[dropcap]T[/dropcap]ον Απρίλιο του 1944 άρχισαν οι μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις  των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Πελοπόννησο, με 12.000 άνδρες περίπου μηχανοκίνητους αλλά και πεζικό, με σκοπό να “χτενίσουν” όλο τον τόπο έχοντας βοηθούς και συνεργάτες τους κατάπτυστους προδότες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Δυνάμεις από την Πάτρα, την Κόρινθο και την Τρίπολη έζωσαν κυριολεκτικά όλον τον τόπο με σημείο συνάντησης τα Καλάβρυτα. Αυτή ήταν η πρώτη φάση των επιχειρήσεων στη βόρεια και κεντρική Πελοπόννησο. Στη συνέχεια ανέπτυξαν τις δυνάμεις τους και μετατόπισαν τις επιχειρήσεις τους προς τη νότια Πελοπόννησο.

Του Χρήστου Α. Κουτσούγερα

Όλο αυτό  το 4μηνο από Απρίλιο μέχρι και Ιούλιο του 1944 ο δρόμος Τρίπολη-Καλάβρυτα ήταν το επίκεντρο των επιχειρήσεων αυτών και τα χωριά που ήσαν πάνω σ’ αυτό το δρόμο ή κοντά του δοκιμάστηκαν από τη βαρβαρότητα των κατακτητών και των συνεργατών τους. Ο κόσμος, άντρες, γυναίκες, ανήμποροι γέροι και μικρά παιδιά, πήραν τα βουνά να κρυφτούν σε δύσβατα μέρη ή σε πυκνά δάση. Όπου όμως και να κατέφευγε κανείς ένοιωθε ανασφάλεια γι’ αυτό παρατηρήθηκε το φαινόμενο, που όλος αυτός ο κυνηγημένος κόσμος άλλαζε καταφύγιο και συνεχώς βρισκόταν σε κίνηση πέφτοντας πολλές φορές πάνω στις μπούκες  των όπλων των κατακτητών, που καιροφυλακτούσαν πάνοπλοι. Και σκότωναν, και σκότωναν! Σκότωναν τους άοπλους ανθρώπους και τα ζώα τους κι έκαιγαν τα σπίτια τους, τα μαντριά τους, το βιος τους.

Στις 20-4-44 έγινε η μάχη της Γλόγοβας, όπου ο Ε.Λ.Α.Σ. έδωσε  ένα γερό  χτύπημα στους αποθρασσημένους Γερμανούς ναζί  διαλύοντας ένα ολόκληρο τάγμα τους (πολλοί νεκροί-τραυματίες και άφθονο πολεμικό υλικό).

Στα μέσα του Απρίλη του 44 το 11)6 τάγμα με διοικητή τον λοχαγό Βασίλη Τσεκούρα από την Τεγέα έδωσε μάχη με γερμανική δύναμη στα Στενά της Ντούσιας Κορινθίας εξουδετερώνοντάς την.

Στις 20-4-44 γερμανοί καίνε (7) εφτά σπίτια στη Βλαχέρνα  και σκοτώνουν στη διακλάδωση τον τσοπάνο Αριστείδη Αποστολόπουλο.

Στις 30-4-44 κάψανε το μισό Λεβίδι (250 περίπου σπίτια).

Στις 22 Ιουνίου του 44 έγινε άλλη αξιόλογη μάχη του 11ου συν/τος του Ε.Λ.Α.Σ. στα Κανελλάκια στο δυτικό  Μαίναλο. Η δύναμη των γερμανών κατατροπώνεται και διαλύεται αφήνοντας 65 νεκρούς στο πεδίο μάχης.

Τον Ιούνιο έγινε η μεγάλη μάχη της Στυμφαλίας που μαζί με τις άλλες μάχες ή και μικρές ενέδρες και αψιμαχίες έκαμαν τους γερμανούς να καταλάβουν ότι θα πληρώσουν ακριβά την έξοδο τους από τις πόλεις κι ότι ο περίπατος που νόμιζαν ότι θα κάμουν θα τους στοίχιζε πολύ.

Τον Ιούλιο του ’44 μηχανοκίνητες δυνάμεις ξεκινάνε από την Τρίπολη και με προφυλάξεις φτάνουν στου Κάψια, το Λεβίδι, στη Βλαχέρνα. Μπροστά μπροστά προχωρούν ως ανιχνευτές, ποδηλάτες και μοτοσυκλετιστές. Προχωρούν, ανιχνεύουν και ξαναγυρίζουν στο Λεβίδι  που έχουν ως  βάση τους.

Το βράδυ της 18-7-44 μια διμοιρία του Ε.Λ.Α.Σ. 30 ανδρών με επικεφαλής  τον καπετάνιο της Μαρίνο Φωτόπουλο από τα Περιβόλια Μεγαλόπολης (Ρουσβάναγα) κατέβηκε από το βουνό στο χωριό για να στήσει ενέδρα στον δημόσιο δρόμο στη θέση Μακρεμαλιά-Κοτρώνες. Το χωριό είχε σχεδόν εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Θυμάμαι τον γερο-Πέτρο τον Ρούνη που επίμονα προσπαθούσε να εμποδίσει τον καπετάνιο ώστε να μη γίνει η ενέδρα στο σημείο αυτό που είναι πολύ κοντά στο χωριό. Ο καπετάνιος κι αυτός επίμονα επαναλάμβανε, “αυτή τη διαταγή έχω κι αυτή θα εκτελέσω”. Είχε  διαταγή να γίνει η ενέδρα σ’ αυτό το σημείο, για  παρενόχληση. Έτσι κι έγινε.

Αφήγηση  του Μαρίνου Φωτόπουλου:

“Πήραμε  διαταγή να στήσουμε ενέδρα σ’ αυτό το σημείο για να κάνουμε παρενόχληση. Κάναμε ορισμένα πυροβολεία με πέτρες· είχαμε όπως όλες οι διμοιρίες ένα οπλοπολυβόλο· εγώ, ως διμοιρίτης είχα το ατομικό μου αυτόματο και οι αντάρτες τα ντουφέκια τους. Κάναμε  καμουφλάζ να μη φαίνονται οι πέτρες και περιμέναμε όλη τη νύχτα. Όταν  ξημέρωσε πια και βγήκε ο ήλιος είδαμε τους ποδηλατιστές να έρχονται. Τους αφήσαμε και πλησιάσανε σχεδόν στα 50 μέτρα. Είχα ειπεί στους αντάρτες ότι πρώτος θα ρίξω εγώ με το αυτόματο και όταν πλησίασαν άρχισα να τους βάζω με το αυτόματο και ακολούθησαν να χτυπούν όλοι οι άνδρες (30 περίπου) με το οπλοπολυβόλο και τα ντουφέκια  τους. Σε λίγο τελείωσε αυτό το κακό· δεν ξέρω πόσοι χτυπηθήκανε, πρέπει να είχαν νεκρούς αλλά δεν ξέρω.

» Όταν οι ποδηλατιστές προσπάθησαν να ανασυνταχτούν και να απαντήσουν στα δικά μας πυρά, εμείς οπισθοχωρήσαμε γιατί όπως είναι φυσικό δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με αυτούς γιατί πίσω τους και μέχρι το Λεβίδι ερχόταν μεγάλη δύναμη. Μετά την αποχώρηση μας από το σημείο της ενέδρας άρχισαν να βάζουν στο σημείο αυτό με όλμους. Εμείς, μέσα από τη ρεματιά του χωριού μπήκαμε στα έλατα και φτάσαμε σε ένα πηγάδι ψηλά στο Μαίναλο (Αλευρά πηγάδι) και βρήκαμε το λόχο μας. Λοχαγός μας ήταν ο έφεδρος ανθ/γός Αντωνιάδης (καθηγητής) και καπετάνιος ο Κοδέλας Γεώργιος από τα Βέρβενα της Κυνουρίας”.

Αμέσως οι Γερμανοί αφού έστησαν φυλάκια με πολυβολεία στις επίκαιρες θέσεις επιδόθησαν με μανία στον αφανισμό του χωριού βάζοντάς του φωτιά. Έκαψαν όλα τα σπίτια (180), τα καλύβια και τις αποθήκες του χωριού. Έρημη, μέσα στα αποκαΐδια έμεινε η εκκλησία του Αγιο-Θανάση. Οι καπνοί που ζώσανε το Μαίναλο φαίνονταν από μακριά και υπογράμμιζαν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του όμορφου χωριού μας. Κόποι και βάσανα των προγόνων μας γίνανε στάχτη και κάρβουνα μέσα σε λίγες στιγμές, αυτά που χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να χτιστούν. Κάηκαν πολλές θεμωνιές από τα θερισμένα σπαρτά και πολλά καταφύγια (λαγούμια) που είχαμε κρύψει τη σοδειά. Σκότωσαν τον γερο-Τρύφωνα Κατσούλη, έκαψαν τον γέρο Δημήτρη Λολώνη, κακοποίησαν τον γερο-Αναστάση Τζιώλα (Κατσά) που ήταν άρρωστος και σε πέντε έξι μέρες πέθανε. Τραυμάτισαν στο γόνατο την Κλειώ Αναστ. Δρακοπούλου και την έκαμαν ανάπηρη. Έκαψαν τα Κουτσουγερέϊκα καλύβια και μαντριά και πήραν τα Τσαπαρέικα πρόβατα· σκότωσαν μεγάλα ζώα ως και σκύλους που τους εμπόδιζαν να πλησιάσουν τα σπίτια.

Μετά δύο μέρες ένας λόχος (90 άνδρες) του Τάγματος του Βάσου Τσεκούρα με λοχαγό τον Αντωνιάδη και καπετάνιο τον Γιώργο Κοδέλα ήρθε κι έστησε ενέδρα στο δημόσιο δρόμο ανάμεσα στα καημένα σπίτια.

Αφήγηση του Μαρίνου Φωτόπουλου:

“Στήσαμε ενέδρα στο ίδιο ακριβώς σημείο-μέρος που δεν θα το φανταζόταν ποτέ τους ότι θα τους περιμέναμε για δεύτερη φορά στο ίδιο μέρος. Ήταν ωραίο το τέχνασμα αυτό. Εκεί ακροβολιστήκαμε ολόκληρος ο Λόχος (ο 3ος Λόχος). Βάλαμε το πολυβόλο θέσεως στην πέτρινη βεράντα ενός σπιτιού επάνω στο δρόμο. Σε πολύ μικρή απόσταση από τον δημόσιο δρόμο (50 έως 70 μέτρα) έστησε η κάθε διμοιρία τα πολυβόλα της (τρεις Διμοιρίες) στην αριστερή μεριά του δρόμου καθώς ερχόμαστε από την Τρίπολη για να μπούμε στη Βλαχέρνα. Απέναντι στον μικρό λόφο (Λαιμούλι) τοποθετήσαμε το μυδράλιο με σκοπευτή τον Μήτσο τον Κορκοσούρα από τα Λαγκάδια και πεντ’ έξι αντάρτες. Στην παρατήρηση μου “ότι μου είχε ειπεί ο Κορκοσούρας ότι τα φυσίγγια του μυδραλίου ήσαν λίγα” ο καπετάν Μαρίνος μου είπε “όλοι λίγα φυσίγγια είχαμε”. Ένα άλλο πολυβόλο (βαρτσελόζ) έτσι το έλεγαν ήταν τοποθετημένο στο κέντρο της παράταξης λίγο πιο πάνω από του Τάση του Καλιμάνη το σπίτι.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τότε, το 1944 δεν υπήρχαν σπίτια κατά μήκος του δημόσιου δρόμου. Μόνο δυο στην αποκάτω μεριά που ήταν και ο αλευρόμυλος και τρία προς την πλευρά του χωριού. Ακόμα ούτε δέντρα υπήρχαν τότε εκτός από ελάχιστα πουρνάρια και τη συστάδα των πρίνων του ανηφορικού κεντρικού δρόμου από το χάνι προς το χωριό. Λόγω της ζέστης οι αντάρτες κάθονταν στον ίσκιο όσων δέντρων υπήρχαν αλλά και κοντά στη θέση των ταμπουριών που είχαν προετοιμάσει. Στο πολυβόλο (βαρτσελόζ) σκοπευτής ήταν ο αντάρτης από τη Βυτίνα ο (Εργάτης) Κώστας Λιαρόπουλος.

Αφήγηση Μ. Φωτόπουλου:

“Ένα πολυβόλο θέσεως είχαμε και η κάθε διμοιρία είχε από ένα οπλοπολυβόλο και στην απέναντι μεριά είχαμε, όπως είπαμε το μυδράλιο, οι καπετάνιοι και διοικητές διμοιριών είχαμε από ένα αυτόματο και καμιά χειροβομβίδα και το πιστόλι. Οι αντάρτες είχαν τα ατομικά τους πολεμικά όπλα ως επί τον πλείστον γερμανικά και ιταλικά με λιγοστά φυσίγγια. Στην πρώτη Διμοιρία καπετάνιος ήμουν εγώ (Μαρίνος Φωτόπουλος), στη δεύτερη ένας Παναγιώτης Οικονόμου τον οποίο έκαμε καπετάνιο λόχου και τον άφησε αργότερα στο πόδι του ο Κοδέλλας· ο Παν. Οικονόμου ήταν από την Ντόριζα. Στην τρίτη διμοιρία καπετάνιος ήταν ο Κώστας Κατσούλης ή Μανίκας από τη Βλαχέρνα. Εγώ στη διμοιρία μου είχα στρατιωτικό διοικητή τον Μπίκο, δικηγόρο από την Τρίπολη, ήταν έφεδρος αξιωματικός. Σε άλλη διμοιρία στρατιωτικός Διοικητής ήταν ένας Μπαφές· της άλλης διμοιρίας τον διοικητή δεν θυμάμαι ποιο ήταν το όνομά του. Λίγα μέτρα πιο πάνω από το Μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, πίσω από  τα πολυβολεία της πρώτης διμοιρίας ήταν η Διοίκηση του λόχου. Στην κορυφή τού απέναντι υψώματος (Κοφίνι) στην Τσιούμπα ήταν το παρατηρητήριο που επιτηρούσε και έλεγχε τον δημόσιο δρόμο σε απόσταση 7 χιλιομέτρων μέχρι το Λεβίδι, αλλά και προς Βυτίνα-Δάρα.

Κατά τις 4.00 το απόγευμα έγινε ένας εικονικός συναγερμός. Στις 6.00 όμως το απόγευμα ακούστηκε από το παρατηρητήριο, ΓΕΡΜΑΝΟΙ-ΓΕΡΜΑΝΟΙ!

Στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε ο σκοπός της “Τσιούμπας” έδινε τις απαραίτητες πληροφορίες για τον αριθμό των αυτοκινήτων (5 ήταν), για την απόσταση που κρατούσε το ένα από το άλλο (100 περίπου μέτρα), την ταχύτητα τους και το σημείο όπου βρισκόταν το πρώτο αυτοκίνητο.

Δεν άργησαν ν’ αστράψουν τα μπαμπρίζ του πρώτου αυτοκινήτου καθώς ξαγνάντησε στη στροφή στου Ζη το καμίνι ένα χιλιόμετρο ακριβώς από το στόμιο της ενέδρας. Την απόλυτη ησυχία τάραξε το βουητό των μηχανών των αυτοκινήτων. Ο χρόνος μετριόταν πια σε δευτερόλεπτα. Όλοι με το δάχτυλο στη σκανδάλη περίμεναν το σύνθημα που θα έδινε ο καπετάνιος. Το πρώτο αυτοκίνητο είχε φτάσει σχεδόν στον αλευρόμυλο και το τελευταίο 80 περίπου μέτρα, προς το χωριό, από το δρόμο που πάει στου Σίνα.

Ο Κοδέλας έδωσε το σύνθημα της μάχης με φωτοβολίδα και τα όπλα όλων των ανταρτών αναζητούσαν το στόχο τους. Οι Γερμανοί κεραυνοβολήθηκαν· πηδούσαν από τα αυτοκίνητα και προσπαθούσαν να οργανώσουν θέσεις άμυνας κατά μήκος στο χαντάκι του δρόμου που τότε ήταν στενός και χωρίς άσφαλτο. Με τις ριπές όμως που τους ήρθαν από την Κατσουλέικη στρούγκα που ήταν το μυδράλιο κατάλαβαν ότι είναι εγκλωβισμένοι. Παρ’ όλα ταύτα κατέβασαν από το πρώτο αυτοκίνητο ένα μυδράλιο κι άρχισαν να γαζώνουν τη στρούγκα. Το δικό μας μυδράλιο σταμάτησε για λίγο και άλλαξε θέση.

Εκείνη τη στιγμή ο Μανίκας (καπετάνιος διμοιρίας) με κάλυψη από τον οπλοπολυβολητή Κώστα Καρούντζο ή Καρίγιαννη (Κωτσιάντο) έκανε δύο άλματα και βρέθηκε σχεδόν καβάλα στο πρώτο αυτοκίνητο εξουδετερώνοντας ένα ένα τα αυτοκίνητα. Στο τελευταίο πια αυτοκίνητο συγκεντρώθηκαν όλα τα πυρά ενώ ο οδηγός του έκανε μια κίνηση απελπισίας· έβαλε μπροστά τη μηχανή και προσπάθησε να το γυρίσει προς την Τρίπολη. Ένα άλλο όμως παλικάρι από τη Βλαχέρνα ο Κώστας Παπαχρόνης (Γρίβας) από τους πρώτους αντάρτες προχώρησε με άλματα από το χαντάκι του δρόμου. Ο Γρίβας δεν ανήκε στο λόχο του Κοδέλα, ήταν άρρωστος με πυρετό αλλά με το που άρχισε η μάχη δεν έχασε την ευκαιρία να πολεμήσει. Μια ώρα περίπου κράτησε η μάχη που κυριαρχούσε ο ορυμαγδός των όπλων, το ΑΕΡΑ-ΑΕΡΑ και το προχωρείτε -της σάλπιγγας.

Ύστερα, μόνο ο σκοπός της Τσιούμπας διαβεβαίωνε κάθε τόσο ότι δεν έρχονται άλλα αυτοκίνητα. Έτσι οι αντάρτες επιδόθηκαν στο μάζωμα των λάφυρων. Κατά πάγια τακτική τους ο αντάρτης που έφτανε πρώτος έπαιρνε τα άρβυλα του Γερμανού και μπορούσε ν’ αλλάξει το ντουφέκι του με καλλίτερο· επίσης έπαιρνε και ό,τι ρούχο προτιμούσε· όλα τα άλλα πολυβόλα, αυτόματα, το μυδράλιο, πιστόλια, χειροβομβίδες όπλα και φυσίγγια μεταφέρονταν από αντάρτες και βλαχερναίους που από ενθουσιασμό είχαν ροβολήσει κάτω στις Κοτρώνες. Στα αυτοκίνητα υπήρχε ακόμα άφθονο Υγειονομικό υλικό και μπετόνια με βενζίνη. Ένα αυτοκίνητο το οδήγησε ο Εργάτης (ο βυτιναίος) από το δρόμο που οδηγεί στο σχολείο στο πάνω μέρος του χωριού. Μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο ήταν ένας γερμανός αξιωματικός, έτσι είπαν. Αφού τον ρώτησαν προς τα πού πάνε, ή για άλλες πληροφορίες, τον εκτέλεσαν στο ρέμα της Αράπισσας. Η νύχτα βρήκε το ερειπωμένο χωριό ανταριασμένο από το βουητό της μάχης, να ‘χει δίπλα του τα σκελετωμένα αυτοκίνητα του εχθρού και κατά μήκος της δημοσιάς τα άψυχα 35-40 κουφάρια των γερμανών. Από το τελευταίο αυτοκίνητο που είχε και τους δύο βαριά τραυματίες υπέκυψαν· οι άλλοι ολονυχτίς φτάσανε στην Τρίπολη.

Την άλλη μέρα δύναμη μεγάλη (20 περίπου αυτοκίνητα) ήρθαν από την Τρίπολη και την περιοχή Καλαβρύτων. Μάζεψαν τους νεκρούς και τους πήγαν στην Τρίπολη. Μόνο το πτώμα ενός δεν πήρανε γιατί ήταν απόμερα κάτω από ένα πεζούλι στη σπαρμένη με καλαμπόκια κοιλάδα της Μακρεμαλιάς. Αυτός είχε την ατυχία να σκοτωθεί από ομάδα Ε.Π.Ο.Νιτών της Βλαχέρνας λίγες ώρες πριν έρθουν τα 20 αυτοκίνητα.

Αυτό ήτανε το τέλος της μάχης. Το τέλος όμως της κατοχής και του πολέμου γενικά θα αργήσει πολύ. Ως που να γιάνουν οι παλιές πληγές θ’ ανοίξουνε καινούριες και το Χωριό μας, όπως ολόκληρη η Πατρίδα μας, θα υποφέρει και θα προσφέρει κι άλλα θύματα από τα παιδιά του στις εκατόμβες του Μολώχ. Σεμνή στέκεται η ΒΛΑΧΕΡΝΑ δίπλα στα μαρτυρικά Καλάβρυτα, το Δίστομο, το Χορτιάτη, την Καισαριανή, τις Βίγλες και τους άλλους τόπους του Μαρτυρίου. Σεμνή και περήφανη, και για τους αγώνες της, και για τις θυσίες της!

 

(635)