ανωτερότητας.

— Τι είπατε μέσα σας όταν κοιτάξατε μια μέρα το πρόσωπό σας στον καθρέφτη και είδατε ότι έχετε μεγαλώσει, ότι δεν είστε πια το κορίτσι εκείνο;

Τα γεράματα δεν με απασχολούν, με στενοχωρούν οι απώλειες και η συνειδητοποίηση ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο χρόνος τρέχει αμείλικτα, βλέποντας φίλους να χάνονται. Μέχρι πρόπερσι έκανα εκθέσεις ζωγραφικής. Δούλευα συνέχεια, ασχολιόμουν με πολλά, δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ με το να μην τσαλακωθώ.

— Και πού δεν έχετε τσαλακωθεί, ωστόσο.

Σας είπα, με πετυχαίνετε σε πολύ άσχημη φάση. Έχω να βγω έξω εννέα μήνες. Ποτέ δεν έκανα επεμβάσεις πάνω μου, στο πρόσωπό μου. Φοβάμαι τρομερά και μια απλή ένεση (γέλια). Εδώ και 20 μέρες κάνω μόνο μια βόλτα για λίγη ώρα στον Φλοίσβο, γιατί μου το σύστησε ο γιατρός, έχοντας περάσει μια άσχημη πνευμονία.

— Η σωματική ομορφιά αντανακλά την ψυχική, πιστεύετε;

Εγώ από τη φύση μου δεν είμαι κακός ή ζηλιάρης άνθρωπος και ίσως γι’ αυτό να μην έκανα ρυτίδες για την ηλικία μου. Θέλω πάντα να είμαι δεύτερη στους πρώτους και όχι πρώτη στους δεύτερους. Θέλω να θαυμάζω οποιονδήποτε κάθεται κοντά μου, να ξέρω ότι είμαι δίπλα στον καλύτερο. Δεν θέλω να λένε «αυτή είναι η καλύτερη». Δεν καπνίζω, γιατί ο καπνός πάντα με ζάλιζε, δεν πίνω, γιατί ποτέ δεν μου άρεσε. Ούτε ξενυχτάω, κάτι που επίσης δεν έκανα ποτέ. Αυτά τα τρία είναι που σε αλλοιώνουν με το πέρασμα των χρόνων. Από κει και πέρα, προτιμώ να έχω ρυτίδες παρά να πηγαίνω να με φουσκώνουν από δω, να με φουσκώνουν από κει και να με κάνουν σαν φλασκί. Σέβομαι, παρ’ όλα αυτά, τους ανθρώπους που είναι μες στις καταχρήσεις. Θυμάμαι τώρα την Κατερίνα Γώγου, τι εξαιρετικό κι ευαίσθητο κορίτσι. Είχε περάσει μια φορά από ένα μαγαζί που είχα και μου χάρισε τα ποιήματά της – κάτι αναρχοκομμουνιστικά που δεν τα πολυκαταλάβαινα, αλλά σίγουρα ήταν καλά ποιήματα, βιωματικά. Έφυγε κι αυτή, όπως έφυγε, σαν τη Βίκυ Βανίτα, που είχα δουλέψει μαζί της. Άλλο υπέροχο πλάσμα.

— Η υπερευαισθησία είναι ελάττωμα ή προτέρημα;

Βέβαια είναι ελάττωμα. Εμένα, αν μου έλεγε βαριεστημένα την «καλημέρα» ο θυρωρός μου, μπορεί να έκλαιγα για τρεις μέρες. Άλλο αυτό κι άλλο να μη χαίρεσαι τη ζωή σου. Πάντα προσπαθούσα, αν και ευαίσθητη, να μην το δείχνω στους άλλους, για να μη με πατάνε!

Η Ρίκα Διαλυνά με τον Ομάρ Σαρίφ

— Η όποια άμυνα χρειάζεται, είναι υγεία.

Δεν το έβαζα κάτω, ναι. Σκεφτείτε πόσο εύκολα θα μπορούσα να έχω χάσει τον δρόμο μου όταν σε τόσο μικρή ηλικία συναναστράφηκα τέτοια ιερά τέρατα. Σαν να είχα ένα φωτάκι πάντα από πάνω μου που μου έδειχνε τον σωστό δρόμο. Τώρα τα ξαναθυμήθηκα κι εγώ χάρη σε σας: τον Καζάν, τον Φελίνι, τον Τζεφιρέλι, τη Μελίνα…

— Για τον Τζεφιρέλι δεν είπαμε, αλλά έχετε παίξει στον «Οθέλο» του. Με τη Μελίνα, πάλι, πώς έγινε η γνωριμία;

Στην Αμερική πάλι. Είχα πάει στο Philadelphia Theater να δω το «Ilya Darling», προτού ανέβει στο Broadway. Θυμάμαι τη μάνα της που μου έλεγε: «Αχ, κι εσύ και η κόρη μου είστε του αέρα, δεν σας πιάνει κανείς, τη μια είστε εδώ και την άλλη εκεί».

— Πολιτική συνείδηση είχατε το διάστημα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα στρατιωτική χούντα; Το ρωτάω αυτό πάντα.

Καμιά σχέση, μεγάλη άγνοια. Να φανταστείτε, ήμουν στην Αμερική τον Απρίλιο του ’67 και με ξυπνάει μες στη μαύρη νύχτα ο Γιαλελής: «Ξύπνα, στην Ελλάδα έγινε χούντα!». Του κάνω εγώ ουρλιάζοντας: «Τι; Χούντα; Στην Ελλάδα χούντα;». Και αμέσως μετά, με ήρεμη φωνή: «Τι θα πει “χούντα”;». Καταλαβαίνετε, έτσι;

— Κατάλαβα, κατάλαβα. Αναρωτιέμαι αν ξανασυναντήσατε τον Μενέλαο Λουντέμη που σηματοδότησε την έναρξη της πορείας σας.

Ο Λουντέμης είχε γυρίσει από την εξορία και ήταν άρρωστος. Επαναπατρίστηκε το ’76 και το ’77 βρισκόταν στο νοσοκομείο. Τότε εγώ δούλευα σε ένα σίριαλ και κάπως γνωρίστηκε με μια συνάδελφο που παίζαμε μαζί, τη Μαίρη Βιδάλη. Όταν του ανέφερε ότι έπαιζε με τη Διαλυνά, της είπε: «Θα ήθελα να το ξαναδώ αυτό το κορίτσι που εξαιτίας μου τράβηξε ό,τι τράβηξε με την Αμερική πριν από χρόνια». Κλείσαμε ραντεβού για να πάμε να τον δω μεσημέρι στο νοσοκομείο, αλλά δεν πρόλαβα, το ίδιο πρωί πέθανε. Ούτε και τον Γιάννη Μόραλη ξανάδα από τότε που ήταν καθηγητής μου στην Καλών Τεχνών. Σπουδαίος ζωγράφος και άνθρωπος, τον θυμάμαι πάντα με αγάπη. Μάθαινα ότι πήγαινε τακτικά στην Αίγινα. Καλή τους ώρα όλων αυτών των ανθρώπων.

— Έχετε υποφέρει ποτέ από ψυχοσωματικά;

(γελάει) Εσείς έχετε κάνει ψυχαναλυτής; Μα, τι μαεστρία είναι αυτή; Απ’ το ένα θέμα στο άλλο και όλα έχουν σχέση! Απίστευτο! Θα σας πω, γιατί κάπως έτσι είμαι μέχρι σήμερα με τον Νίκο μου, τον δεύτερο άντρα μου, που βιώνω τώρα την τραγωδία του. Το 1977 αγόρασα ένα σπίτι στον οικισμό Πόρτο Ύδρα. Μου γνώρισαν έναν κύριο που έμενε ήδη εκεί και που μου έδωσε την κάρτα του. Λίγο καιρό μετά με έπιασαν κάτι πόνοι στο στομάχι που ήταν ψυχοσωματικοί και με κράτησαν στον Ευαγγελισμό για εξετάσεις. Είχα τα βιβλία μου, δικό μου δωμάτιο, μια χαρά ήταν. Λέω μια μέρα: «Δεν τηλεφωνώ στον κύριο αυτό να τον ρωτήσω τι γίνεται στο Πόρτο Ύδρα;». Πράγματι, του τηλεφωνώ και μου προτείνει να πάρουμε σπίτι του ένα ποτό και μετά να πάμε στο «Ομπρεβουάρ» να τα πούμε, που ήταν δίπλα, στην οδό Σουηδίας. Έτσι έγινε. Όταν με γύρισε πίσω, με ρώτησε:

«Πού μένεις;»

«Στον Ευαγγελισμό».

«Σε ποιο νούμερο;»

«Στο νοσοκομείο».

«Νοσοκόμα είσαι;»

(γέλια) Αυτό ήταν. Με τον Νίκο είμαστε μαζί μέχρι τώρα και η σχέση μας πάλι χτίστηκε πάνω στον θαυμασμό και την εκτίμηση. Ο έρωτας ήρθε μετά. Με τον έρωτα ξεκινάς απ’ τα ψηλά και φτάνεις στα χαμηλά, ενώ με την αγάπη ξεκινάς πάντα από κάτω για να φτάσεις επάνω.

— Δεν είναι κακό πράγμα κι ο έρωτας όμως, αν υποτεθεί πως δεν πρέπει να απωθούμε τα ένστικτά μας. Εκτός των δύο Νίκων, λοιπόν, δεν υπήρξε κάποιο άλλο φλερτ ή σχέση στη ζωή σας;

Είχα, ναι, μια μικρή σχέση με έναν Εγγλέζο, ο οποίος είχε και τίτλο ευγενείας. Είχε γνωρίσει και τον πατέρα μου, επρόκειτο να παντρευτούμε, αλλά δεν μου έδινε διαζύγιο ο πρώτος μου άντρας. Χωρίσαμε μ’ αυτό τον άνθρωπο μετά από ενάμιση περίπου χρόνο. Δεν ερωτευόμουν εύκολα πάντως. Έπρεπε να τον θαυμάζω τον άλλον. Να φέρεται ευγενικά σε όλες τις γυναίκες, να μη βρίζει, να είναι κύριος και βασικά να μη φοράει κοντές κάλτσες – δεν μπορούσα καθόλου (γέλια). Ήμουν τρομερά ντροπαλή και συνεσταλμένη. Να φανταστείτε, έπαιζα στο «Διακοπές στην Κωλοπετεινίτσα» με τον Χατζηχρήστο και δεν μπορούσα να πω τον τίτλο, έλεγα μόνο «Πετεινίτσα» (γέλια).

Δεν ερωτευόμουν εύκολα πάντως. Έπρεπε να τον θαυμάζω τον άλλον. Να φέρεται ευγενικά σε όλες τις γυναίκες, να μη βρίζει, να είναι κύριος και βασικά να μη φοράει κοντές κάλτσες – δεν μπορούσα καθόλου (γέλια).

— Είχατε εισπράξει ρατσισμό ποτέ λόγω της ομορφιάς σας;

Δηλαδή;

— Να λένε «όμορφη», αλλά χαζή».

Α, ναι, αυτό το άκουγα. Ή μπορεί να με θεωρούσαν χαζή επειδή δεν ανοιγόμουν πολύ κιόλας. Δεν με άγγιζαν τα σχόλια, ήξερα ότι χαζή δεν ήμουν και ποτέ δεν ήθελα τα «μικρά» πράγματα. Ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν είχα αυλή, αλλά λίγους και καλούς φίλους.

— Τους έχετε τους φίλους ακόμα; Στα καλά και στα κακά, που λένε;

Λέτε κάτι πολύ σοβαρό τώρα. Με αφορμή την οδυνηρή περιπέτεια με τον άντρα μου άρχισα τις «εκκαθαρίσεις». Λάκισαν όλοι, έφυγαν από δίπλα μας. Ξέρετε τι είναι να γυρνάω απ’ το νοσοκομείο, να σπαράζω στο κλάμα και να μη χτυπάει τηλέφωνο να δουν τι κάνω κι εγώ, αν ζω ή αν πέθανα; Να μένει ο άλλος δίπλα σου, κολλητός για μια ζωή και στη δύσκολη στιγμή να σε εγκαταλείπει; Χαίρομαι πολύ που μερικές φίλες μου, που δεν έχουν καμία σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο, ήρθαν κοντά μου πιο πολύ αυτό τον καιρό και αυτές κρατάω ως αληθινές φίλες. Μάλλον επειδή είμαι καλός άνθρωπος, παρουσιάστηκαν μπροστά μου άνθρωποι, στους οποίους εγώ δεν είχα προσφέρει τίποτα.

— Έχετε όμως και την Ντέμη, την κόρη σας, πάντα δίπλα σας.

Την έχω, να ‘ναι πάντα καλά, και ξέρετε τι μου λέει καμιά φορά, που έχουμε δεθεί τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια; «Θες να αναπληρώσεις τον χαμένο χρόνο, έτσι;», αναφερόμενη στα χρόνια που την είχα αφήσει στη μάνα μου κι έκανα καριέρα στο εξωτερικό.

— Τι περιμένετε από δω και πέρα, κ. Διαλυνά;

Ότι είναι να ‘ρθει, ας έρθει. Η ζωή μού χαρίστηκε, αλλά της χαρίστηκα κι εγώ. Δεν την καταχράστηκα. Της έδινα νόημα, δεν σκορπίστηκα δεξιά κι αριστερά. Έζησα πολλά, ωραία και μεγάλα πράγματα.

— Γιατί το σπίτι σας έχει τόσο πολλούς καθρέφτες;

Πού να δείτε το σπίτι μου στην Κρήτη! Έχω μεγάλη αγάπη στους καθρέφτες! Μου αρέσει όλο αυτό το μαγικό του αντικατοπτρισμού, αλλά όχι για να στήνομαι εγώ μπροστά τους. Κάποια στιγμή, ο γαμπρός μου μού έφτιαχνε ένα μπάνιο γεμάτο καθρέφτες και μου λέει: «Εντάξει, για τώρα καλά είσαι. Θα έρθει όμως μια μέρα που δεν θα μπορείς να μπεις εδώ μέσα» (γέλια). Κι είχε δίκιο. Πλέον δεν θέλω να βλέπω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, λέω «άι στο καλό», μελαγχολώ…

— Πριν δεν μου το είπατε όμως αυτό, που σας το ρώτησα.

Δεν μπορώ να πω ότι ευχαριστιέμαι κιόλας. Με ενοχλεί που έχω μεγαλώσει, αλλά το αποδέχομαι. Η ζωή είναι έτσι. Μπορείς να είσαι ολόιδιος για μια ζωή ολόκληρη;

— Δεν το χρειάζεστε κιόλας, ειδικά εσείς, κ. Διαλυνά. Αποπνέετε φυσική και πνευματική ομορφιά. Κάπου εδώ τελειώσαμε. Να είστε καλά.

Θέλω να σας πω κάτι: νιώθω, μετά από ένα τρίωρο που κάθισα μαζί σας, πως έδωσα ίσως την καλύτερη συνέντευξη της ζωής μου. Αισθάνθηκα σαν να σας κουβαλούσα μέσα μου επί σειρά δεκαετιών και παρακολουθούσατε αόρατος ολόκληρη τη ζωή μου. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ!

Πηγή: www.lifo.gr

(249)