Μια ζωή στη δράση: ο κινηματογράφος, η σχέση με τη Βουγιουκλάκη και τον Χατζιδάκι, οι μεταφράσεις, τα θεατρικά, οι γάμοι και η χειραφέτηση, η Χούντα και η ΕΡΤ, οι βιντεοκασέτες και ο “Αστέρας Ραχούλας”

Η Μέλπω Ζαρόκωστα έγινε γνωστή μέσα από τις παλιές ελληνικές ταινίες, ασχέτως του αν δεν υπήρξε ποτέ πρωταγωνίστρια. Η μορφή της και ο λόγος της ήταν ταυτισμένα με μια σπάνια φινέτσα «αμερικανικού τύπου», όπως της είχαν πει κάποτε, ή και «γαλλικού τύπου αλά nouvelle vague», όπως της είπα εγώ στη συζήτηση που θα διαβάσετε. Τη συνάντησα ένα βράδυ στην οικία της στα Ιλίσια, λίγες ώρες μετά το πρώτο αναγνωριστικό τηλεφώνημα που της έκανα. Πίνακες υπογεγραμμένοι απ’ τους καλλιτέχνες στους τοίχους της, ένα πολύ νεανικό πορτρέτο της απ’ όταν έπαιξε την «Ευρυδίκη» του Ανούιγ στην Αυστραλία, αλλά και πολλά βιβλία, άλλα στριμωγμένα σε βιβλιοθήκες και άλλα ατάκτως ερριμμένα στο τραπεζάκι του καθιστικού της. Ανάμεσά τους, η «Γέννηση της Τραγωδίας» του Νίτσε, μια συλλογή φιλοσοφικών αποφθεγμάτων σε επιμέλεια του Κώστα Γιαννακάκη, όπως και αρκετά αντίτυπα του δικού της βιβλίου με τίτλο «Στιγμές πάθους…», ένα από τα οποία μού χάρισε λίγο πριν κλείσει την πόρτα της πίσω μου. Γνώριζα πως η Ζαρόκωστα είναι μια καλή και γλυκιά κυρία, δραστήρια επίσης, αφού τον καιρό αυτό υποδύεται μια καπάτσα γιαγιά στο σίριαλ «Αστέρας Ραχούλας» του ALPHA. «Καμιά ώρα θα κάνουμε» μου είχε πει, θέλοντας να μη χάσει την τηλεοπτική μετάδοση ενός από τα επεισόδια του σίριαλ. Όσο η κουβέντα μας άναβε και η ώρα περνούσε, εκείνη ξέχασε το σίριαλ κι εγώ το τρόλεϊ που θα με πήγαινε σπίτι μου. Λογικό. Η συνέντευξη τελικά διήρκεσε δυόμισι ολόκληρες ώρες, στη διάρκεια των οποίων η Μέλπω Ζαρόκωστα αφηγήθηκε όλη, μα όλη όμως, τη ζωή της. Μπορείτε κι εσείς να την απολαύσετε ευθύς αμέσως!

— Να και μία ηθοποιός της γενιάς σας που δεν κατοικεί στην Κυψέλη!

Α, ναι, εδώ είναι θεατρογειτονιά! Η Καρέζη έμενε διαγωνίως του νοσοκομείου «Συγγρός», ο Γιάννης Βογιατζής και ο Ληναίος με τη Φωτίου επίσης μένουν λίγο παραπάνω. Αλήθεια, όμως, πώς τη βλέπετε την Κυψέλη;

— Σαν ένα τεράστιο οίκο ευγηρίας παλαίμαχων ηθοποιών, όπως είχα γράψει παλιότερα.

Σοβαρά, ε;

— Ναι, αλλά σε εσάς ταιριάζει απόλυτα ο φωταγωγημένος Λυκαβηττός που βλέπουμε απέναντί μας.

Έμενα πάντα κεντρικά. Έπρεπε, και ήθελα, να βρίσκομαι κοντά σε όλες τις δουλειές μου. Εγώ, ξέρετε, είμαι περισσότερο συγγραφέας και τα δάχτυλά μου έχουν στραβώσει από το να γράφω και να μεταφράζω εκατοντάδες θεατρικά έργα. Δεν ήξερα ελληνική γραφομηχανή και όλα τα έκανα στο χέρι. Πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια μου, αλλά δεν τα κράτησα, γιατί κι εγώ κι ο άντρας μου ήμασταν μποέμ. Ο άντρας μου ήταν ο Βίκτωρας ο Παγουλάτος…

— Μη βιάζεστε, κυρία Ζαρόκωστα, θα τα πούμε όλα στην ώρα τους, γι’ αυτό είμαι εδώ.

Καλά, ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Γεννήθηκα το 1933 στον Πειραιά από σύμπτωση, πέρασε δηλαδή η μάνα μου από ‘κει, όπου έμεναν και τα πεθερικά της, και με γέννησε. Πολύ καλή οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος αναλογιστής στην Ελλάδα που του είχαν αναθέσει να κάνει τον σχεδιασμό του ΙΚΑ. Ο παππούς μου ήταν ένας πολύ καλός δικηγόρος της εποχής, παντρεμένος με τη γιαγιά μου, επίσης από καλή οικογένεια.

Η λογική μού απαντάει σε όλα τα υπαρξιακά μου ερωτήματα. Η λογική με κάνει να μη φοβάμαι και να λέω ότι δεν μπορώ να γκρινιάξω, αφού δεν θα ζω αιωνίως. Νιώθω γεμάτη κι αν έβλαψα άνθρωπο, θα το ‘κανα άθελά μου. Εκτιμώ πάρα πολύ τον εαυτό μου και τον βάζω στη θέση του.

 

— Μου περιγράφετε ένα μεγαλοαστικό background.

Θα το έλεγα μάλλον εξ αγχιστείας μεγαλοαστικό, αφού δεν άφησε άσχημα αποτελέσματα σ’ εμένα. Οι υπόλοιποι, ξέρετε, αδέρφια, συγγενείς, εξαφανίστηκαν.

— Εννοείτε λόγω ηλικίας ή λόγω καταστάσεων;

Λόγω καταστάσεων και άλλων πολλών εγκλημάτων που έχουν κάνει.

— Εγκλημάτων εντός εισαγωγικών, φαντάζομαι. Εξηγήστε το μου αυτό.

Θα το καταλάβετε μέσα από το story της οικογένειάς μου! Ήμουν εργασιομανής από μικρή, έγραφα εκθέσεις και σκετσάκια. Μας βρήκε ο πόλεμος εδώ και σε ηλικία 15 ετών περίπου βρέθηκα στην Αυστραλία. Είχαμε κάτσει κι έναν χρόνο στην Αίγυπτο, απ’ όπου προλάβαμε να φύγουμε λίγο πριν κλείσει η διώρυγα του Σουέζ. Στην Αυστραλία, δυστυχώς, δεν αναγνωρίστηκαν τα γερμανικά πτυχία του πατέρα μου κι έπρεπε να δώσει εξετάσεις ο άνθρωπος, παρόλο που κόντευε τα 50 και τα αγγλικά του ήταν φτωχά. Τα παράτησε κι άνοιξε διάφορες επιχειρήσεις που πήγαν κακήν-κακώς.

— Δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή τότε σε έναν ξένο τόπο στην άλλη μεριά του πλανήτη.

Η προσαρμογή ήταν πολύ δύσκολη, ακριβώς, σε έναν τόπο που δεν ξέρεις καλά τη γλώσσα του, παρότι εμείς κάναμε εγγλέζικα από την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου μάθαινε στα αδέρφια μου γερμανικά, φοβούμενος να ομολογήσει οπουδήποτε ότι μίλαγε γερμανικά. Ήταν άνθρωπος εγκρατής και καθόλου τολμηρός, από ένα συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου όλοι ήταν αξιωματικοί του Ναυτικού κ.λπ. Στα 16 του τον έστειλαν στη Γερμανία κι αυτός έφερε τρία πτυχία: Λογιστικής, που τότε δεν υπήρχε στη χώρα μας, Νομικής και, τι άλλο − φαντάζεστε; Χορού! (γελάει τρανταχτά) Ξέρετε, φοξ-τροτ και τέτοια!

— Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, έφτασε στο σημείο να ανοίξει σαντουιτσάδικο στην Αυστραλία για την επιβίωσή σας, σωστά;

Έτσι ακριβώς! Και πέσαμε έξω, γιατί κανείς μας δεν είχε σχέση με αυτά τα πράγματα. Καμία απολύτως! Ούτε η μητέρα μου ήταν καμιά σπουδαία μαγείρισσα. Ανέκαθεν είχε από μια-δυο υπηρέτριες και ξαφνικά βρέθηκε μόνη σ’ ένα σπίτι να φροντίζει ένα τσούρμο κόσμο. Προερχόταν από χαμηλή κοινωνική τάξη, αλλά παντρεύτηκε μικρή, στα 20, κι έτσι έμπλεξε νωρίς με μια αριστοκρατική οικογένεια. Η μητέρα μου δεν άντεξε την όλη κατάσταση στην Αυστραλία, εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική και υπέστη ηλεκτροσόκ. Ο πατέρας μου είχε μισοτρελαθεί κι αυτός. Ήταν μια απερίγραπτη κατάσταση κι έπρεπε κάποιος να σηκώσει τα βάρη. Ο πατέρας μου απ’ την κατάθλιψη έχασε τελείως το ενδιαφέρον του για τη ζωή, η μητέρα μου χάλια, με φάρμακα… Είχε μείνει σκελετός, ήταν ολόκληρη σαν το ένα μου χέρι, κι όμως συνήλθε, έγινε καλά!

— Σίγουρα, πάντως, όχι από το ηλεκτροσόκ!

Το άσχημο ήταν ότι ήμουν μπροστά στο ηλεκτροσόκ της! Είναι ένα θέαμα φρικτό, όχι μόνο για τη μητέρα σου, αλλά και για κάθε άνθρωπο. Να σας το περιγράψω;

— Αν είναι κάτι που δεν σας ταράζει, ναι, θα το ήθελα.

Σε βάζουν σε ένα ειδικό φορείο με δεμένα χέρια-πόδια, γιατί παθαίνεις σπασμούς και τινάζεσαι. Στο στόμα σού βάζουν προθέματα από καουτσούκ για να μη δαγκώσεις τη γλώσσα σου. Προηγουμένως σου έχουν κάνει μια ένεση χαλαρωτική και ενδοφλέβια σου βάζουν το φάρμακο. Αρχίζεις να βγάζεις αφρούς απ’ το στόμα και να πετάγονται τα μέλη σου! (μιμείται τις κινήσεις) Εγώ τα ‘χα κάνει πάνω μου! Μα, να μην μπορώ να το μιμηθώ… Θα ήθελα να ‘χω παίξει έναν τέτοιο ρόλο.

— Γιατί νομίζετε πως σας είπα να μου αφηγηθείτε ένα τόσο δυσάρεστο συμβάν; Ήμουν σίγουρος ότι θα το παίξετε μπροστά μου.

Πώς αλλιώς μπορείς να αντιμετωπίσεις κάτι τέτοιο, πώς αλλιώς να το δεχτείς; Και πώς αλλιώς να δεχτείς έναν πατέρα που υπήρξε σκληρός μαζί μου γιατί ήμουν η πιο δυνατή; «Κάτσε εσύ εδώ τώρα» ή «διαχειρίσου τα επιχειρηματικά μας»… Εξού και έχω όλες αυτές τις ικανότητες τις διοικητικές, ας τις πούμε. Τα αδέρφια μου, πάλι, νέα παιδιά ήτανε, την είχαν κοπανήσει με γκόμενες δεξιά-αριστερά, ένα χάος στο σπιτικό μας. Η μάνα μου να μου τηλεφωνεί απ’ την κλινική «έλα πάρε με, θα πέσω απ’ το παράθυρο», ο πατέρας μου δίπλα να τραβάει τα μαλλιά του…

— Πολύ δύσκολες καταστάσεις.

Με έσωσε το θέατρο!

— Το οποίο θέατρο, όμως, το σπουδάσατε για τα καλά εκεί.

Το σπούδασα κρυφά. Από μικρή, 7-8 ετών, με σούρνανε στις όπερες. Είδα και τη Μαρία Κάλλας, πάνχοντρη, λίγο πριν φύγει, το ’45 νομίζω.