Τιμής ένεκεν, παρουσιάζουμε τη συνέντυξη, μαζί του, στην Ο.Α. 

Πάνω στο χάραμα έπιασε το παπόρι στο λιμάνι τ’ Αναπλιού. Γκράνγκα γκρούνγκα, κατεβήκανε οι σκάλες και τα παραπέτια οπότε άρχισε να ξερνάει κόσμο… Φωνές, αντάρα…
– Όχι από ‘κεί, εσείς· από ‘δω. Πάτε για Κίο. Όσοι είναι για Σπάρτη εκεί. Για την Τριπολιτσά μαζευτείτε δεξιά…
Άνθρωποι κάθε ηλικίας, από βυζανιάρικα μέχρι χαρακωμένα σε βάθος μούτρα, φαμίλιες μεγάλες… αλλά και πεινασμένοι· κουρασμένα κι εξαντλημένα κορμιά, σκυθρωπά πρόσωπα όμοια με χορού Τραγωδίας… Αποβιβάστηκαν στην προκυμαία τ’ Αναπλιού, συγκροτήθηκαν σε μπουλούκια ή ως μεγάλες οικογένειες και, οι δικοί μας, αποτελούντες το κομμάτι της Τριπολιτσάς, πήρανε τον παραλιακό δρόμο για τους Μύλους και από εκεί την ανηφόρα του Κολοσούρτη, αγκομαχώντας με το τρένο…
Όχι· δεν ήτανε βλάχοι οι Πρόσφυγες της Ανταλλαγής του ’22 που ήρθανε στην Ελλάδα… Κάθε άλλο… Ήτανε ευγενικές ψυχές, γεμάτες κουλτούρα κι ανθρωπιά, εργατικοί κι έξυπνοι, δραστήριοι πολύ κι άριστοι τεχνίτες… που, φεύγοντας, άφησαν ξωπίσω τους, περιουσίες -κινητές κι ακίνητες- σπίτια και μαγαζιά… κι όλα τους τα ναχρικά… Μαύρος κι άραχλος ο ξεσηκωμός από τις δικές τους πατρίδες, την Ελλάδα της Μικρασίας!
Μπαίνοντας ο Μουντζούρης στην Τριπολιτσά με το παρατεταμένο ηχητικό σινιάλο ανάγγειλε τον ερχομό… Νηστικοί και ταλαιπωρημένοι, άρχισε, γι’ αυτούς έν’ άλλο μαρτύριο… Χωρίστηκαν καθ’ υπόδειξη της Πρόνοιας. Άλλοι στο 2ο Δημοτικό, κάποιοι σε παραπήγματα φτιαγμένα από λαμαρίνες (πισσοβάρελα), μερικές οικογένειες στο παλιό ταχυδρομείο, άλλες στις καλιατζούκες της σημερινής βορειοδυτικής πλευράς της πλ. Κολοκοτρώνη… Κι άρχισε το συσσίτιο… μπουλουγούρι, φασόλια, φακές… κι όλα αυτά κακής ποιότητας… ενώ είχαμε και τα πρώτα θύματα στα σανιδένια πατώματα των σχολείων!
Η Μικρασιατική καταστροφή ανάγκασε, ένα μεγάλο κομάτι του υγειούς Ελληνισμού, να καταφύγει στην Ελλάδα. Μόλις πέρασαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της προσαρμογής τους στα ελληνικά δεδομένα, οι πρόσφυγες ξεκίνησαν την κοινωνική τους οργάνωση, ιδρύοντας σωματεία και συλλόγους. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν να μεταφέρουν στον ελλαδικό χώρο τη μακραίωνη πνευματική και πολιτισμική παράδοση της Ιωνίας, που, επί αιώνες υπήρξε η πνευματική, οικονομική και κοινωνκή πρωτεύουσα του Ελληνισμού!
Ναι· οι Τριπολιτσιώτες δεν είδανε με καλό μάτι τους Πρόσφυγες…
Όμως, εδώ, να σταματήσουμε, εμείς, για να δώσουμε το λόγο στον τελευταίο επιζώντα της “Ανταλλαγής”, τον πολύ γνωστό στην πόλη, συνταξιούχο ράφτη πια, σεμνό και δραστήριο μέλος της κοινωνίας μας, Τάσο Μουκάκη! Ο Τάσος, που, σήμερα, διάγει το “90 παρά 1” και του ευχόμαστε να ξεπεράσει τα 100!

Ν.Γ.: Από το επώνυμο, φαίνεται, ότι, η καταγωγή της οικογένειάς σου ήτανε Κρητική…
Τ.Μ.: Ναι· Μούκος ή Μουκάκης ήτανε το επώνυμο. Οι συγγενείς μου, στην Κοκκινιά, λέγονται Παλαμιδάκηδες. Η νουνά μου, που, αποβιβάστηκε κι αυτή, στο Ναύπλιο, λεγότανε Τζωρτζάκη. Ζαφείρης ο πατέρας από το Ορτάκιο της Πόλης και Ζωή η μάνα μου από το Κατηρλή. Έκαναν πέντε παιδιά: το Βασίλη, τον Κλεάνθη, τη Σωτηρία, τον Κωνστάντη κι εμένα που είμαι και ο μόνος στη ζωή. Εγώ, γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη, το Μάρτη του ‘19. Μάλιστα, προ 5ετίας, πήγα στην Πόλη, με το ΚΑΠΗ, και ζήτησα, από την ξεναγό, να με βοηθήσει να βρω το σπίτι μας… Δε βρήκα το σπίτι μου αλλά τη γειτονιά, τον Άγιο Ιωάννη, που, σήμερα, είναι η αριστοκρατική μεγάλη συνοικία, Μπεσίκτας, με την ομώνυμη ποδοσφαιρική ομάδα, τη βίλλα της Τσίλερ· η Μπεσίκτας είναι ο μεγαλύτερος Δήμος της Πόλης με 5 εκατομ. κατοίκους.

Ν.Γ.: Από πότε αρχίζεις να θυμάσαι;
Τ.Μ.: Αφότου κατάλαβα τον εαυτό μου· όταν πήγα στο Δημοτικό. Όλα τα πριν, που δεν είδα και δεν άκουσα, ήτανε τόσο πολύ νωπά, αφού κουβεντιαζόντουσαν μέσα στο σπίτι, που, είναι σα να τα ‘ζησα· και τα ‘ζησα ρωτώντας τους γονείς μου, κυρίως τη μάνα μου και τον αδελφό μου, τον μεγάλο, που ήρθε 20 ετών. Ο ναυτικός πατέρας μου πέθανε την κατοχή ενώ, η μάνα έζησε μέχρι τις αρχές του ’50. Τ’ άλλα αδέλφια μου έζησαν, εδώ, στην Τρίπολη. Πρέπει, να πω, ότι, ερχόμενοι οι γονείς μου στην Ελλάδα και την Τρίπολη, μαζί τους είχαν και τις μανάδες τους· τις γιαγιάδες μου.

Ν.Γ.: Πώς σας δέχτηκαν οι Τριπολισιώτες;
Τ.Μ.: Στην Τρίπολη ήρθαμε 50 οικογένειες. Ενώ στη Ν. Κίο, που πήγε το ένα τμήμα –αυτό του Ναυπλίου- και αυτό της Καλαμάτας, τους δέχτηκαν καλά, στην Τρίπολη και στη Σπάρτη, η υποδοχή και ο πρώτος καιρός, ήταν πολύ άσχημα για τους πρόσφυγες. Μας έβριζαν “Τουρκομερίτες και Τουρκόσποροι, τι θέλετε εδώ…”. Όμως, συν τω χρόνω, αντιλήφθηκαν, ότι, οι πρόσφυγες, ήταν ίσοι με αυτούς και καλύτεροί τους διότι προέρχονταν από την Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Ιωνία, τη Σμύρνη, την Έφεσο… ελληνικές πόλεις με κουλτούρα… και οι οποίοι, Πρόσφυγες, ήταν μορφωμένοι, ηθικοί, έντιμοι, εργατικοί και ευγενικοί… Έτσι, μετά τον πρώτο καιρό, οι Τριπολιτσιώτες, δέχθηκαν κι αγκάλιασαν τους Πρόσφυγες… ενώ, στην αρχή, μας ενοχοποίησαν ότι τους φέραμε το Δάγγειο πυρετό. Ερχόμενοι στην Τρίπολη, είναι αλήθεια, πώς αρκετοί Πρόσφυγες, μη αντέχοντας τη στενοχώρια του ξεσηκωμού και τις κακουχίες, πέθαναν. Άλλοι, μη βλέποντας καλό κλίμα υποδοχής στην Τρίπολη, έφυγαν προς Λάρισα και προς Χαλκιδική.

Ν.Γ.: Πού μείνατε;
Τ.Μ.: Τα πρώτα 7-8 χρόνια μείναμε, εδώ κι εκεί. Το 1930, όμως, μας έδωσαν σπίτια, τα γνωστά προσφυγικά, στο Συνοικισμό. Το όλο που ήρθαμε είμαστε περί τους 1500. Επαναλαμβάνω, ότι, δε μας δέχτηκαν καλά. Ο ιστοριοδίφης, Μίμης Αθανασιάδης, αρθρογραφώντας στο “Μορέα” ήτανε λάβρος εναντίον μας. Μία αιτία ήτανε, ότι, ένα κομμάτι, από εμάς, από πέντε οικογένειες, έμεινε στο χώρο του παλιού Ταχυδρομείου δηλ. έναντι του σπιτιού του· στον περίβολο, του σπιτιού του, υπήρχε μαρμάρινη βρύση, που, όμως, δε μας επέτρεπε να πάρουμε νερό. Άλλωστε, ο Αθανασιάδης ήτανε βασιλόφρων και το Προσφυγικό στοιχείο Δημοκρατικοί. Ο Αθανασιάδης, γύρισε υπέρ των Προσφύγων, αργότερα, όταν πήρε υπηρέτρια την καλύτερη κοπέλα του Συνοικισμού, την Ελευθερία του Ιτζέμπεη, της οποίας της φόρεσε κι ένα σκουφάκι και τον ακολουθούσε όταν πήγαινε για ψώνια. Δεν ήταν κάτι καλύτερο από εμάς, οι Τριπολιτσιώτες… Ο γαμπρός μου, ο Ξηρέας, ήταν Σμυρνιός. Ο αδελφός του ήταν Καθηγητής Φιλόλογος οπότε, ερχόμενοι στην Ελλάδα, αμέσως, του έδωσαν θέση στη Σχολή Αναβρύτων. Μην ξεχνάμε, το Βουτυρά, που έκανε Γαλλικά στα Γυμνάσια…

Ν.Γ.: Πού αλλού μείνατε;
Τ.Μ.: Αρκετές οικογένειες στο χάνι του Γκιντώνη, εκεί, που, σήμερα, είναι η Ν. Αγορά και, που, τότε, τότε ήταν Φυλακές με το μικρό ναΐσκο του Αγιο-Λευτέρη. Κάποιες άλλες οικογένειες πήγανε στην οδό Αύγης, άλλες στην οδό Κακλαμάνου, και στο σημείο που είναι η “Αρκαδία” το ξενοδοχείο, πριν χτιστεί· και μέχρι να γίνει αυτός ο καταμερισμός, η υποδοχή και η πρώτη εγκατάσταση των λίγων ημερών, γινότανε στα Σχολεία.

Ν.Γ.: Σας έδωσαν σπίτια, λοιπόν.
Τ.Μ.: Ναι· αλλ’ όχι σε όλους γιατί δεν έφτασαν. Όσοι δεν πήραν σπίτια, πήραν οικόπεδα, όπως ο Χαρίτος, ο Αναστασιάδης ο φωτογράφος… Τα σπίτια ήτανε τριών ειδών ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας: α) Δύο δωμάτια μια κουζίνα και με εξωτερικό καμπινέ, β) ένα δωμάτιο, μια κουζίνα και μ’ εξωτερικό καμπινέ και γ) ένα μεγάλο δωμάτιο μ’ εξωτερικό καμπινέ.

Ν.Γ.: Ποιοι οι γείτονές σας;
Τ.Μ.: Ο Γιάννης Χαρίτος, ο Σαββόπουλος, ο Νίκου, ο Γ. Φιλόπουλος (Λαγκαδιανός), ο Καλφόπουλος που ‘φερε την τέχνη των ρολών με τις λαμαρίνες, ο Εγγλέζος, η Ζαφείρα που ήταν υπηρέτρια του Δήμαρχου Πετρινού, ο Σκλάβος που δεν ήταν πρόσφυγας… Από την άλλη μεριά, ο Βαγ. Χαρίτος, ο Πιτσούνης… Τα σπίτια κληρώθηκαν και μας τα χρέωσαν! Οι περισσότεροι, τα ξεχρεώσαμε και πήραμε τους τίτλους ιδιοκτησίας. Κάποιοι όχι· σ’ αυτών, τα σπίτια, τα οποία, βέβαια, δεν κατοικούντο απ’ αυτούς, εγκαταστάθηκαν, σ’ αυτά, οι Πόντιοι του 1938 όπως ο Καζαντζίδης, ο Κεκετσίδης, ο Κοσκινίδης… Το 1952 ήρθαν 25 οικογένειες “Ελλήνων Ρουμάνων” οι οποίοι έμειναν σε σπίτια που τους έχτισαν μέσα σ’ ένα χρόνο. Όμως, απ’ αυτούς, δεν έμεινε κανείς. Φύγανε γι’ Αθήνα…

Ν.Γ.: Τον πρώτο καιρό, πώς περνούσατε από θέμα φαγητού;
Τ.Μ.: Γινότανε διανομή συσσιτίου. Ένα, κακής ποιότητας φαγητό, από πληγούρι και φασόλια μέχρι… Οι μανάδες μας -γιατί οι Πρόσφυγες ήτανε δαιμόνιοι- πηγαίνανε στου Πετρονότη, που έφτιαχνε τα λουκάνικα στην οδό Πλαπούτα, και έπαιρναν κόκκαλα. Τα κόκκαλα τα έβραζαν με το πληγούρι και νοστίμευε. Μας έφερναν και νερό με το βιτίο και το κάρο. Βέβαια, ευθύς, αμέσως, οι έχοντες την κατάλληλη ηλικία, δούλεψαν, από εργάτες μέχρι το να μάθουν κάποια τέχνη. Ο πατέρας μου π.χ. εργάστηκε ως εργάτης σε οικοδομές.

Ν.Γ.: Εσύ;
Τ.Μ.: Στα 7 χρόνια μου, πήγα Σχολείο, στο 4ο που ήταν στο σημερινό σπίτι, Ταγκλή, γωνία Αρβάλη και Μητρ. Δανιήλ. Δίπλα έμενε ο, αργότερα πελάτης μας στο ραφείο και Πτέραρχος, Βλαντούσης. Δάσκαλο είχα το Σιαμαντούρο, το Γιαννόπουλο, τον Ασκιούρα… Σχολείο πήγα και στο λαδάδικο του Τσόπελα· εκεί ήταν το 5ο, που, μετά πήγε στο Παζάρι. Τελείωσα την Ε’. Πηγαίνοντας το Ενδεικτικό στο σπίτι, μου είπε ο πατέρας μου, “κοίταξε να βρεις καμιά δουλειά· εσύ δεν είσαι του Μπακόπουλου, του Βαρβεράκη και του Δεληβοριά. Έχουμε ανάγκη από μεροκάματο”. Έτσι, πήγα ράφτης· αρχικά στου Βασίλη Γκούμα, ύστερα στου Μηνά Αρτόπουλου και μετά στο μεγάλο ραφείο, του Κ. Παρασκευόπουλου. Εκεί ραβότανε όλη η εκλεκτή κοινωνία της πόλης. Δουλεύαμε 12 άτομα: ο Εδμόνδος, ο Ηλ. Τσαντήλας, ο Βασ. Μουγκοπέτρος, ο Γ. Φράγκος, ο Ν. Πράπας, ο αρχιμάστορας Μήτσος Καλιάτσης, ο Πέτρος Χαλάκης… Εκεί έμεινα μέχρι την Απελευθέρωση. Μετά ανοίξαμε δικό μας ραφείο, με το Βασ. Μουγκοπέτρο, πρώτα στην οδό Χατζηχρήστου -έναντι Αγριοστάθη-, μετά στην Παλλαντίου και τέλος στην Ερμού. Συνταξιοδοτηθήκαμε το ’82.

Ν.Γ.: Να πάμε στην κοινωνική προσφορά σου;
Τ.Μ.: Όχι όπως είπαμε, αλλ’ όπως διαπιστώθηκε από την όλη πορεία, οι Πρόσφυγες ήταν δραστήριοι. Μην ξεχνάμε, ότι, το 1929 οι Πρόσφυγες ίδρυσαν την ΑΕΚ: ο Σαββόπουλος, Ξηρέας, Ανανίας, Γκρέκης, Καραγκούνης… Εγώ, υπήρξα 13 χρόνια τερματοφύλακας της ΑΕΚ (1936 – 1948). Το 1935-36 μπήκα στον Φ.Ο.Τ. (Φυσιολατρικό Όμιλο Τριπόλεως) με Πρόεδρο τον Καραγιαννόπουλο που ήταν Δ/ντής του Ο.Τ.Ε. κι είχε χάσει και τα δυο παιδιά του. Εκεί ήταν και οι Φώτης Αγγελίδης, Μήτσος Ταλούμης, Τιμ. Τζιμούρης, τ’ αδέλφια μου… Είχαμε, υπό την προστασία μας, τον Αη-Γιάννη το Ριγανά, όπου πήγαινα μικρός και κουβαλούσα νερό για το πότισμα. Αργότερα, μπήκα και σε άλλους Συλλόγους, όπως, στον Φιλοτεχνικό… Επίσης, είμαι ένας από τους Ιδρυτές του Συνδέσμου των Διαιτητών Ποδοσφαίρου Αρκαδίας. Πριν, φτιάξαμε την “Ένωση Ποδοσφαιρικών Ομάδων Τριπόλεως”, γύρω στο ’51, ’52, ’53. Το 1953 ωρίμασε η ιδέα για την “Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αρκαδίας”, όπως κι έγινε, με Πρόεδρο τον δικηγόρο, Θωμά Ορφανόπουλο του Παναρκαδικού, και τούτο για να μπούμε στην Ε.Π.Ο. Νωρίτερα, αντιδράσαμε οι ΑΕΚ, Ατρόμητος, Αστέρας να πάμε και να κάνουμε μια Ένωση με Καλαμάτα και Σπάρτη που ήθελε ο Παναρκαδικός και ο Άρης. Να σημειωθεί, ότι, δεν υπήρχαν επίσημοι Διαιτητές. Παίζαμε Πρωτάθλημα με διαιτητή ένα φίλαθλο. Έπαιζα κι εγώ Διαιτητής, όπως ο Ηλ. Γαντές, ο γιατρός Μπόσινας, ο Γρ. Αγγελόπουλος… Ήρθε ο Οδ. Τσούτσος, έξω αριστερά της Εθνικής, Προπονητής του Παναθηναϊκού, Καθηγ. Διαιτησίας και Γυμναστής του Πανεπ. Αθήνας ο οποίος ηγήθηκε της Σχολής Διαιτητών στην οδό Παλλαντίου -μετά του Κανατά- όπως και στο Μαντζούνειο· δώσαμε προφορικές και γραφτές εξετάσεις και περάσαμε, εγώ, ο Γιάννης Τόμπρος, ο Τζαβάρας που ήτανε ανταποκριτής της “Καθημερινής”, ο Γιαν. Ξενόπουλος, ο Αντ. Θεοφανόγιαννης, ο Βασίλ Μουγκοπέτρος… Επειδή είμασταν μόνο 10, δεν μπορούσαμε να κάνουμε Σύνδεσμο, ο οποίος έγινε το 1961 που γίναμε 21.

Ν.Γ.: Πήγες για «παραθερισμό» και στη Μακρόνησο…
Τ.Μ.: Κλήθηκα στην Ασφάλεια και από εκεί, με τον γαμπρό μου, τον Ξηρέα, μας πήγαν στο Τμήμα, πιο κάτω από το δικαστήριο. Μείναμε κάποιον καιρό εκεί, έφεραν και άλλους από το άλλο Τμήμα στον Άγιο Δημήτρη, μας μάζεψαν (Εδμόνδος, Θοδόσης Ζαχαροπλάστης, Κιτσόπουλος, Τρικ φωτογράφος, Τσούκας δικηγόρος, Καζαντζίδης φωτογράφος, Καναβός…) και μας πήγαν στο τρένο· μας έβαλαν στα βαγόνια “Ίπποι 4, Άνδρες 18” και μας πήγανε στο Ναύπλιο όπου μας διαμοιράσανε στην Ακροναυπλία, στο Γυμνάσιο της παραλίας και στο Σύνταγμα. Εκεί καθίσαμε ενάμιση μήνα. Με το αρματαγωγό 2020 μάς πήγαν στη Μακρόνησο, όπου ήτανε και ο πατέρας σου, ο Παρασχάκης… Εκεί ήταν κι ο Καθηγ. Πανεπιστημίου, ο Δεσποτόπουλος, ο οποίος πληροφορήθηκε ότι θα ερχόταν ο Παν. Κανελλόπουλος, κι ευελπιστούσε ότι θα πήγαινε να τον ‘δεί· ήρθε ο Κανελλόπουλος και δεν πήγε να τον ιδεί οπότε στενοχωρήθηκε. Αιτία που μας έπιασαν, εμένα και τον γαμπρό μου, ήτανε οι Αρχαιρεσίες της Πανπροσφυγικής Ένωσης που έγιναν στου Μπαμή το μπακάλικο, εκεί, που, σήμερα είναι του Μανιάτη το σουπερμάρκετ όπου έγινε ένα επεισόδιο… ότι είμασταν κομμουνιστές… Οι συλλήψεις, την Κατοχή, γίνονταν από Κορίνθιους Ταγματασφαλίτες· οι δικοί μας έκαναν συλλήψεις στην Κόρινθο για να μην τους γνωρίζουν. Ήρθαν στο σπίτι και μας έπιασαν· επικεφαλής ήτανε ένας Τεγεάτης με τον οποίο είχαμε παίξει μπάλα μαζί. Του είπα, ρε Τά.. πέσε ότι δε μας βρήκες. Δεν μπορώ, μου λέει, γιατί αυτοί είναι Κορίνθιοι… Μας πήγαν στην Γκεστάμπο που ήταν κάτω από το Οδοντιατρείο του Αποστολόπουλου, στην οδό Δεληγιάννη. Κι έπειτα στο Δικαστήριο στο γραφείο του Παπαδόγκωνα… Μας φυλάκισαν κάτω από τα Δικαστήρια, στο υπόγειο. Στον ένα θάλαμο ήταν γυναίκες, στο άλλο ο Ηλ. Ρέβελας και στο άλλο εμείς. Μείναμε έξι μήνες. Τη σωματική ανάγκη μας, όπως κι όσοι φυλακίζονταν στις φυλακές των Σφαγείων που πρόσφατα γκρεμίστηκαν, τις κάναμε στη βούτα (μισά ξύλινα βαρέλια) που κάθε πρωί το αδειάζαμε σ’ ένα σιφόνι, απέξω από το θάλαμο…

Ν.Γ.: Ερχόμενοι, οι Πρόσφυγες, τι δουλειές έκαναν;
Τ.Μ.: Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τους τότε Τριπολιτσιώτες οι οποίοι ήταν ακόμη, οι περισσότεροι με τις φουστανέλες, ερχόμενοι οι Πρόσφυγες έφεραν, παράλληλα, και τις διάφορες τέχνες τους όπως τη ραπτική, την αγιογραφία, άριστος ταπετσέρης ήταν ο Ξηρέας, φιλόλογος ο αδελφός του στη Σχολή Αναβρύτων, φουρνιαραίοι… Στη Σμύρνη επικρατούσε υψηλή αριστοκρατία. Αυτά που γράφει, ο δικηγόρος Κ. Σταυρίδης, είναι αλήθεια· δηλ. ήτανε καθαροί οι Πρόσφυγες, πολιτισμένοι και μορφωμένοι… γι’ αυτό και ευθύς αμέσως αναμείχθηκαν σε Συλλόγους και στα κοινά. Πολλοί έφυγαν από την Τρίπολη διότι δεν μπόρεσαν να υποφέρουν τη μη καταδεχτικότητα των Τριπολιτσιωτών οι οποίοι, πλην εξαιρέσεων, τους φέρθηκαν χωρίς σεβασμό κι εκτίμηση. Τι θέλετε στην Ελλάδα, μας έλεγαν. Μας είχαν σαν δευτέρας κατηγορίας ανθρώπους. Βέβαια, μετά αντιλήφθησαν το λάθος τους κι άλλαξαν. Ο πατέρας του Ξηρέα ήταν υπάλληλος στο Προξενείο Σμύρνης. Εδώ, έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Πανπροσφυγικής Ενώσεως. Αυτοί αγωνίσθηκαν για τους Πρόσφυγες, οι Αρτοπουλαίοι, ο Ανανίας Βελονιάδης… Πληρώσαμε τα σπίτια ενώ, αποζημίωση, δεν πήραμε ποτέ. Με ρώτησες, για τη Φωφώ· όλα τα χρόνια δούλευε, τη μέρα στις γκαζόζες του Χριστόπουλου και τη νύχτα ταμίας στα σινεμά. Γνώριζε γράμματα…

Ν.Γ.: Ευχαριστώ για όλα… Εύχομαι μακροημέρευση…
Τ.Μ.: Κι εγώ, σ’ ευχαριστώ, Νίκο.

(183)