Kαμπανάδες είχαν εγκατασταθεί στην Τριπολιτσά από τον 19ο αιώνα, μέχρι τα μέσα του 20ού περίπου, 1875-1930. Τέτοιοι ήσαν οι αδελφοί Φρέντζου και ο μπαρμπα-Κωνσταντής Παπαηλίου -συγγενείς μεταξύ τους- οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει το μαγαζί τους εκεί στα Γύφτικα. Λογής λογής μικροπράγματα, σωστά καλλιτεχνήματα, θα βρίσκατε εκεί μέσα από αλυσιδάκια και κουδουνάκια, μέχρι καμπανάκια και τροκάνια για τους τράγους των τσοπαναραίων.

Ποια να ήταν η τεχνική των ανθρώπων αυτών που κατάφερναν, πλάθοντας με τα χέρια τους, με τα σφυριά τους, τον χαλκό, να δίνουν στα χιλιάδες τροκάνια όλους τους μουσικούς ήχους, σ’ όλους τους τόνους, λες και δουλεύοντας είχανε μπροστά τους το πεντάγραμμο;

Γιατί, πώς να εξηγήσεις εκείνη τη μαγική συναυλία που μας έδιναν τα κοπάδια των τσοπαναραίων στο σύρε κι’ έλα τους μέσα στα βαθύσκια, τα καταπράσινα πέλαγα των Αρκαδικών Βουνών; Αχάραγα, καταμεσήμερα, το σούρουπο και τη νύχτα, από ράχη σε ράχη, σε καταπράσινα ή σε ξερά κατσάβραχα ν’ ακούς θείες μουσικές συναυλίες με μαέστρους τους τσοπαναραίους, που ‘παιρναν μέρος στο σκηνικό με τις προσταγές τους:
– Σιου, ρε μαύρε!… Σιου, μωρ λάγια!.. Σαλάγατα από κει, μωρ’ Αγγέλω…
μέχρι που να καταλαγιάσει το κοπάδι, κι ήρεμα ήρεμα ν’ αρχίναγε το τέλος της συναυλίας των κουδουνιών, που ο θείος αγέρας σου ‘φερνε μέχρι και μέσα στο καλυβόσπιτο σου ακόμα…

Ο Μητρόπουλος, ο μεγάλος μας μαέστρος, Γορτύνιος αυτός, γεννημένος κοντά και μέσα στις βουκολικές αυτές συναυλίες, ποιος ξέρει αν δεν ένοιωσε τα πρώτα σκιρτήματα αγάπης στη μουσική από τα απλά αυτά τροκάνια των κοπαδιών;
Αλλα, ας μην ταράζουμε την ησυχία των νεκρών• όλα αυτά πέθαναν σαν τον Πάνα… Άμποτε να ξανάρθουν κάποτε… Σήμερα ‘μεις ζούμε στις συναυλίες των αυτοκινήτων, των εξατμίσεων και των καυσαερίων… Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στους Καμπανάδες της Ιστορίας μας.

Εκεί, στα Γύφτικα, ανεβαίνοντας από την Κεντρική Πλατεία τ’ Αγιο-Βασίλη και πριν φτάσουμε στο Γουρνοπάζαρο, τη σημερινή Αγορά, ήταν εγκαταστημένο το μεγάλο εργαστήρι, το καμπανάδικο του μπαρμπα-Κωσταντή. Από ‘κει μέσα, από τα χέρια των σπουδαίων αυτών τεχνικών, ‘βγαίναν οι καμπάνες για τις εκκλησίες του εσωτερικού και του εξωτερικού ακόμα. Έφθασε να συναγωνίζονται και τις ονομαστές τότε Ρωσσικές καμπάνες, όχι στο μέγεθος, μα στην καλαισθησία και στην απόδοση ήχου!

Κρίμα, που, σήμερα, δε βρίσκεται κάτι γραφτό από ‘κείνους τους απλοϊκούς τεχνίτες, για τον τρόπο που δούλευαν, που έσμιγαν τα σκληρά μέταλλα κι έφτιαχναν τις καμπάνες. Τι να ‘ταν εκείνο που τους οδήγαγε, που τους έδινε την ψυχική δύναμη, που καταστάλαζε στην άκρη στα δάχτυλά τους, στις ρώγες των δακτύλων τους, που, πάλευαν απαλά απαλά, με αφοσίωση, με αγάπη, με στοργή και με θεία τέχνη τον πηλό; Εκείνο δεν ήταν πάλαιμα με τον πηλό, ήταν ένα χάδι του πηλού που με υπομονή, μέρα με τη μέρα, τους έδινε τη χαρά να βλέπουνε με στοργή, αγάπη και ευσέβεια, μπροστά τους έτοιμο πια το καλούπι της καμπάνας.

Μαθητούδια τότε, ‘μεις στην Τριπολιτσά, μελίσσι που βούιζε στους δρόμους, σαν τραβάγαμε απ’ το σχολείο με φωνές και χαρές για τα σπίτια μας, πάνου στα Γύφτικα, κοντά στη Λάκα, κάναμε ένα σιωπηλό σταθμό στις πάγκες του Καμπανάδικου. Με ευλάβεια, λες κι είμαστε μπροστά στο ιερό κάποιας εκκλησίας, με κρυμμένη τη μιλιά μας, ψάχναμε στις πάγκες του καμπανάδικου να βρούμε μια τρύπα, μια χαραμάδα, να δούμε τον μπαρμπα-Κωσταντή σκυμμένο πάνω στο μεγάλο καλούπι της Καμπάνας, με τα γυαλιά του ριγμένα κάτω στη μύτη, να χαϊδεύει με τα δάκτυλα του το καλούπι. Κι άμα βλέπαμε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμο, φεύγαμε σιγά σιγά κι αφήναμε τον γερο-Καμπανά ήσυχο, στο απέραντο εργαστήρι του, μπροστά στην Καμπάνα, να δουλεύει τη λάσπη. Τούτο γινότανε σε κάθε πέρασμα μας από ‘κει, γιατί περιμέναμε να βρεθούμε πάλι στις χαραμάδες, τη στιγμή που θα «χύνανε την Καμπάνα» ο μπαρμπα-Κωσταντής με τους καλφάδες του. Όταν πια βλέπαμε κάποια μέρα το καμίνι να καίει και να βγάζει μια μπλέ-κόκκινη-κίτρινη φλόγα, καταλαβαίναμε πως θα χύνανε την Καμπάνα, και δεν ξεκολλάγαμε από τις χαραμάδες για να δούμε.

Ο Καμπανάς οδηγούσε τους καλφάδες να ρίχνουν πάνω στις φλόγες του καμινιού, ό,τι χαλκώματα είχαν μαζέψει, παλιοκαραβάνες, τζετζερέδες και λοιπά χάλκινα είδη. Έριχναν και βέργες καλάγι, που τους έδινε ο μπάρμπα-Κωσταντής και άλλα πράγματα που ‘μεις δεν τα ξέραμε. Το καμίνι έκαιγε με κάρβουνα και φύσαγαν διαρκώς οι καλφάδες το φυσερό. Όλοι τους ‘κει μέσα καταϊδρωμένοι, σιωπηλοί και ανήσυχοι, παρακολουθούσαν τον Καμπανά, που είχε στραμμένη την προσοχή του και τα μάτια του στις φλόγες που ‘βγαιναν απ’ το καμίνι… Ποιος ξέρει τι μυστικό κρύβανε ‘κείνες οι πολύχρωμες φλόγες και τις καταλάβαινε μονάχα ο Καμπανάς!…

Ύστερα από λίγο, έριχνε για τελευταία φορά τη ματιά του στις φλόγες κι ακούγαμε τη σβυσμένη από συγκίνηση φωνή του:
– Έτοιμοι! Προσέχετε!…
Όλοι τραβιόντουσαν πέρα, το φυσερό σταμάταγε, πλησίαζε μοναχός του κι άνοιγε μια πορτούλα στη ρίζα του καμινιού… Η λάβα άρχιζε να κυλάει σιγά σιγά στο καλούπι της καμπάνας. Όλοι σταυροκοπηθήκανε «Καλή επιτυχία, Παναγία μου» ή επικαλιόντουσαν το όνομα του αγίου, για την εκκλησία που προοριζότανε η Καμπάνα. Και ‘μεις τα μαθητούδια, κολλημένα στις χαραμάδες, κάναμε το σταυρό μας και φεύγαμε για τα σπίτια μας, αφού βλέπαμε τον Καμπανά να κλείνει το πορτάκι του καμινιού.
 Καλή επιτυχία, μπαρμπα-Κωσταντή… φωνάζαμε φεύγοντας και ‘κείνος κούναγε μ’ ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης και χαράς το χέρι του προς τις πάγκες.

Αυτό ήταν το χύσιμο της Καμπάνας… Τα άλλα, ως που να ‘βγει έτοιμη η Καμπάνα απ’ το καλούπι της, ήτανε δουλειά του υπομονετικού και άριστου Στεμνιτσιώτη τεχνίτη. Μέρες ολόκληρες τον βλέπαμε σκυμμένο στην Καμπάνα να την πασπατεύει, να τη χαϊδεύει, με μικρά σφυράκια, με λίμες και λιμάκια, ως ‘που τη βλέπαμε μια μέρα έτοιμη Καμπάνα. Και θα ‘μαστε πολύ τυχεροί αν βρισκόμασταν εκεί τη στιγμή, που για πρώτη φορά ο Καμπανάς θα κρέμαγε το γλωσσίδι και θα δοκίμαζε τη φωνή της να ‘βλεπε αν πέτυχε η όχι.

Το «γλωσσίδι», η γλώσσα της Καμπάνας, ήταν σιδερένιο και κατέληγε σε μια χαλκάδα για να ‘ναι σταθερά τα χτυπήματα. Στη φωνή της Καμπάνας κρατιότανε και στεκόνταν όλη τους η τέχνη, να πετύχει τη φωνή που ήθελε, ψηλή, χαμηλή, χονδρή, γλυκιά… Αυτό προσδιόριζε και το κανόνιζε εκείνος, από τη στιγμή που έφτιαχνε το καλούπι, μέχρι τη στιγμή που ‘ριχνε αναλογίες απ’ τα υλικά του, ήξερε ποια φωνή της έδινε! Αυτή ήταν η τεχνική του, η μυστική του τέχνη, η μεγάλη «Τέχνη του Καμπανά», που την ήξερε μονάχα αυτός και την έδινε στα παιδιά του, και ‘κείνα στα δικά τους. Έτσι κρατήθηκε ένα μυστικό τέχνης, που ποιος ξέρει αν κανένας το ‘γραψε σαν συνταγή!…

Δεκάδες καμπάνες βγήκαν απ’ το εργαστήρι εκείνο για όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό ακόμα. Όμως, όπως έσβησαν τα Γύφτικα, τα Αμπατζίδικα, τα Παπουτσίδικα, τα Ταμπάκικα, που χαρακτήριζαν την παλιά Τριπολιτσά, έτσι έμεινε σαν ανάμνηση και το εργαστήρι του «Καμπανάδικου», του μοναδικού Στεμνιτσιώτη τεχνίτη μπαρμπα-Κωσταντή Παπαηλίου και το μοναδικό ίσως στην Ελλάδα, τότε.

Του +Βασίλη Δ. Μαρουλά

(150)