Τ’ομολογώ. Πως καθόλου τυχαία δεν ήταν η απόφασή μου να σε φέρω σήμερις εδώ. Εντελώς σκόπιμα και συνειδητά. Εντελώς ηθελημένα.

Έλα, πλησίασε να το θαυμάσεις και από πιο κοντά. Πρόκειται για ένα υπέροχο νεοκλασικό. Από εκείνα τα τυχερά, που ευτύχησαν ουχί μόνο να διασωθούν, αλλά και να ανακαινιστούν. Στο έχω άλλωστε ξαναπεί πως εμένα, η αρχιτεκτονική γεωμετρία τέτοιων κτηρίων, με συγκινεί βαθιά. Τα περίτεχνα μπαλκονάκια, τα σιέλ παραθυρόφυλλα, οι διαστάσεις και τα ανθρώπινα μεγέθη. Καλά εννοείται πως θα μπούμε και μέσα.

Βρισκόμαστε στο Ναύπλιο. Που όσο κρατάνε οι λιακάδες, συνεχίζει να βουλιάζει από τον κόσμο. Και δικαίως δηλαδής, διότι παραμένει αναντίρρητα μία από τις ομορφότερες ελληνικές πόλεις. Δυστυχώς όμως, είναι λίγοι εκείνοι που αφήνουν να θέλγητρα των καφέ, των εμπορικών δρόμων και της κεντρικής πλατείας Συντάγματος, για να φθάσουν μέχρις εδώ. Σε ετούτο το υπέροχο μπίλντινγκ. Που στεγάζει το παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης. Και είναι στ’αλήθεια μεγάλο κρίμα. Γιατί στο νεοκλασικό που βρισκόμαστε εγκιβωτίζονται σημαντικά στοιχεία του είναι μας. Και η επίσκεψη εδώ, μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για μία βέρι, βέρι διδακτική συζήτηση.

Η μόνιμη έκθεση του παραρτήματος οργανώθηκε γύρω από μία πολύ συγκεκριμένη κεντρική ιδέα: την ελληνική επανάσταση και τη γένεση του ελληνικού κράτους. Οι ωραιότατοι πίνακες που θα συναντήσεις εδώ έχουν θεματολογία από εκείνη την ηρωική περίοδο. Των αρματωλών και των κλεφτών. Των πυρπολητών και των παλικαράδων. Της φουστανέλας και του τσαρουχιού. Του λάβαρου και του γαλανόλευκου ιδεώδους.

Και οφείλεις να παραδεχτείς πως δεν υπάρχει ίσως καταλληλότερο μέρος για όλα ετούτα, από το Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ελλάδας.

Μία πόλη που απετέλεσε την έδρα της ηρωικής εκείνης προσπάθειας του πρώτου κυβερνήτη μας, του Καποδίστρια, να μετατρέψει μία από τις πλέον φτωχές, άγονες και ρημαγμένες εσχατιές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε νεωτερικό, ευρωπαϊκό κράτος.

Να πάρει ένα αμόρφωτο συνονθύλευμα πληθυσμών (όπου μπορούσες να βρεις κάθε καρυδιάς καρύδι) και να το μετατρέψει σε ένα έθνος με ενιαία ταυτότητα.

Σε ετούτο το παράρτημα, θα βρεις έργα του Γύζη, του Λύτρα, του Βρυζάκη, του Τσόκου και πολλών άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών. Που προσπάθησαν να αποδώσουν με τα πινέλα τους μία εντελώς εξιδανικευμένη απεικόνιση των ηρωικών κατορθωμάτων των Ελλήνων, αφήνοντας κατά μέρος το ρεαλισμό και υπηρετώντας μία εντελώς ρομαντική εκδοχή του ιστορικού μας αφηγήματος, έτσι όπως το διδασκόμαστε στα σχολεία. Θα διαπιστώσεις άλλωστε πως πολλοί από αυτούς τους πίνακες, σου είναι γνώριμοι από τα σχολικά βιβλία και από τις παιδικές μνήμες της 25ης Μαρτίου. Τότες που ντυνόσουν τσολιαδάκι και απήγγειλες το όλη-δόξα, όλη-χάρη.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως πράγματι πίσω από τις υπερβολές ή τις υπεραπλουστεύσεις του αφηγήματος, κρύβονται σημαντικές μορφές ενός δύσκολου εθνοαπελευθερωτικού αγώνα. Άνθρωποι που έδωσαν τη ζωή τους για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και την υπεράσπιση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση. Σ’έναν αγώνα που είχε χαρακτηριστικά ανταρτοπόλεμου, εστίασε στην πολιορκία κάποιων πόλεων και φρουρίων του Μοριά και της Ρούμελης, αλλά δυστυχώς εξήντλησε τη δυναμική του όταν τελείωσε το πλιάτσικο στις περιουσίες των Οθωμανών αφεντάδων και άρχισαν να αλληλοτρώγωνται οι φατρίες των Ρωμιών για τα συνήθη θέματα εξουσίας.

Το θέμα δεν είναι αν και κατά πόσο εκείνος ο αγώνας διακατείχετο από αγνά, πατριωτικά αισθήματα (που σε μεγάλο βαθμό, μπορεί και να ήταν έτσι). Το θέμα είναι ότι εκείνος ο αγώνας απέτυχε οικτρά! Η ασυνεννοησία μεταξύ των οπλαρχηγών, η αμφιθυμία των προχούντων, η έλλειψη οργάνωσης και στρατιωτικής ικανότητας, κατέστησαν σύντομα την προσπάθεια θνησιγενή. Και όταν εντέλει οι Οθωμανοί απεφάσισαν να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα (διότι αρχικώς ήταν απασχολημένοι σε άλλα μέτωπα, όπως ο περιβόητος Αλί Πασάς στα Γιάννενα που τους είχε τσαντίσει με τις αυτονομιστικές του τάσεις) και έστειλαν τον Ιμπραήμ να καθαρίσει την υπόθεση, το όλο πράμα κατέρρευσε. Ωσάν πύργος από τραπουλόχαρτα.

Τώρα βεβαίως θα έρθεις και θα με ρωτήξεις: “και καλά, ρε πτηνό, γιατί λες πως απέτυχε; Χελόου, δεν αποκτήσαμε εντέλει την ανεξαρτησία μας;” Βεβαίως και την αποκτήσαμε. Για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: χάρις την επέμβαση των ξένων δυνάμεων. Οι οποίες απεφάσισαν για τους δικούς τους συναισθηματικούς ή και στρατηγικούς λόγους, να μας διασώσουν. Και έστειλαν τις φρεγάτες τους, τις κορβέτες τους και τα μπρίκια τους για να αντιπαραταχθούν στις δυνάμεις των Οθωμανών. Σε έναν πόλεμο που έγινε για εμάς, χωρίς εμάς. Στο Ναυαρίνο, στις 20 Οκτωβρίου του 1827.

Επιμένω πως η ιστορία είναι το πιο χρήσιμο μάθημα. Γιατί επαναλαμβάνεται. Ξανά και ξανά. Κι η χώρα αυτή ακολουθεί σχεδόν μοιρολατρικά την ίδια πορεία. Που ξεκινά από ενθουσιώδεις (και ρομαντικούς και ιδεολογικούς και πολλές φορές μεγαλόσχημους και παντελώς αφελείς) ριζοσπαστισμούς, προσπαθεί με μύρια προβλήματα (πούχουν να κάμουν με την ανοργανωσιά, τον αλληλοσπαραγμό και την έλλειψη οξυδερκούς ηγεσίας) να προχωρήσει στην εφαρμογή τους και καταλήγει με κρότο στην καταστροφή, την κωλοτούμπα και το νάχαμε-ναλέγαμε. Κι ύστερα για πολύ καλή της τύχη, έρχεται (και συνεχίζει σχεδόν ανεξήγητα να έρχεται) η έξωθεν βοήθεια για να ξελασπώσει το πράμα. Μία βοήθεια που προφανώς υποκρύπτει και δικά της συμφέροντα, αλλά εντέλει στο τέλος της μέρας, σε έχει βοηθήσει νάχεις χώρα. Ή να διατηρείς τα σύνορά σου (όπως έγινε εν πολλοίς το 1897). Ή να αποφύγεις μία μοιραία σύγκρουση (όπως έγινε εν πολλοίς το 1974). Ή να καταβάλεις μισθούς και συντάξεις (όπως έγινε εν πολλοίς το καλοκαίρι του 2015). Αλλά που την επομένη, θα συνεχίσεις να την κατηγορείς με πάθος ότι σε υπονομεύει και να τη χρησιμοποιείς ως εξιλαστήριο θύμα για τις δικές σου αδυναμίες και τις δικές σου παλινωδίες. Ή να της προσάπτεις ότι δεν κινείται από αγνά, φιλελληνικά αισθήματα ως θα όφειλε (;), αλλά προτάσσει και τα δικά της συμφέροντα. Πούναι ν’απορώ αν σε φέραμε εχθές από τον Άρη!

Θα μου πεις, αν δεν ξεκινάγαμε από το μεγάλο και τ’απίθανο, δεν θα προχώραγε μάλλον ποτές η ιστορία. Αλλά θα ήθελα -έστω και μία φορά, έτσι γι’αλλαγή- να προχώραγε αυτή η ρημάδα η ιστορία σ’ετούτη τη χώρα, ουχί με το εκκρεμές ανάμεσα σε αφελείς ουτοπίες και εθνικές καταστροφές, αλλά με μεγαλύτερη σοβαρότητα απέναντι στο μέλλοντα χρόνο μας.

Θα ήθελα -έστω και μια φορά, έτσι γι’αλλαγή- να μην χτυπάμε μόνοι το κεφάλι μας στον τοίχο, να μην παραμυθιαζόμαστε από φλογερούς πολιτικάντηδες που χαϊδεύουν τ’αυτιά μας και υπόσχονται δονκιχωτισμούς στου κασίδη το κεφάλι. Να θέτουμε στόχους ρεαλιστικούς, να έχουμε επίγνωση των μέσων και των πόρων που διαθέτουμε και να μην υπερεκτιμούμε τις συνθήκες και τους εαυτούς μας. Να αντιλαμβανόμαστε ποιοι είμαστε. Να ορίζουμε την αξιοπρέπειά μας, όχι κυνηγώντας χίμαιρες και σηκώνοντας λάβαρα στις πλατείες, αλλά με δουλειά και προσπάθεια και πρόγραμμα. Να μην διεκδικούμε απλώς ένα καλύτερο μέλλον, αλλά να μπορούμε να το χτίζουμε κιόλας. Να κάμουμε εντέλει την αυτοκριτική μας. Και να σταματήσουμε να ταξινομούμε τον κόσμο σε φίλους και οχτρούς, σε εμείς και εσείς.

Τ’ομολογώ. Πως καθόλου τυχαία δεν ήταν η απόφασή μου να σε φέρω σήμερις εδώ. Εντελώς σκόπιμα και συνειδητά. Εντελώς ηθελημένα. Είναι ουσιαστική αυτή η συζήτηση που κάμουμε. Ανάμεσα στο Ρήγα, τον Κανάρη και τον Καποδίστρια. Στην πρώτη μας πρωτεύουσα. Στην απαρχή μας και στην ουσία μας.

Πέραν όμως της μόνιμης έκθεσης, σούχω κι ακόμα έναν λόγο νάρθεις εδώ στο Ναύπλιο και να επισκεφθείς το Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης.

Εδώ και κάποιες εβδομάδες, έχει στηθεί εδώ μία βέρι, βέρι αξιόλογη έκθεση. Με τις καταπληκτικές φωτογραφίες της Ευγενίας Κουμαντάρου.

Πούχει αποτυπώσει μία άλλη διάσταση αυτής της χώρας. Λευκή, λαμπερή και διαυγή.

Με τη μινιμαλιστική αισθητική, με τις λιτές γραμμές, με το φως και τις αποχρώσεις του. Με τα μαρμάρινα καμπαναριά, τις πάλευκες επιφάνειες, τους θόλους, τις κόγχες και τ’ανοίγματα.

Μίας χώρας που συνεχίζει να ξεπλένει όλα της τ’αμαρτήματα, στην κολυμπήθρα με τα βασικά της συστατικά. Τα νερά της και τις πέτρες της. Τον ειλικρινή ανθρωπισμό της.

Που ανεξαρτήτως των συμβόλων και της εννοιολόγησής τους, παραμένουν συναισθηματικά έντονα και σημαντικά. Είναι η δύναμη των μύθων, των ιδεών και των αισθήσεων. Είναι μία δύναμη που έχω επιλέξει να θεωρώ υπέρτερη από το ανόητο εκκρεμές.

Είναι μία δύναμη ανώτερη από τα πάθη και τα λάθη μας. Μία δύναμη πολύ πιο οικουμενική απ’ό,τι ίσως μας πρέπει και μας αξίζει. Ίσως και νάναι αυτή που μας σώζει εντέλει. Ίσως χάρις αυτήν να κερδίζουμε περισσότερο έξωθεν ενδιαφέρον και έγνοια, απ’ό,τι θα μας αναλογούσε.

Αλλά όχι, δεν αποτελεί δικαιολογία, μήτε ελαφρυντικό για τη δική μας αμετροέπεια. Ούτε αναιρεί την μικρότητά μας, την απερισκεψία μας, τον κακομαθημένο μας εαυτό. Που παρά τις συνεχείς διαψεύσεις, φαίνεται πως αδυνατεί να καταλάβει το παρακάτω και να εξελιχθεί προς αυτό.

Κοιτάζω τις φωτογραφίες και αφήνομαι. Όχι, δεν τρέφω αυταπάτες, μήτε ζω με μεγαλοϊδεατισμούς. Έχω πια καταλάβει τους μηχανισμούς αυτού του τόπου. Έχω συνειδητοποιήσει και τα καλά του και τ’ανάποδά του. Τον έχω διασκεδάσει και έχω φάει τα χαστούκια του.

Αλλά επειδής κι εγώ, μέρος αυτού του τόπου είμαι και με τα συστατικά του πλάσθηκα, είμαι καταδικασμένος να ελπίζω. Πως ίσως κάποτες -ίσως λέω, ίσως- και να γίνουμε καλύτεροι. Πιο λειτουργικοί και εξυπνότεροι. Να μάθουμε να εκτιμούμε τα καλά μας και να παλεύουμε τ’ανάποδά μας. Με σύνεση και ψυχραιμία. Με τόλμη και με συνέπεια. Με αγάπη και όχι με μίσος. Με δημιουργικές και παραγωγικές συνθέσεις, όχι με απορρίψεις και φοβικές αντεπιθέσεις.

Κάθε φορά που αναρωτιέμαι τί είναι η πατρίδα μου, καταλήγω πως η Ελλάδα είναι λίγο γαλάζιο, λίγο φως και λίγο ζήτω. Δεν ξεύρω αν θα μπορούσε νάναι αλλιώς. Ξεύρω πως θάπρεπε να προσπαθούσε το λίγο να τόκαμε πολύ.

(40)