Εκείνο το βράδυ του Απριλίου συνάντησα τη Μάρω στο δρόμο. Με τα βλέμματα συνεννοηθήκαμε και σε λίγο μπήκε απ’ το παράθυρο στο δωμάτιό μου που την περίμενα, δεν ερχόταν ποτέ από την πόρτα για να μην την ιδεί η σπιτονοικοκυρά.
Έκανε ψύχρα καίτοι ο μήνας κόντευε να βγει. Μια μουντή, μαύρη συννεφιά κι ένα ψιλόβροχο έκανε πιο μελαγχολικές τις τεράστιες λεύκες που φύτρωναν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στα λουτρά του Λαγκαδά, έμενα στην άκρη της μικρής πόλης, κοντά στο στρατόπεδο.

Η Μάρω ήταν γραμμένη στη μαύρη λίστα που μας είχε ανακοινώσει ο διοικητής: «Κανένας αξιωματικός δεν επιτρέπεται να έχει σχέσεις με τέτοιου είδους ελεεινά γύναια». Ασ’ τους να λένε, η Μάρω είχε κορμί αγαλματένιο.

Περασμένα μεσάνυχτα, πάλι από το παράθυρο, πήδηξε η Μάρω στον λασπωμένο δρόμο και χάθηκε τρέχοντας στην παγωμένη εκείνη ανοιξιάτικη νύχτα.

Έπεσα πτώμα να κοιμηθώ και όταν ο αγγελιοφόρος-μοτοσικλετιστής, μετά δύο ώρες, χτυπούσε με μανία την εξώπορτα, εγώ δεν έπαιρνα χαμπάρι, μέχρι που ξύπνησε όλο το σπίτι και ήρθε η σπιτονοικοκυρά πάνω από το κρεβάτι μου και με σκουντούσε για να ξυπνήσω.

Ήταν 3 η ώρα το πρωί της 21ης Απριλίου. Έκανε κρύο και τουρτούριζα καθώς φορτώναμε τους ασυρμάτους στα τζιπ, θα πηγαίναμε να εγκατασταθούμε όλη η μοίρα Πυροβολικού στον Εύοσμο, όπου θα είχαμε και το έλεγχο του υποσταθμού της ΔΕΗ. Άσκηση, μας είχαν πει, εφαρμόσατε το σχέδιο «ΛΕΩΝ», αλλά κάπου βρωμούσε αυτή η άσκηση, καθώς ο φρούραρχος Λαγκαδά, ο οποίος μας βρήκε στο στρατόπεδο να καθυστερούμε, αντί, ως συνήθως, να αρχίσει τις φωνές και τις χριστοπαναγίες, με το πιο μειλίχιο ύφος, «άντε, παιδιά», μας είπε, «… κάντε γρήγορα».

Ξημερώσαμε μέσα σε ένα χέρσο οικόπεδο στον Εύοσμο, το ψιλόβροχο χτυπούσε ασταμάτητα τον μουσαμά του τζιπ κι εγώ μαζεμένος στο πίσω κάθισμα προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια μου καθώς ο ασύρματος δεν σταματούσε να μεταδίδει ακατανόητα σήματα για τη λειτουργία των φούρνων και την παρασκευή άρτου.

Ήταν ημέρα Παρασκευή, παραμονές της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκείνοι, ύστερα από λίγες ημέρες εξαπέλυσαν το σύνθημα: «Χριστός Ανέστη – η Ελλάς ανέστη» εμείς όμως, το ξέραμε τι είδους ανάσταση ήταν αυτή. Τα δακρυσμένα μάτια του δόκιμου αξιωματικού Βασίλη Χατζηελένη, όταν τον άκουσα να κραυγάζει: «Μα για τι μας πέρασαν, για κάφρους, και κάνανε δικτατορία;», δεν με άφηνα να αρθρώσω λέξη. (Μήπως όμως με ψάρευε για να ιδεί τις δικές μου αντιδράσεις;).

Στις άκρες του οικοπέδου, ανάμεσα στις πρασινάδες, είχαν φυτρώσει παπαρούνες που τις πατούσαν τα αυτοκίνητα και οι αρβύλες των στρατιωτών.

Ήμουν επικεφαλής του τιμητικού αγήματος που συνόδευσε τον επιτάφιο και έπρεπε να ειπώ στο πλήθος, καθ’ υπόδειξιν του παπά και κατά διαταγήν του διοικητή, ότι απαγορεύεται μετά την περιφορά του επιταφίου να τον μαδήσουν από τα λουλούδια του, συνήθεια που επικρατούσε. Θυμάμαι τα σκυμμένα κεφάλια και τα πλάγια πικρά βλέμματα του κόσμου, καθώς αποχωρούσαν.

Και στην Ανάσταση, πάλι επικεφαλής του τμήματος, στεκόμουν σε μιαν άκρη μετά το «Χριστός Ανέστη» και έβλεπα τους ανθρώπους να φιλιούνται, να ανταλλάσσουν ευχές, μόνος, κατάμονος, ούτε ένας φαντάρος να μου πει «Χρόνια Πολλά», μονάχα όταν ο πολύς κόσμος είχε αποχωρήσει με πλησίασε ένας άγνωστος τύπος, κοστουμαρισμένος, και μου πρόσφερε ένα κουλούρι λέγοντάς μου «Χριστός Ανέστη!» κι εγώ δεν μίλησα, από μέσα μου είπα: «Φασίστας θα ‘ναι!».

Βγήκαμε κάμποσες νύχτες παγανιά στους λασπωμένους δρόμους του Εύοσμου και της Νεάπολης, το κρύο ήταν τσουχτερό, καμιά φορά την αράζαμε σε κανένα κρυφό ξενυχτάδικο με γυναίκες κι αφήναμε τις περιπολίες.

Την Πρωτομαγιά γυρίσαμε στον Λαγκαδά. Όταν με είδε η σπιτονοικοκυρά κι ενώ ο άντρας της μου έλεγε «Μπράβο! Έπρεπε να γίνει μια επανάσταση για να…», τον διέκοψε απότομα χωρίς να τον αφήσει να συνεχίσει και μου είπε:
Πιάσανε τη Μάρω!

Δημήτρης Πετσετίδης
Μαθηματικός – Λογοτέχνης
από Σπάρτη

(59)