Αναμνήσεις από τον Κώστα Καρυωτάκη, μαθητή στο Γυμνάσιο Χανίων

Του Αλέξη Μινωτή

 Ο πατέρας του Καρυωτάκη ήταν ανώτατος υπάλληλος του κράτους, νομομηχανικός, και περιεφέρετο σε διάφορα μέρη της Ελλάδος εργαζόμενος στα δημόσια έργα. Σε μια απ’ αυτές τις μεταθέσεις του, γύρω στο 1912, ήρθε στα Χανιά της Κρήτης με την οικογένεια του -τη γυναίκα του, την κόρη του και τα δυο αγόρια, τον Θάνο και τον Κώστα. Τα δυο αυτά αγόρια ενεγράφησαν στη δύναμη των μαθητών του γυμνασίου αρρένων Χανίων, στο οποίο φοιτούσα τότε κι εγώ ως μαθητής. Με τον Θάνο (ο οποίος αργότερα έγινε υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας) ήμασταν συμμαθητές, ενώ ο Κώστας Καρυωτάκης φοιτούσε σε μεγαλύτερη τάξη. Τον θυμάμαι ωστόσο έντονα, γιατί ο Κώστας ήταν το πιο άτακτο παιδί του σχολείου. Έτρεχε, σκαρφάλωνε και τα γόνατα του ήταν διαρκώς ματωμένα από πεσίματα. Ήταν από το είδος των μαθητών που γίνονται αρχηγοί ομάδων, μιλούν, πειράζουν τους πάντες και προκαλούν το ενδιαφέρον στους γύρω τους.

Εκείνη την εποχή, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, ενέσκηψε στα Χανιά μια επιδημία τύφου, η οποία προσέβαλε αρκετά παιδιά. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Κώστας Καρυωτάκης, ο οποίος για αρκετές μέρες εξαφανίστηκε από το γυμνάσιο. Όταν επέστρεψε στο σχολείο, σε όλους μάς έκανε εντύπωση ότι ήταν πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Έπαψε να είναι άτακτος και ζωηρός. Αντιθέτως, κλείσθηκε στον εαυτό του, στα διαλείμματα έμενε μόνος και ήταν πολύ σκεπτικός και συγκρατημένος. Δεν ξέρω τι επιρροή είχε η ασθένεια πάνω του, αλλά η διαφορά που παρουσίασε μετά την ανάρρωση του ήταν τεράστια. Άλλαξε ριζικά ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Όχι μόνο έγινε βαθύτερος, αλλά και φυσιογνωμικώς φαινόταν αλλαγμένος, καταβεβλημένος.

Δεν θυμάμαι τις μαθητικές του επιδόσεις. Εικάζω όμως ότι μετά την επιστροφή του πρέπει να έγινε σπουδαίος μαθητής, διότι δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με αταξίες και πιθανότατα ασχολήθηκε έκτοτε με τα γράμματα. Άλλωστε, φαίνεται πως σε πολύ νεαρή ηλικία έμαθε καλά γαλλικά και άρχιζε να διαβάζει γάλλους ποιητές, πολλούς από τους οποίους μετέφρασε. Πρέπει δηλαδή να ήταν όχι μόνο καλός μαθητής αλλά, πέραν αυτού, ένας διανοούμενος νέος.

Ύστερα από λίγο καιρό η οικογένεια Καρυωτάκη έφυγε από τα Χανιά και έχασα τα ίχνη της. Εν τω μεταξύ τελείωσα κι εγώ το σχολείο, πήγα στο στρατό και μετά από χρόνια βρέθηκα στην Αθήνα, όπου συνδέθηκα με μια σειρά λογίων (ταβερνόβιο παρέα, γιατί τότε όλη η λογιοσύνη και η καλλιτεχνία ζούσε στις ταβέρνες): τον Γιώργο Σταυρόπουλο, τον Πολ- Νορ, τον Στράγκα και τον Λάμπρο Πορφύρα, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της παρέας. Μια μέρα λοιπόν που ανεβαίναμε την οδό Σταδίου να πάμε σε μια ταβέρνα, συναντήσαμε τυχαία τον Κώστα Καρυωτάκη, που βάδιζε προς αντίθετη κατεύθυνση. Οι άλλοι τον σταμάτησαν κι άρχισαν να μιλούν μαζί του. Κάποια στιγμή με είδε και μένα, με αναγνώρισε, με κοίταξε με απορία και μου είπε: «Φιλολογείτε τώρα και σεις;» -σα να ‘λεγε δηλαδή «πού ξεπέσατε καημένε;» Γελάσαμε τότε όλοι και τον καλέσαμε να ‘ρθει μαζί μας• εκείνος όμως δεν ήρθε. Το ντύσιμο του ήταν άψογο, με γραβάτα και μπαστούνι, ένα είδος Μαρσέλ Προυστ της εποχής. Σε αντίθεση προς τους περισσότερους καλλιτέχνες της εποχής που ήταν μποέμ, ο Καρυωτάκης ήταν ένας δανδής, όπως φανταζόμαστε τους ποιητές της ρομαντικής γενιάς.

Την ποίηση του την παρακολούθησα από την πρώτη κιόλας στιγμή. Είχα πάρει όλα του τα βιβλία και μερικά ποιήματα του τα ήξερα απ’ έξω. Τον διάβασα με πολύ ενδιαφέρον και αγάπη. Νομίζω πως είναι μια ανεπανάληπτη περίπτωση της λογοτεχνίας μας. Αυτό που πρόσφερε είναι κάτι ανάλογο, σε μικρότερη κλίμακα βεβαίως, με εκείνο που πρόσφερε ο Κ. Π. Καβάφης. Όταν αναφερόμαστε στον Καρυωτάκη, δεν αναφερόμαστε στον Καρυωτάκη, δεν αναφερόμαστε απλώς σε κάποιους καλούς στίχους αλλά σε μια ολόκληρη κατάσταση, σε μια άποψη –όπως συμβαίνει με τον Καβάφη, ο οποίος επίσης υπήρξε σταθμός της αισθητικής και της ποιήσεως. Εκείνο που είναι εκπληκτικό με τον Καρυωτάκη, είναι το ότι υπήρξε απόλυτα συνεπής προς τον εαυτό του• αυτά που έγραψε, τα έκανε πράξη, με τον δραματικότερο τρόπο. Αν δεν είχε αυτοκτονήσει, πιστεύω ότι δεν θα ήταν αυτή η ολοκληρωμένη μορφή, όπως διασώθηκε στην ιστορία των γραμμάτων μας. Βεβαίως στην εποχή του είχε γνωρίσει και πολλές αντιδράσεις. Κυρίως θεωρήθηκε αναίδεια το ότι μίλησε με σατιρικό τρόπο για τον Μαλακάση και το ότι φαινόταν να περιφρονεί τα κατεστημένα της εποχής του.

Στη δημοσιοϋπαλληλική του καριέρα αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες εξαιτίας του καβγά του με τον υπουργό Μιχ. Κύρκο. Ο Κύρκος (πατέρας του σημερινού πολιτικού Λεωνίδα Κύρκου) ο οποίος εθεωρείτο «προφυγοπατέρας» και ο οποίος εστήριξε την πολιτική του σταδιοδρομία στις ψήφους των προσφύγων, είχε αντιπαθήσει τον Καρυωτάκη και τον μετέθετε από υπηρεσίας εις υπηρεσίαν, ταπεινώνοντας τον διαρκώς. Όταν του έδωσε την τελευταία μετάθεση για την Πρέβεζα, εκείνος την εδέχθη ασμένως και έφυγε αδιαμαρτύρητα. Πιστεύω ότι αναχωρώντας για την Πρέβεζα, είχε ήδη αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Διότι, διαφορετικά, θα μπορούσε να αρνηθεί, να παραιτηθεί από δημόσιος υπάλληλος και να ζήσει από τη λογοτεχνία ή οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Δεν ξέρουμε, ακόμη και σήμερα, ποιες συγκεκριμένες κατηγορίες τού είχαν προσάψει, αλλά δε νομίζω πως ευσταθεί η εικασία ότι είχε κατηγορηθεί ως ναρκομανής.

Ήταν απλώς ένας πεισιθάνατος άνθρωπος, είχε γεννηθεί «splenetic» καθώς λεν οι άγγλοι, και έβλεπε τη ζωή με το τραγικό και το γελοίο της πρόσωπο. Ακόμα και της γυναίκες τις αποκαλούσε «ανυποψίαστα, μηδενικά / πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα». Αυτό με κάνει να θεωρώ και τα ρομαντικά σενάρια περί Πολυδούρη ως εντελώς ψεύτικα. Μπορεί να είχε μαζί της κάποια σχέση «λογία» σχετική με την ποίηση, αλλά δε νομίζω ότι ο δεσμός τους ήταν πραγματικά ερωτικός. Ένας άνθρωπος πεισιθάνατος, με τέτοια οξύτητα πνεύματος και μια μελαγχολία τόσο δημιουργική, δεν μπορεί να ερωτεύθηκε μια γυναίκα η οποία, απ’ ό,τι φανερώνουν οι στίχοι της, δεν είχε καμία ουσιαστική συγγένεια μαζί του. Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ένας έλληνας Μπωντλαίρ, από το ίδιο εωσφορικό και καταραμένο γένος.

 

 

(223)