Η απόσταση από τη Σαμοθράκη μέχρι τη Θάσο δεν είναι και μεγάλη. Αποφασίσαμε λοιπόν ένα μικρό ταξίδι έως εκεί -μιας και κάναμε τόσο ταξίδι ερχόμενοι από την Τρίπολη- και με μερικούς άλλους και άλλες επιβιβασθήκαμε επί μιάς λέμβου, αλλ’ αρκετά μεγάλη, ελλείψει του καθημερινού πλοιαρίου, και πλέαμε προς τη Θάσο.

Η μέρα ήτο θαυμάσια. Λαμπρός τετράξανθος εαρινός ήλιος μας περιέλουε κυριολεκτικά με τη γλυκιά θαλπωρή του. Έπνεε και αύρα δροσιστική, αύρα ελαφρά, η οποία μας ανέμιζε το πρόσωπο, και με την οποία ασφαλώς εντός ώρας το πολύ θα φθάναμε στη Θάσο.

Είχα καθίσει όπως όπως, διότι η βάρκα ήταν γεμάτη, και ρέμβαζα, ήσυχα, βλέποντας αφηρημένος τη λευκή αφρώδη γραμμή, την οποία άφηνε όπισθέν της η λέμβος, σχίζουσα γοργά τα κύματα. Η συνδιάλεξη μεταξύ των άλλων, εύθυμη και ζωηρή, διεξήγετο ευρύτατα, γέλωτες αργυρόηχοι, φωνές μελωδικές, αναφωνήσεις, καγχασμοί ακούγονταν διαρκώς.

Αλλ’ αιφνιδίως αισθάνομαι το κάθισμά μου ν’ αναταράσσεται ζωηρά. Στρέφομαι και…, per dio, τι βλέπω! Η διπλανή μου κυρία τι έχει; Γιατί αυτή η παράδοξη ταραχή της; Γιατί αυτές οι κινήσεις οι σπασμωδικές; Γιατί αυτό το πόδι να καταφέρεται με τόσο πείσμα, αγωνία και φρικτή ανυπομονησία, κατά των πλευρών του πλοίου; Γιατί αυτά τα δύο κατακόκκινα χείλη να ρουφιούνται διαρκώς προς τα έσω, για να εξέρχονται πορφυρά από την επίμονη πίεση δύο μικρών κοφτερών δοντιών; Επιτέλους τι συμβαίνει;

Ευτυχώς· μερικές φράσεις διακεκομμένες, ημιτελείς, μου έδωσαν περίπου την εξήγηση του μυστηρίου.
Αχ! δεν μπορώ…, έλεγε, αδύνατον… δε θα κρατηθώ έως το τέλος!… τι μαρτύριο, Θεέ μου, να θέλει κανείς…. αυτήν την ώραν… μα επί τέλους τι θα γίνει! Αχ! Μαριάνθη μου… φίλη μου, συμβούλεψέ με, λέγε μου τι να κάνω! δε θα κρατηθώ ως τη Θάσο! το ξέρω… και… και τότε;

Η προσκληθείσα φίλη Μαριάνθη, απορούσα και αυτή περί του πρακτέου, απετάθηκε προς τη διπλανή της και της ανήγγειλε υπό εχεμύθειαν το γεγονός!
Δεν ξέρεις καϋμένη! Αυτό και αυτό συμβαίνει!… η Marie… και κάτι πρόσθεσε στο αυτί της δεσποινίδας, πράγμα το οποίο έκαμε και τις δύο να σκύψουν και υπό την προστασία δύο ομπρελλοειδών καπέλων να γελάσουν ελευθέρως, αλλά, ωιμέ, για την Κυρία!

Το γεγονός εντός πέντε λεπτών ήτο γνωστό, υπό εχεμύθειαν πάντοτε, εις όλον τον κόσμο των Κυριών, εξογκωμένο και με μορφή μάλιστα τελειωτική, ως τετελεσμένο γεγονός, πράγμα άλλως τε φυσικότατο καθ’ ην στιγμή είχε περιέλθει υπό την δικαιοδοσία δεκατριών περίπου θαυμασίως ακονισμένων, αφιστόμων και κοφτερότατων γυναικείων, αλλοίμονο, γλωσσών! Και τέλος, αφ’ ου εμειδίασαν χαιρέκακα, γέλασαν, κατηγόρησαν και σχολίασαν, σε βάρος πάντοτε της Κυρίας, αποφάσισαν να εύρουν… και καμιά λύση.

Το λόγο παίρνει πρώτα νεαρότατο δεσποινάριο, το οποίο με το δικαίωμα θριαμβευτικής ευρεσιτεχνίας προτείνει να τοποθετήσουν όλες τους τις ομπρέλλες ανοιχτές στο εν άκρον της βάρκας, υπό την προστασίαν των οποίων να δυνηθεί η Κυρία να κάνει… ό,τι θέλει. Αλλ’ η πρόταση απερρίφθη ελλείψει επαρκούς υλικού…

Άλλη πάλι χαριτόβρυτος και ωραιοτάτη Δεσποινίς δήλωσε ότι ανελάμβανε αυτή ν’ αναγκάσει όλους τους Κυρίους να κλείσουν επί δέκα λεπτά τους οφθαλμούς τους.
Επί μισήν ώρα, φώναξε μία άλλη, δε φθάνουν 10′!
Μα πολύ καλά, λέει η Δις Μαριάνθη· και εάν κανείς αδιάκριτος τούς ανοίξει για μια στιγμή;…. Τι ντροπή!
Ε; για τον ισχυρότατο τούτο λόγο και το νέο σχέδιο της Δεσποινίδας ναυάγησε.

Αλλ’ ας δούμε όμως τι έκανε εν τω μεταξύ και η δυστυχισμένη Madame Marie. Δεν έπαυε η άμοιρη να επικαλείται το όνομα του Χριστού και της… Θάσου, ενώ συγχρόνως κάτι μου φάνηκε ότι ψέλλιζε συγκεχυμένα. Πλησίασα περισσότερο, έτεινα το ους επιδέξια και… per dio, Μα η Κυρία είναι και ποιήτρια, ανέκραξα.

Πότε λοιπόν φιλοτέχνησε το πλήρες πάθους, λαχτάρας και αγωνίας επόμενο δίστιχο:
Αχ Θάσο, Θάσο! πότε θα φθάσω
να κάνω, να κάνω και να χορτάσω!!!

Αλλ’ επί τέλους ό,τι δεν κατόρθωσε να λύσει η σατανική εφευρετικότης των απογόνων της Εύας, λύθηκε αφ’ εαυτού. Μετ’ ολίγον άρχισε να διαγράφεται καθαρά ενώπιόν μας η πολυπόθητος Θάσος. Μετά ένα τέταρτο είχαμε φθάσει και τρέχαμε, με πρωτοπορεία την Κυρία, σε μια γειτονική μας οικία, όπου ενσκήψαμε ως βόμβα.

Η Κυρία προχωρεί ακράτητη προς τα εμπρός, σαρώνει εμπρός της στη θυελλώδη πορεία της τους φθάσαντες να μας υποδεχθούν, προσκρούει επί τεσσάρων θυρών κι ενός τοίχου, ανατρέπει δύο τρεις παρατυχούσες καρέκλες κι ένα τραπέζι μετά των ανθοδοχείων, έως ότου τέλος καταλήξει… όπου έπρεπε.

Και τέλος μετά τρία ολόκληρα τέταρτα της ώρας ενεφανίσθη με εν αγγελικόν μειδίαμα εις τα χείλη.
Και ο αδιόρθωτος καλαμπουρτζής της Θασότικης οικογένειας:
– Μα Κυρία, λέει, εδώ ήλθες να μας ιδείς ή να μας χέ..;

Πολύβιος Δ. Αδαμόπουλος (Δ’ τάξη 1923-24)
(Από τα “Ευθυμογραφήματα” του Δ. Ν. Γουδή “μεταγλωττισμένο”, εν μέρει, από τον Ν.Γ.)

(42)