Καθώς αναζητούμε να βοσκήσουμε λογοτεχνική τροφή στον απέραντο λειμώνα της φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ, η ματιά μας τυχαία προσπίπτει σε μια πλειάδα από δοκίμια. Το ράφι στο οποίο είναι στοιβαγμένα, αν είχε λαλιά, πολύ πιθανόν να παραπονιόταν για τη σκόνη που έχει συσσωρευτεί, μιας και φαίνεται να έχει παρέλθει αρκετός καιρός από τότε που κάποιο ανθρώπινο χέρι άγγιξε αυτά τα βιβλία. Επιχειρώντας ένα ταχύ σκανάρισμα σε αυτήν την πυκνότατη, από συγγράμματα, λόχμη, την προσοχή μας κεντρίζει μια συλλογή δοκιμίων που φέρει την επικεφαλίδα «Η ανάγκη του στοχασμού» υπό την υπογραφή του Άγγελου Τερζάκη.

Ο λόγος που στεκόμαστε με περισσό ενδιαφέρον απέναντι σε αυτό το βιβλίο είναι διπλός: αφενός, ο τίτλος του, που φαντάζει πιο επίκαιρος από ποτέ σε μια εποχή κατά την οποία το εξωστροφικό πνεύμα επιταχύνει το βηματισμό του με ολοένα και μεγαλύτερο διασκελισμό ενώ ο στοχασμός, η σκέψη και η περισυλλογή συρρικνώνονται στο εύθραυστο κέλυφός τους. Αφετέρου, ο ίδιος ο συγγραφέας, τον οποίο οι περισσότεροι γνωρίζουμε από τα εξαιρετικά πεζογραφήματά του(με το «Δίχως Θεό» αναμφισβήτητα να ξεχωρίζει)και τα άρτια θεατρικά του έργα, αλλά τυγχάνει να αγνοούμε την τριβή του με τον δοκιμιακό λόγο. Εν τέλει, ανακαλύπτουμε πως ο συγγραφέας της «Πριγκιπέσσας Ιζαμπώς» αρθρογραφούσε συχνότατα στην εφημερίδα «Το Βήμα» για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και ότι εκτός από έναν χαρισματικό λογοτέχνη συνιστά κι έναν εγκεφαλικό στοχαστή που μέσα στον μύλο της σκέψης του αλέθει θέματα πολυχρωματικού φάσματος.

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο διακρίνουμε τον κύριο προβληματισμό που κατατρύχει τη σκέψη του Τερζάκη, που δεν είναι άλλος από την αντίφαση(μία από τις πολλές) του τεχνοκρατικού πολιτισμού μας: από τη μια πλευρά η αλματώδης βιομηχανική πρόοδος, η κοινωνία της αφθονίας και της ευμάρειας και από την άλλη η προοδευτική υποταγή του ανθρώπου στα παραγόμενα τεχνολογικά μέσα και προϊόντα, η απόλυτη εξάρτησή του από αυτά και η επακόλουθη αλλοτρίωση. Όσο πιο πολύ ασπάζεται τον μηχανοποιημένο τρόπο ζωής, τόσο πιο γρήγορα μετατρέπεται σε ένα ανδράποδο, έναν παθητικό δέκτη που μαζοποιείται, πολτοποιείται και εκμηδενίζει την προσωπικότητά του. Για τον Τερζάκη, οι τυποποιημένες συσκευές και γενικότερα όλα τα παράγωγα της καλπάζουσας, βιομηχανοποιημένης κουλτούρας κομίζουν εγγενώς κάτι το αλλότριο, που παρασιτεί στην ψυχή του ανθρώπου και ρουφά ένα κομμάτι της αυθεντικότητάς του, αλλοιώνοντας την ταυτότητά του και αδυνατώντας να του προσφέρει κάποια εσωτερική λύτρωση. Η φράση του Αρθούρου Ρεμπώ «Εγώ είναι ένας άλλος» ίσως να αποδίδει περίφημα το αποτέλεσμα της ώσμωσης του ανθρώπου με τον αφηνιασμένο βιομηχανικό πολιτισμό.

Ας αφήσουμε όμως τις προσωπικές μας επισημάνσεις κι ας δώσουμε τον άμεσο λόγο στον ίδιο τον Τερζάκη, ώστε να μη διαθλώνται οι απόψεις του μέσα από τον δικό μας φακό ερμηνείας. Γράφει, λοιπόν, με θαυμαστή οξυδέρκεια και νοητική διαύγεια: «Η στρατολογία ευχαριστημένων από τα αγαθά του τεχνολογικού πολιτισμού συνεχίζεται αδιάπτωτη, σε ρυθμό εντεινόμενο. Θα ρθει ένας καιρός όπου οι άνθρωποι θα δουν πως η χειρότερη περίοδος της ιστορίας δεν ήταν η εποχή των σκλάβων· η χειρότερη θα είναι η εποχή της ανυπαρξίας των σκλάβων.(…)Η σατανική επινόηση της θριαμβεύτριας τεχνοκρατίας έγκειται στο εκούσιο δουλεμπόριο. Την εποχή της δουλείας πάει να την αντικαταστήσει –αποκορύφωμα του πολιτισμού- η εποχή της εθελοδουλίας». Συνειδήσεις, επομένως που όχι μόνο δεν ανθίστανται αλλά οικειοθελώς προστρέχουν στον εκμαυλισμό τους από τους καρπούς της τεχνολογικής ανάπτυξης.

Τα ανωτέρω προφητικά λόγια, αρθρωμένα το μακρινό 1969 ίσως να επαληθεύονται κατά έναν μικρό ή μεγάλο βαθμό στις μέρες μας. Μα, για μια στιγμή, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, και τι να κάνουμε δηλαδή; Μπορούμε να παραιτηθούμε από όλες τις ευκολίες που μας επιδαψιλεύει ο σύγχρονος πολιτισμός, να εξαλείψουμε από την καθημερινότητά μας το κινητό τηλέφωνο, τον υπολογιστή, το διαδίκτυο; Η επιστροφή στη φύση, ως μια απόπειρα αποτίναξης του τεχνολογικού ζυγού, δεν εμπεριέχει καμιά λογική, παρά μόνο φαιδρότητα. Δε γίνεται, άλλωστε, να διανοηθούμε την ύπαρξή μας δίχως την αξιοποίηση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας. Οι ζωές μας έχουν καταγοητευθεί τόσο από τα θέλγητρά της, ώστε οποιαδήποτε σκέψη για αποχωρισμό να περιθωριοποιείται. Το να αναγνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε αυτόν τον εθισμό πιθανόν να αποτελεί ένα δείγμα ότι διατηρούμε ακόμη υπολείμματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας εντός μας. Είναι μια λύση και αυτή.

Ο επιφανής εκπρόσωπος της αστικής γενιάς του 30’ δε φαίνεται να βλέπει κάποια αισιόδοξη λύση. Είναι άλλωστε, ένας στοχαστής που ρέπει προς τον πεσιμισμό. Ο άνθρωπος, γράφει, «είναι ένα ατελές ον, όχι επειδή δεν μπορεί να εκπληρώσει τους υψηλότερους πόθους του αλλά γιατί κάνει οτιδήποτε μπορεί για να τους διαψεύδει». Το ύφος και το περιεχόμενο των ιδεών του δεν θα βρουν ανταπόκριση σε αναγνώστες που έχουν σχηματίσει μια εξωραϊσμένη και παραμυθένια εικόνα για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Όμως , αυτή η διάχυτη απαισιοδοξία του, δε συνιστά έναν επαρκή λόγο για να τον καλύψει το πέπλο της λήθης. Γιατί οι άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που διαθέτουν μια απύθμενη δεξαμενή γνώσεων και σε αυτούς που παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη καλλιέργεια. Οι δεύτεροι είναι πραγματικά λίγοι και ο Τερζάκης, αναντίλεκτα, ανήκει σε αυτούς…

Γεώργιος Νάκας,
Πτυχιούχος της παιδαγωγικής σχολής ΑΠΘ και μεταπτυχιακός φοιτητής στην κατεύθυνση της διδακτικής της γλώσσας και της λογοτεχνίας

(54)