Την Κατοχική φτώχεια και, γενικά, «τη φτώχεια τού να μην έχεις να φας» δεν την πέρασαν οι χωρικοί, που μου λέει ο Σταυρής, αλλά την Κατοχική φτώχεια την πέρασαν στις πόλεις, και στις πόλεις την περνούν και σήμερα, και στις πόλεις θα την περάσουν αν έλθει, και πάλι, Κατοχή! Μ’ αντικείμενο αυτό το θέμα, περάσαμε μια ολόκληρη βραδιά στην ταβέρνα, προχθές…

Κι έτσι είναι· έτσι, εξηγείται, πώς και γιατί κάτι Αθηναίοι την έκαναν από την Αθήνα, τότε, κι ήρθανε στα χωριά! Για να ζήσουνε… Έτσι εξηγείται, γιατί οι γυρολόγοι πηγαίνανε κουβαρίστρες στα χωριά και φέρνανε αυγά… Έτσι εξηγείται γιατί οι πλούσιοι των πόλεων, για ένα ντενεκέ λάδι έδιναν ένα σπίτι για να ζήσουνε! Ναι· η πραγματική Κατοχική φτώχεια, του να μην έχεις να φας, αυτό συνέβηκε στις πόλεις· στην Αθήνα, στη Λάρισα, στην Πάτρα…

Τότε, ο χωρικός ήτανε ο πλουσιότερος! Και το ψωμί του είχε, και τ’ αυγό του είχε, και τα χόρτα του είχε, και το φασόλι του είχε… αλλά, κι αν δεν είχε δικό του λάδι, με μια ανταλλαγή με το γείτονα, όλο και θα ‘βρισκε… Και σήμερα, αν έλθει Κατοχή, πάλι, οι των πόλεων θα την πληρώσουνε κι όχι, βέβαια οι έχοντες, αλλά ο λαουτζίκος των πόλεων! Πού να βρούνε αυγά αυτοί, πού να βρούνε χόρτα, που να βρούνε λάδι, πού να βρούνε ψωμί… Τελικά, ο Σταυρής, πείστηκε…

Με την ευκαιρία, ας πειστούνε κι όλοι οι άλλοι που, λένε, “σιγά, μόνο εσύ φτώχεια πέρασες…»… Εγώ και κάποιοι άλλοι, ναι. Έτσι κι έφταναν Χριστούγεννα, ο χωρικός καρύδωνε και καμιά κότα· εμείς, τι να καρυδώναμε; Και δεν ήτανε μόνο Κατοχική η φτώχεια, για εμάς, αλλά γι’ άλλα είκοσι χρόνια, τουλάχιστον, για εμάς… Ήτανε ‘κείνα τα χρόνια που, οι μεροκαματιάρηδες, δεν έβαζαν μεροκάματο ούτ’ ένα το μήνα! πώς να περάσει η οικογένεια; πώς να περνάει μια οικογένεια με παιδιά, σχολείο… Όλα αυτά, τα της φτώχειας, που βλέπουμε στα κινηματογραφικά έργα, με τους πεθαμένους από νηστικομάρα στους δρόμους, τα βλέπουμε να διαδραματίζονται στις πόλεις κι όχι στα χωριά!

Απλούστατα· τα χωριά είχανε την κακομοιριά που διέκρινε ‘κείνα τα χρόνια τα χωριά… Έρχονταν τα παιδιά των χωρικών στο Γυμνάσιο και, τα περισσότερα, φαίνονταν «επαίτες», όχι γιατί δεν είχανε, αλλά γιατί ήτανε άπλυτα, αφρόντιστα, χωρίς ρούχα και παπούτσια… αφού έλειπε η μάνα αλλά κι είχανε μάθει οι γονείς τους σ’ εκείνη τη «χωρική κακομοιριά»… Το αντίθετο συνέβαινε με τα περισσότερα παιδιά των πόλεων που ήτανε θεονήστικα κι όμως, η «αξιοπρέπεια της πόλης» δεν τ’ άφηνε να «επαιτούν»! Όλα αυτά, έτσι, απλά, για την ιστορία… και για να μη νομίζουμε αντίθετα πράγματα… τ’ αναλύσαμε, με τον Σταυρή, στην ταβέρνα…

(66)